Οι ταινίες της Εβδομάδας: Το πάρτι της Τζένιφερ Ανιστον και ένα Αμερικανικό Ειδύλλιο...  | 0 bovary.gr
Οι ταινίες της Εβδομάδας: Το πάρτι της Τζένιφερ Ανιστον και ένα Αμερικανικό Ειδύλλιο... | 0 bovary.gr
08|12|2016 11:22
SHARE
ΠΑΜΕ ΣΙΝΕΜΑ

Οι ταινίες της Εβδομάδας: Το πάρτι της Τζένιφερ Ανιστον και ένα Αμερικανικό Ειδύλλιο...


Μεγάλη ποικιλία κρύβει η κινηματογραφική εβδομάδα που ξεκινά σήμερα. Ταινίες για όλα τα γούστα... 

 

  • Aμερικανικό ειδύλλιο

(American pastoral)
Σκηνοθεσία: Ewan McGregor
Παίζουν: Ewan McGregor, Jennifer Connelly, Dakota Fanning

Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ καλείται να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του βραβευμένου με Πούλιτζερ Φίλιπ Ροθ  «American pastoral»,  που στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «Αμερικανικό ειδύλλιο», αν και περισσότερο προς τραγωδία  φέρνει.

Ο  διάσημος συγγραφέας Νάθαν Ζούκερμαν ( μόνιμο alter ego του Ροθ)   αποφασίζει να παραβρεθεί σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών. Εκεί θα συναντήσει   τον  γιατρό Τζέρι Λιβόβ, που θα τον ενημερώσει ότι ο αδερφός του, ο Σίμουρ, ο «Σουηδός», όπως τον έλεγαν όλοι,   το χρυσό αγόρι του σχολείου, πέθανε. Την επόμενη μέρα είναι η κηδεία του.  Τώρα έχει έρθει η ώρα για τον  Ζούκερμαν  να μάθει την πραγματική του ιστορία.

Μέσα από φλας μπακ παρακολουθούμε  την άνοδο και την πτώση εκείνου του φέρελπι νέου, και μαζί την αποκαθήλωση του αμερικανικού ονείρου   μέσα στην ταραγμένη δεκαετία του ’60. Ο « Σουηδός» είναι η απόλυτη ενσάρκωση της επιτυχίας: Γόνος μια πλούσιας οικογένειας Εβραίων, αναλαμβάνει    τη γαντοποιεία του πατέρα του και παντρεύεται την πανέμορφη Ντον, που είχε  μάλιστα κερδίσει και τα καλλιστεία. Όμως η τέλεια εικόνα του φιλελεύθερου και προοδευτικού  αυτού άνδρα, που ενώ η χώρα σαρώνεται από τις διαμαρτυρίες των μαύρων, εκείνος τους προσλαμβάνει στο εργοστάσιό του κι έχει άριστες σχέσεις μαζί τους, θα «αμαυρωθεί» από τη μικρή  του κόρη: ένα έξυπνο κι ευαίσθητο κορίτσι που όμως τραυλίζει, γιατί, όπως λέει η ψυχολόγος της, ανταγωνίζεται την επιφανειακή ομορφιά της μητέρας της (Τζένιφερ Κόνελι). Στα δεκαέξι της, η Μέρι  (το ρόλο αναλαμβάνει η  πολύ καλή Ντακότα Φάνινγκ)  μπαίνει σε «περίεργες» οργανώσεις, διαδηλώνει κατά του πολέμου του Βιετνάμ,  γίνεται τρομοκράτης, και  εγκαταλείπει την πατρική εστία,  καταλήγοντας σε μια σέκτα ακραίων οικολόγων.

Τότε το χαλί σηκώνεται κάτω από τα πόδια της τέλειας  οικογένειας κι έρχονται στην επιφάνεια όλα τα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας, που δεν αντέχει το μεγάλο όνειρο, αλλά ούτε και μπορεί να επιβιώσει πέρα από αυτό. Ο Σίμουρ παρακολουθεί το στέρεο οικοδόμημά του να γκρεμίζεται. Σαν φάντασμα του εαυτού του  περιφέρεται στα χαλάσματα μιας Αμερικής που φλέγεται,  για να  ανακαλύψει την Μέρι, ενώ η γυναίκα του παθαίνει νευρική κρίση και καταλήγει στο ψυχιατρείο. Θα συνέλθει μόνο όταν ξαναβρεί την παλιά  λαμπερή  της εικόνα, υποκύπτοντας  στο νόμο της κατανάλωσης και του lifestyle, ενώ εκείνος, μόνος του πια, συνεχίζει με εμμονή να αναζητάει την μοναχοκόρη του.

Οι κινηματογραφικές μεταφορές του Ροθ δεν έχουν ευτυχήσει, ίσως λόγω της πολυπλοκότητάς του,  και η εν λόγω ταινία δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Παρόλο, που ο ΜακΓκρέγκορ επιλέγει μια γραμμική αφήγηση της ιστορίας και αποφεύγει τους εντυπωσιασμούς, δεν καταφέρνει τελικά να φωτίσει την πολιτική διάσταση που έχουν οι ιστορίες του  ιδιαίτερου αυτού συγγραφέα και μένει περισσότερο σε μια  ψυχαναλυτική προσέγγιση των χαρακτήρων.  Έτσι  ο πολιτικός στοχασμός του Ροθ   περνάει στα ψιλά.  Τα  οπτικά ντοκουμέντα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης  για να  ορίσει την περιρρέουσα κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα δεν  αρκούν για να ανατρέψουν την κατάσταση.  Η κοινωνική ευαισθησία και η επαναστατική διάθεση της μικρής Μέρι αντιμετωπίζεται  όχι μόνο από τον περίγυρό της, αλλά και από την  ίδια την ταινία, σχεδόν σαν  ψυχική διαταραχή, αν και η Ντακότα Φάνινγκ δίνει μια ερμηνεία υποδόρια,  που  προσπαθεί να φωτίσει περισσότερο την μοναξιά που έχει η επιλογή του απέχεις από ένα σύστημα, παρά την τρέλα.

Μέσα σε δυο ώρες, η ταινία  προσπαθεί να συμπιέσει μισό αιώνα ιστορίας και τελικά μοιάζει να χάνεται στις πολιτικές αλληγορίες του Ροθ,  γι’ αυτό  ίσως ο ΜακΓκρέκορ επιλέγει να εστιάσει περισσότερο στη σχέση πατέρα και κόρης, που είναι αρκούντως συγκινητική και πιασάρικη. Όμως αν και στο πρώτο μέρος  ο ίδιος υποκριτικά ανταποκρίνεται στην ιδανική εικόνα του «Σουηδού», στο δεύτερο, εκεί που χρειάζεται να κορυφώσει τη διαδρομή του ήρωά του, φαίνεται αμήχανος. Ίσως ο διπλός του ρόλος, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, δεν του επέτρεψε να εμβαθύνει σε έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να έχει πολλές πλευρές. Η Τζένιφερ Κόνελι, πανέμορφη και εντυπωσιακή, υιοθετεί το στυλ της πρώην καλλονής, αλλά κι αυτή στα ξεσπάσματά της μοιάζει άνευρη και της λείπει το εσωτερικό βάθος, που θα την καθιστούσε τραγική ηρωίδα.   Αυτή που κλέβει τις εντυπώσεις είναι η Φάνιγκ, ίσως στον καλύτερο μέχρι τώρα ρόλο της καριέρας της, που ενσαρκώνει  το αδιέξοδο μιας ολόκληρης γενιάς.
Συμπερασματικά η ταινία έχει καλές στιγμές  κι ενώ ακολουθεί το πνεύμα του βιβλίου, δεν καταφέρνει να αποδώσει το  βαθύτερο   ιδεολογικό περιεχόμενό του και  τελικά περιορίζεται στην εικονογραφική αναπαράσταση μιας οικογενειακής τραγικής ιστορίας.


 

  • Οffice  Christmas Party 

 Σκηνοθεσία: Josh Gordon και Will Speck 
Παίζουν: Jason Bateman, Olivia Munn, T. J. Miller, Jillian Bell, Courtney B. Vance, Kate McKinnon, Randall Park, and Jennifer Aniston 

Αν πιστεύετε ότι  με το  « Οffice Christmas party» θα μπείτε σε χριστουγεννιάτικο  mood, πλανάσθε  πλάνην οικτρά.   Αντίθετα   αυτή η   αδιάφορη  κωμωδία, που εξαντλείται σε σεξιστικά αστειάκια  και τετριμμένα γκανγκ, χωρίς λόγο και  σκοπό,  μόνο  κατάθλιψη προκαλεί. 
Οι  σκηνοθέτες Ουίλ Σπεκ και Τζος Γκόρντον , όπως δηλώσαν,  ενθουσιάστηκαν όταν εις εκ των παραγωγών  τούς διηγήθηκε ένα παρακμιακό χριστουγεννιάτικο πάρτι της οικογένειάς του κι  αποφάσισαν να δημιουργήσουν  μια    κωμωδία καταστροφής. Και τα κατάφεραν,  είναι όντως σκέτη καταστροφή. 

Η ιστορία έχει ως εξής: Μια επιχείρηση που διοικείται από έναν  νεαρό γόνο   μιας μεγάλης δυναστείας, τον  Κλέι (Τ. Τζ. Μίλερ ), που έχει και τις  ευαισθησίες και  το ρομαντισμό του, αλλά μυαλό και συμπεριφορά ανηλίκου, αποφασίζει να κάνει ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο πάρτι  για τους εργαζόμενους.  Σύμμαχός του ο άρτι διαζευγμένος  Τζος ( Τζέισον Μπάτερμαν)  που πρέπει να ξεχάσει τα προβλήματά του, να αντιμετωπίσει την καθημερινή τρέλα ενός γραφείου, που λειτουργεί ως παιδική χαρά,  και να βρει την απαιτούμενη εορταστική διάθεση. Αλλά στο πάρα πέντε εμφανίζεται η σκύλα αδερφή του Κλέι  ( Τζένιφερ Άνιστον) και CEO της εταιρείας για  να  ακυρώσει  τις ετοιμασίες και μαζί  να αναγγείλει απολύσεις, περικοπές και όλα τα σχετικά.    Και  μέσα σε όλα να   συμπεριφέρεται στον μικρό αδερφό της  σαν σκουπίδι, επειδή ο  μπαμπάς  πάντα  του έκανε όλα τα χατίρια κι  έχει απωθημένα.

Οπότε ο Τζος και ο Κλέι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να νικήσουν το «θηρίο» και να  σώσουν την εταιρεία. Για να γίνει  όμως αυτό, πρέπει να κλείσουν ένα μεγάλο συμβόλαιο. Αλλά για να δελεάσουν τον πελάτη που τους ενδιαφέρει , πρέπει οπωσδήποτε  να του αποδείξουν τι ωραία ατμόσφαιρα επικρατεί στους κόλπους της επιχείρησης, οπότε  μόνη λύση είναι  να γίνει το πάρτι. 

Η βραδιά εκτυλίσσεται σε ένα όργιο με υπαλλήλους να γίνονται λιώμα από το ποτό, να βγάζουν φωτοτυπίες τα πέη τους και άλλα τέτοια,  που καθόλου χαριτωμένα δεν είναι  και δεν μπορούν να κάνουν το χειλάκι μας να σκάσει ούτε λεπτό.    

Το πάρτι εκτροχιάζεται και μαζί και η ταινία που αναλώνεται σε αδιάφορα κλισέ. Οι όποιες απόπειρες να δημιουργηθεί  μια ιστορία σχέσεων και καταστάσεων πέφτουν στο κενό. Τα μπερδέματα και οι ανατροπές είναι τόσο κοινότοπες που σε κάνουν να χασμουριέσαι από πλήξη και  να καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που δεν προτίμησες το οικογενειακό τραπέζι της θείας σου – τουλάχιστον εκεί θα έτρωγες και γαλοπούλα. Οι  political incorrect  ατάκες   δεν σώζουν  την κατάσταση, ούτε  και η κωμική τριπλέτα των πρωταγωνιστών, που  καταβάλλουν υπεράνθρωπη προσπάθεια να δώσουν  μια κάπως ανθρώπινη διάσταση στους χαρακτήρες, χωρίς αποτέλεσμα.

  • Creepy 

Σκηνοθεσία: Kiyoshi Kurosawa
Παίζουν:Hidetoshi Nishijima, Yuko Takeuchi, Teruyuki Kagawa, Haruna Kawaguchi, Masahiro Higashide

Ακριβώς όπως δηλώνει και ο  αγγλικός της τίτλος, η νέα ταινία του Κιγιόσι Κουροσάβα  είναι ανατριχιαστική.    Μεγάλος μάστορας στο είδος του μυστηρίου,  ο Ιάπωνας  σκηνοθέτης εμπνέεται από το  διάσημο μυθιστόρημα  του   Γιουτάκα  Μαεκάουα  και δημιουργεί μια  γοητευτική σύνθεση,  που δύσκολα  μπορείς να την  κατατάξεις σε ένα είδος. Σίγουρα το «Creepy» έχει όλα τα στοιχεία  μιας καλής ταινία τρόμου,  όμως  δεν επαναπαύεται σε αυτά.  Καταρχάς,  ξεκινάει ως ένα κλασικό detective story,  εξελίσσεται σε  ψυχολογικό θρίλερ και καταλήγει σε ένα σκληρό,  αλλά υψηλής αισθητικής horror movie- η απεικόνιση των πτωμάτων μέσα σε πλαστικές σακούλες, θα μπορούσε άνετα να είναι installation σε  ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Σε ένα ανακριτικό γραφείο ο  αστυνομικός Τακαχούρα   εξετάζει έναν ψυχοπαθή δολοφόνο, που άνετος και χαμογελαστός αντιμετωπίζει το έγκλημα ως ρουτίνα. Εξαρχής έτσι  ο Κουροσάβα θέτει τον βασικό του άξονα, που δεν είναι άλλος από το πόσο εύκολα η ανθρώπινη φύση ρέπει προς κάθε μορφή βίας, ανένδοτα την υιοθετεί και τη συνηθίζει.
Στη συνέχεια, η  ταινία κάνει ένα άλμα στο χρόνο.  Ο Τακαχούρα  έχει  πλέον εγκαταλείψει  το Σώμα, διδάσκει εγκληματική ψυχολογία στο πανεπιστήμιο και  μετακομίζει με τη γυναίκα του, τη Γιασούκο,  κι έναν σκύλο στο καινούργιο  τους σπίτι.  Σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που δεν υπάρχει καμία ουσιαστική επικοινωνία,  ο Κουροσάβα παρουσιάζει ένα κοινωνικά αποδεκτό ζευγάρι για να στηλιτεύσει όλες τις παθογένειες της ιαπωνικής,  κι όχι μόνο,  οικογένειας, που μαθαίνει να συμβιώνει σε έναν  καταστροφικό κώδικα σιωπής.  
 Η Γιασούκο, μόνη της ουσιαστικά όλη τη μέρα, προσπαθεί να κάνει φιλίες με τους γείτονες, αλλά ο μόνος που φαίνεται πρόθυμος, αν και στην αρχή είναι αρκετά εχθρικός απέναντί της, είναι ένας περίεργος τύπος, που εύκολα θα τον χαρακτήριζε κάποιος ψυχάκια, ο  Νισίνο.  Αυτός ζει με την κόρη το,  τη Μίο, ακριβώς δίπλα της. Όλοι θα περίμεναν ότι  η ευγενής  και αστή Γιακούκο θα έτρεχε μίλια μακριά από τον παράξενο άνδρα, όμως εκείνη επιμένει και κάπως έτσι αρχίζουν να ανταλλάσουν επισκέψεις.  

Παράλληλα ένας πρώην συνάδελφος του Τακαχούρα τού ζητάει βοήθεια για να εξιχνιάσει τη μυστηριώδη εξαφάνιση μιας οικογένειας, που συνέβη πριν από έξι χρόνια.  Εκείνος δέχεται,  γιατί φαίνεται πως η ακαδημαϊκή και  χωρίς δράση ζωή δεν του ταιριάζει.
Κάπως έτσι ο  σκηνοθέτης  ξεδιπλώνει το νήμα δυο παράλληλων ιστοριών, κάνοντας  μας να αναρωτιόμαστε πώς συνδέονται. Κι εδώ είναι η μεγάλη του μαεστρία:  ενώ  ο θεατής καταλαβαίνει εξαρχής ότι  ο παράξενος γείτονας και η  περίεργη υπόθεση   έχουν  πολλά κοινά στοιχεία,  καταφέρνει να κρατάει την αγωνία για να μας κάνει να καρδιοχτυπάμε.

Το ενδιαφέρον είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια αποκαλύπτονται συνεχώς διάφορα μυστικά, οι ήρωες γίνονται κοινωνοί σοκαριστικών ιστοριών, ή βιώνουν οι ίδιοι τρομακτικές καταστάσεις,  που όμως δεν εξομολογούνται ποτέ και σε κανέναν.  Κι έτσι   αφήνουν το κακό  να διεισδύει στο σπίτι τους όλο και πιο βαθιά και να τους απειλεί.  Άραγε αν είχαν μιλήσει τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά;  Και κυρίως τι είναι αυτό που τους κάνει να κρατάνε το στόμα τους κλειστό; 
Μετά τα ενενήντα λεπτά,   η ταινία αρχίζει να γίνεται  horror,  δυνατό και σκληρό,  αν και μερικές φορές  δεν αποφεύγει κάποιες  υπερβολές, αλλά  ο Κουροσάβα αυτό που θέλει να πει το λέει κι όποιος αντέχει ακούει.   Τελικά μήπως και η δική μας ζωή είναι τόσο ανατριχιαστική; Και ποιος μας απειλεί περισσότερο;  Ένας ψυχοπαθής δολοφόνος,  ή ο ίδιος μας ο εαυτός;

  • Η Οδύσσεια (L'odyssée) 

Σκηνοθεσία: Jérôme Salle
Πρωταγωνιστούν: Lambert Wilson, Pierre Niney, Audrey Tautou, Laurent Lucas, Benjamin Lavernhe

Παραδόξως η  «Οδύσσεια» είναι  η πρώτη βιογραφική ταινία για τον Ζακ Υβ Κουστώ.  Ίσως  αυτό  συμβαίνει, επειδή το κινηματογραφικό  έργο  του σπουδαίου εξερευνητή είναι άκρως αποκαλυπτικό,  όχι μόνο για τα μυστήρια των θαλασσών, αλλά και για την ίδια του την προσωπικότητα. 

Ο σκηνοθέτης Ζερόμ Σαλ πάντως, αναλαμβάνει το απαιτητικό εγχείρημα. Βασισμένος στα βιβλία του Kουστώ , αλλά και σε μαρτυρίες που συνέλεξε,  συντονίζει μια ακριβή παραγωγή και προσπαθεί να χωρέσει  σε  δύο ώρες όλη τη ζωή και το έργο του μεγάλου ωκεανολόγου.

Η ταινία ξεκινάει και τελειώνει με το γεγονός που  τον σημάδεψε : την πτώση του υδροπλάνου, το οποίο πιλοτάριζε ο γιος του, αλλά και στενός συνεργάτης του, ο Φιλίπ,   βρίσκοντας έτσι τραγικό θάνατο.  Ο Σαλ ξεδιπλώνει όλη τη διαδρομή του Κουστώ  από το 1948, όπου  ζώντας  με την οικογένειά του σε ένα υπέροχο σπίτι με θέα τη θάλασσα, έχει  μόνο ένα όνειρο:  να εξερευνήσει  τον μυστηριώδη κόσμο του βυθού. Με τη βοήθεια της γυναίκας του, της Σιμόν Μελχιόρ, η οποία θα σταθεί καθ' όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του αρωγός και συμπαραστάτης του,  θα αγοράσει και θα επανδρώσει με καταδύτες, επιστήμονες και κινηματογραφιστές το θρυλικό σκάφος «Καλυψώ» και θα ξεκινήσει την «Οδύσσειά» του. 

Η ταινία περιγράφει την προσπάθειά του να βρει χορηγούς, τα ταξίδιά  του - με γυρίσματα στην Ανταρκτική, στη Μεσόγειο, Νότια Αφρικήκ.α-  και στέκεται ιδιαιτέρως στη διαμάχη του με τον Φιλίπ,  όταν εκείνος  τον κατηγορούσε  για έλλειψη οικολογικής συνείδησης. Πηγαίνοντας στην  Ανταρκτική, ο Κουστώ αλλάζει ρότα, συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι  ένας κατακτητής, αλλά προστάτης του θαλάσσιου κόσμου.  Ιδρύει το Ίδρυμα Κουστώ κι αφιερώνεται στο σκοπό του. Οι δωρεές έρχονται βροχή, συμφιλιώνεται με τον γιο  του και τότε συμβαίνει το μοιραίο ατύχημα.  

Παράλληλα,  δεν λείπουν  αποσπασματικές  αναφορές  σε εξωσυζυγικές  του περιπέτειες, ή στο Χρυσό Φοίνικα που κέρδισε στις Κάννες, αλλά  η ταινία  εστιάζει  περισσότερο στην επιχειρηματική του δραστηριότητα και  τη δημόσια εικόνα που προσπαθούσε να χτίσει, παρά στη μεγάλη του αγάπη για τον υποβρύχιο κόσμο και στο έργο του. 

Στα θετικά της  πάντως είναι ότι δεν επιχειρεί να γίνει μια αγιογραφία του κεντρικού ήρωα και προσπαθεί να ανακαλύψει τον άνθρωπο πίσω από το μύθο.  Παραμερίζοντας όμως σημαντικά επιτεύγματα του μεγάλου ωκεανολόγου, δεν καταφέρνει να αποδώσει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο. Χωρίς να έχει μια σαφή κατεύθυνση προσπαθεί να μιλήσει από λίγο για όλα, πράγμα που  έχει αντίκτυπο και στις ερμηνείες: ο Λαμπέρ Ουιλσόν στον ομώνυμο ρόλο έχει κύρος, αλλά τελικά μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες σενάριο δεν καταφέρνει να εμβαθύνει ουσιαστικά και γίνεται επίπεδος.  Η Οντρέ Τοτού κάνει μια καλή προσπάθεια σκιαγράφησης της προσωπικότητας της  Σιμόν, μένει όμως σχετικά ακάλυπτη και δεν εξελίσσει τελικά το ρόλο της.  Βέβαια η μεταμόρφωσή της,  καθώς ο χρόνος περνάει κι εκείνη γερνάει μέσα στη θάλασσα, είναι εντυπωσιακή: έχει χαραγμένη πάνω της τη φθορά του χρόνου και την αρμύρα. Η μουσική του Αλεσάντρ Ντεπλά δημιουργεί ατμόσφαιρες και δένει με το υποβρύχιο τοπίο. Τα πλάνα του θαλάσσιου κόσμου είναι συμπαθητικά, αν κι όχι όσα θα περίμενε κανείς από μια ταινία αφιερωμένη στον άνθρωπο που ζούσε ουσιαστικά μόνο όταν βρισκόταν κάτω από το νερό. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο  Σαλ  μένει στην επιφάνεια και δεν βουτάει στα βαθιά, όπως έκανε ο   ίδιος ο Κουστώ.

  • ARRIVAL

Σκηνοθεσία: Denis Villeneuve. 
Παίζουν: Amy Adams, Jeremy Renner, Forest Whitaker, Michael Stuhlbarg, Nathaly Thibault, Mark O’Brien.

 

Η καλύτερη «άφιξη»  της εβδομάδας  είναι αναμφισβήτητα  αυτή η sci-fi ταινία, που θα εκτιμήσουν ακόμα κι όσοι δεν είναι φαν του είδους. Εδώ  δεν μιλάμε απλώς για  ένα παραμυθάκι με εξωγήινους, αλλά για μια  ιστορία με απρόσμενες ψυχολογικές προεκτάσεις, που αντιμετωπίζει με ποιητικό τρόπο την επαφή  μας με καθετί το ξένο  και το «άγνωστο».  

Ο ταλαντούχος Ντενίζ Βιλνέβ  υπογράφει την πρώτη του ταινία  επιστημονικής φαντασίας και μας θυμίζει  τον Στίβεν Σπίλεμπεργκ στις «Στενές επαφές τρίτου τύπου», ή τον  Ρόμπερτ Ζεμέκις στην «Επαφή». Με ένα  πολύ δυνατό σενάριο στα χέρια του από τον Έρικ Χίσερερ (βασισμένο  στο βιβλίο του Τεντ Τσιάνγκ  «Story of Your Life»), που θα σας εκπλήξει,  στήνει ένα σύμπαν αινιγματικό  και απόκοσμο, κάνοντας το  «Αrrival»  ουσιαστικά   μια ταινία  για  την αγάπη.

Μην περιμένετε  εκρήξεις,  μάχες και άλλα τέτοια,  εδώ μιλάμε για μια δημιουργία που αντιμετωπίζει μείζονα φιλοσοφικά ερωτήματα, όπως η έννοια του χρόνου και το πώς αυτή προσλαμβάνεται από τον ανθρώπινο εγκέφαλο.     Όταν  λοιπόν εμφανίζονται σε δώδεκα διαφορετικά σημεία  της γης, ιπτάμενα αντικείμενα αγνώστου προέλευσης, ο πλανήτης   κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.  Διαδηλώσεις, ταραχές, πτώση του χρηματιστηρίου και βίαιες  συμπεριφορές  σημειώνονται  σε όλη την υφήλιο, χωρίς όμως τα εξωγήινα όντα να έχουν ακόμα εκδηλώσει τις προθέσεις τους. Ο στρατός προσεγγίζει τη γλωσσολόγο Λουίζ   Μπάνκς ( Έιμι Άνταμς), για να μεταφράσει ένα ηχητικό ντοκουμέντο των εξωγήινων, αλλά εκείνη επιμένει ότι  δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει μια γλώσσα που δεν ξέρει  μόνο μέσα από ένα αρχείο.   Τελικά οι ανώτεροι πείθονται κι έτσι μεταβαίνει μαζί με τον επιστήμονα Ίαν Ντόνελι στη Μοντάνα, για να  έρθει σε επαφή με τα UFO.   Ένα  είναι το ερώτημα  που  η δρ.  Μπανκς πρέπει να απαντήσει: «Τι γυρεύουν στη γη αυτά τα πλάσματα  και τι θέλουν  από εμάς».  Κι ενώ η  ανθρωπότητα  βρίσκεται στα πρόθυρα ενός καταστροφικού πολέμου, έτοιμη να δράσει για να αντιμετωπίσει την  απειλή,  εκείνη χρησιμοποιεί τη γλώσσα,  θεμελιώδη λίθο του πολιτισμού,  ως εργαλείο,  με σκοπό να  καλλιεργήσει  μια επικοινωνία και να  λύσει το αίνιγμα.  Το περιβάλλον της λειτουργεί σπασμωδικά ,  όμως εκείνη επιμένει στο δικό της δρόμο.   Στέκεται με καθαρή ματιά απέναντι στο άγνωστο  και το υποδέχεται: δεν παραληρεί, δεν αποτροπιάζει, αντίθετα του δίνει χώρο να εκφραστεί.  Αυτό είναι το πλεονέκτημα της ταινίας. 

Το δεύτερο ατού της είναι ότι  δεν αναλώνεται σε εντυπωσιακά εφέ. Αντίθετα η σκιώδης και ατμοσφαιρική απεικόνιση  των  UFO, υποστηριζόμενη από την εξαιρετική φωτογραφία του Μπράντφορντ Γιανγκ, που δημιουργεί ομιχλώδη τοπία,  υπογραμμίζει τη μοναξιά  του ατόμου μέσα σε έναν κόσμο που παραπαίει. 

Ο Βιλνέβ  ξέρει να  δημιουργεί σασπένς, επενδύοντας στους ήρωές του, που  εδώ, σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες του είδους,  αναπτύσσουν ουσιαστικές κι ενδιαφέρουσες σχέσεις μεταξύ τους, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.   

Η δρ, Μπανκς καταφέρνει να εγκαθιδρύσει έναν  διάλογο για να καταλάβει τον τρόπο που σκέφτονται οι εξώκοσμοι επισκέπτες,  κι εμείς συνηθίζουμε την παρουσία των εξωγήινων,  όταν οι κυβερνήσεις των κρατών αποφασίζουν να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ των βάσεων, όπου διεξάγονται οι έρευνες,  και να απομονωθούν.  Η  ταινία  εδώ κάνει  μια ιδιοφυή ανατροπή σχετικά με το  ποιος είναι ο εχθρός κι ουσιαστικά αναρωτιέται όχι τόσο για την εξωγήινη  εισβολή,  αλλά για την ανθρώπινη μανία καταστροφής. 

Η Έιμι Άνταμς με μια ερμηνεία  βαθιάς εσωτερικότητας με πολλές ψυχολογικές διακυμάνσεις  βάζει πλώρη για τα Όσκαρ, ο  Τζέρεμι Ρένερ  στέκεται επάξια δίπλα της , ενώ ο Φόρεστ Γουίτακερ στο ρόλο του στρατιωτικού αξιωματικού, παρουσιάζει όλη τη σύγκρουση ενός προσώπου που πρέπει να υποστηρίξει μια εξουσία που αμφισβητεί. 

Το «Αrrival»  είναι, αν μη τι άλλο, μια υποβλητική ταινία. Σίγουρα θα αποδειχτεί από τα φαβορί της  χρονιάς.

  • Οι Εξομολογήσεις ( Le Confessioni)

Σκηνοθεσία- Σενάριο:  Roberto Ando
Παίζουν: Toni Servillo, Daniel Auteuil, Pierfrancesco Favino, Moritz Bleibtreu, Connie Nielsen, Mari-Josee Croze, Lambert Wilson, Richard Sammel, Johan Heldenbergh, Togo Igawa

 

Ο Ιταλός συγγραφέας και σκηνοθέτης επιστρέφει  με ένα ακόμα πολιτικό φιλμ, μετά το  «Ζήτω η Ελευθερία», με τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον  Τόνι Σερβίλο,  και αποσπά το βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Κάρλοβι Βάρι,  επιχειρώντας  μία φιλοσοφική, σχεδόν μεταφυσική σπουδή, πάνω στην πραγματική ισχύ των «Δυνατών» αυτού του κόσμου. 

Μια συνάντηση των G8 πραγματοποιείται σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη γερμανική ακτή. Οι πιο ισχυροί του κόσμου συζητούν για να θεσπίσουν σημαντικές διατάξεις,  που θα επηρεάσουν βαθιά την παγκόσμια οικονομία. Ένας από τους επισκέπτες είναι ένας μυστηριώδης Ιταλός μοναχός, προσκεκλημένος  του Daniel Roche,  διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ο σκόπος της επίσκεψης είναι μια μυστική εξομολόγηση. Το επόμενο πρωί, ο Roche βρίσκεται νεκρός. 

Με πρόσχημα μια ιστορία αστυνομικού μυστηρίου,  ο  Αντό έρχεται για ακόμα μια φορά αντιμέτωπος με τους εκπροσώπους της πολιτικής σκηνής, εγείροντας ερωτήματα γύρω από τη ζωή, τον θάνατο και την εξουσία. Όπως είπε και ο ίδιος στο κοινό πριν από την πρεμιέρα της ταινίας: « “Οι Εξομολογήσεις” γεννήθηκαν από ένα αίσθημα δυσαρέσκειας προς τον χειρισμό της εξουσίας»- και αυτό είναι ένα πολύ σύγχρονο και διεθνούς ενδιαφέροντος θέμα, πέρα από τα ιταλικά σύνορα.

  • Αγάπη, αγάπη, αγάπη

Σκηνοθεσία: Κώστας Ζάππας
Παίζουν: Αγγελική Παπαθεμελή,  Αντώνης Παπαδόπουλος, Δήμητρα Χατούπη, Ερρίκος λίτσης  Νικολίτσα Ντρίζη,  Μάρα Δαρμουσλή κι ο Αγγελος Βαλέρας

 

Ο σκηνοθέτης Κώστας Ζάππας με την ιδιαίτερη  αισθητική του,  σε αυτό το ατμοσφαιρικό ερωτικό θρίλερ φέρνει αντιμέτωπες δυο παράλληλες ιστορίες πάθους και αναρωτιέται  για τα όρια της αγάπης. Μπορεί η αγάπη να νικήσει κάτι κολοσσιαίο, όπως  η  μοίρα; Κι αν ναι, μέχρι που  μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι  γι’ αυτή;

Η Στέλλα, μια σαραντάρα εξωτική γυναίκα, μετά το θάνατο του άντρα της σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, που τα αίτιά του έμειναν αδιευκρίνιστα από την αστυνομία, δίνει παραστάσεις sex show σε έναν παλιό κινηματογράφο τέχνης, που έχει μετατραπεί σε στριπτιζάδικο, προκειμένου να επιβιώσει με τη νεαρή κόρη της, τη Φανή. Εκεί θα  γνωρίσει έναν γερασμένο πια playboy, τον Νίκο, που περιφέρεται μόνος, παρατημένος από τη γυναίκα του, αλλά και το γιο του, τον Έκτορα, ο οποίος μόλις έχει παντρευτεί. Ο Νίκος θα αγαπήσει τη Στέλλα ακαριαία, απόλυτα, απεγνωσμένα. Και θα τη διεκδικήσει. Όμως τα παιδιά τους  θα διεκδικήσουν κι αυτά το μερίδιό τους από την αγάπη. Γιατί η Φανή, που δεν έχει αποδεχτεί το θάνατο του πατέρα της, έχει γίνει πλέον επιθετική, ατίθαση, εκρηκτική. Και κυρίως ερωτική. Με τον κάθε άντρα. Και με όλους. Αλλά και ο Έκτορας, εγκαταλελειμμένος από τη μητέρα του, γίνεται μέρα με τη μέρα  βίαιος και απρόβλεπτος. Τους λείπει η αγάπη και τη θέλουν όσο τίποτα δική τους. Μόνο δική τους. Άραγε η αγάπη θα μπορέσει να αλλάξει τη μοίρα αυτών των ανθρώπων;

  • 90 Χρόνια ΠΑΟΚ - Νοσταλγώντας το Μέλλον 

(Ντοκιμαντέρ)
Σκηνοθεσία:  Νίκος Τριανταφυλλίδης

 

Το κύκνειο άσμα του  Νίκου Τριανταφυλλίδη, που έφυγε από κοντά μας  στις 7 Ιουνίου.  Εδώ ο  γνωστός σκηνοθέτης και φίλαθλος του ΠΑΟΚ, που φέτος  συμπληρώνει τα 90 του χρόνια από το έτος ιδρύσεώς του,   αποτυπώνει   σε ένα φιλμικό ημερολόγιο 102 λεπτών- δηλαδή λίγο περισσότερο από όσο κρατάει ένα παιχνίδι- , τους μεγάλους σταθμούς της ιστορίας  της αγαπημένης  του  ομάδας,   εστιάζοντας όχι μόνο στην αθλητική της διαδρομή, αλλά στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, όπου   ανδρώθηκε. 

Μέσα από εξομολογήσεις παλαίμαχων και νέων ποδοσφαιριστών, προπονητών, παραγόντων και πιστών φίλων του ΠΑΟΚ, όπως οι Νότης Τσίντογλου, Γιώργος Κούδας, Κλάους, Ιβάν Σαββίδης, ακόμα και ο υπουργός  Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος,  αφηγείται την ιστορία μιας  ομάδας  που γράφεται στα γήπεδα, στις μεγάλες της αναμετρήσεις, αλλά και σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της Ελλάδας. 

Τα γυρίσματα  της ταινίας, που χρηματοδοτήθηκαν από την ΠΑΕ ΠΑΟΚ, κράτησαν πέντε μήνες και ο Τριανταφυλλίδης  πρόλαβε και μόνταρε το μεγαλύτερος της μέρος.  

Η ταινία θα προβληθεί μόνο στη Βόρειο Ελλάδα.