Ένα από τα πρώτα πράγματα που συνειδητοποιεί μια γυναίκα καθώς διανύει τη δεκαετία που αρχίζει με τον αριθμό «3» είναι ότι δεν θα έχει για πάντα τη νεανική όψη με την οποία είχε συνηθίσει να αντικρίζει το είδωλο της στον καθρέφτη. Κοντολογίς, και όπως θα λέγαμε και «επιστημονικά», καμία μας δεν έχει τον αγέραστο.
Σημάδια, λεπτές γραμμές, αλλά και πιο βαθιές ρυτίδες. Το να έρχεσαι αντιμέτωπη με τον χρόνο, έναν αντίπαλο που ούτως ή άλλως δεν μπορείς να νικήσεις (παρά μόνο να καθυστερήσεις) δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Με τη δυσάρεστη συνειδητοποίηση ότι τελικά, δεν είμαι κάποια ξεχωριστή «Μπέντζαμιν Μπάτον» περίπτωση που ο χρόνος αντί να κυλάει προς τα εμπρός θα πηγαίνει προς τα πίσω (όπως ήθελα να πιστεύω μέχρι τις αρχές των -άντα μου), η πρώτη μου κίνηση ήταν να πάρω κρέμα. Κρέμα είπα; Κρέμες εννοούσα. Έτσι, αν άνοιγε κανείς το ντουλαπάκι του μπάνιου μου πριν από λίγους μήνες θα αντίκριζε μια εικόνα που θα του προκαλούσε τουλάχιστον σύγχυση.
Δεκάδες συσκευασίες από κουτάκια και σωληνάρια που εξυπηρετούσαν διαφορετικές ώρες της ημέρας και διαφορετικούς σκοπούς. Άλλες ήταν ημέρας, άλλες νύχτας, άλλες ματιών, άλλες για γύρω από τα χείλη, άλλες για τις πρώτες γραμμές (ακόμα σκέφτομαι τη θλιβερή εικόνα και στεναχωριέμαι!).
Τις περισσότερες τις αγόραζα με ενθουσιασμό αντιστρόφως ανάλογο της αποτελεσματικότητας τους, μόνο και μόνο για να καταλάβω ότι δεν ήταν τίποτα άλλο πάρα από κρεμώδεις ουσίες που απλώς χάριζαν μια ευχάριστη αίσθηση στο δέρμα όταν τις άπλωνα.