Park/Facebook
Park/Facebook
09|03|2017 12:50
SHARE
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νέες ταινίες: «Park», στις αίθουσες το πολυβραβευμένο ελληνικό φιλμ


Δύο νέες ελληνικές ταινίες έρχονται στους κινηματογράφους αυτή την εβδομάδα μαζί με μια ιστορία καταπληκτικών γυναικών και μια συνωμοσία.

 

  • Βερολίνο, Αντίο
  • (Tschick)
  • Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν
  • Παίζουν: Τρίσταν Γκέμπελ, Ανάντ Μπάντμπιλεκ, Ούβε Μπομ, Ξένια Ασέντζα, Ανγια Σνάιντερ, Νικόλ Μερσέντες Μίλερ

 

 

Περίληψη:

Δυο αγόρια μ’ ένα κλεμμένο Λάντα θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι χωρίς γονείς, χωρίς χάρτη και χωρίς προορισμό στην Ανατολικογερμανική επικράτεια. Ο πιο διάσημος Γερμανός σκηνοθέτης, ο Φατίχ Ακίν, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το best-seller του Βόλφγκανγκ Χέρντορφ, που έκανε πάταγο στη νεολαία, και υπογράφει ένα χαριτωμένο εφηβικό road-movie με χιούμορ κι ευαισθησία. Ένας έφηβος ο Μάικ, περνάει δύσκολες ώρες, μετά τον διαλυμένο γάμο των γονιών του, εξαιτίας του αλκοολισμού της μητέρας του και των εξωσυζυγικών περιπετειών του πατέρα του. Παράλληλα το όμορφο κορίτσι που έχει ερωτευτεί δεν του δίνει καμία απολύτως σημασία. Όταν στην τάξη του έρχεται ένα μεγαλόσωμο αγόρι, ο Ρώσος Τσικ, οι δυο τους θα αναπτύξουν μια φιλική σχέση. Έτσι καλοκαίρι αποφασίζουν να «δανειστούν» ένα αυτοκίνητο και να διαφύγουν από όλους και απ’ όλα.

Στο μεγάλο ταξίδι τους στη γερμανική επαρχία, θα μάθουν να επιβιώνουν, να κερδίζουν με κόπο κάθε λεπτό της ζωής τους και θα γνωρίσουν πρόσωπα αντιπροσωπευτικά της κοινωνίας που καλούνται να ζήσουν, όταν ενηλικιωθούν. Ανάμεσά τους κι ένα αλλόκοτο κορίτσι, που ζει σ’ έναν σκουπιδότοπο, η Ίζα. Θα ενωθεί μαζί τους και θα τους συνοδεύσει σε ένα μέρος του ταξιδιού τους, ενώ παράλληλα ένα αίσθημα δημιουργείται ανάμεσα σε αυτή και τον Μάικ, που θα εντυπωσιαστεί από την αλλοπρόσαλλη γοητεία της. Η περιπέτεια τελειώνει, όμως τα δυο παιδιά έχουν μάθει, έχουν αλλάξει και παράλληλα έχουν αποκτήσει ένα φίλο για όλη τους τη ζωή. Ο Φατίχ Ακίν, αν και η ταινία είναι κωμωδία, φροντίζει να της προσδώσει μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, που συνάδει με το πέρασμα από την αθωότητα στην ενηλικίωση, και καταγράφει ευαίσθητα την εσωτερική πορεία των του ηρώων. Οι σκηνές που οι μικροί εξερευνητές εφευρίσκουν τρόπους να επιβιώσουν μιας και δεν έχουν καθόλου χρήματα είναι πραγματικά απολαυστικές και αποδεικνύουν ότι η ζωή μπορεί να είναι ένα παιχνίδι ακόμα και τις πιο δύσκολες μέρες. Ταυτόχρονα, ο Γερμανός δημιουργός αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πόσο καλά ξέρει να καθοδηγεί τους ηθοποιούς, αφού πετυχαίνει από τους έφηβους πρωταγωνιστές του συγκινητικές ερμηνείες, που σίγουρα θα σας κερδίσουν.

 

  • Κονγκ: Η Νήσος του Κρανίου
  • («Kong: SkullIsland»)
  • Σκηνοθεσία: Τζόρνταν Βογτ-Ρόμπερτς
  • Παίζουν: Τομ Χίντλστον, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Μπρι Λάρσον, Τζον Γκούντμαν, Τζον. Σ. Ράιλι, Τιάν Τζινγκ, Κόρεϊ Χόκινς, Τζέισον Μίτσελ, Τζον Ορτίθ, Τόμας Μαν, Σία Γουίγκαμ, Τόμπι Κεμπέλ, Γιουτζίν Κορδέρο

 

 

 

Περίληψη:

Μια ετερογενής ομάδα συγκεντρώνεται για να εξερευνήσει τα βάθη ενός αχαρτογράφητου νησιού στον Ειρηνικό Ωκεανό –όμορφο και την ίδια στιγμή επικίνδυνο- χωρίς να γνωρίζουν ότι διασχίζουν το βασίλειο του μυθικού Κονγκ. Το διασημότερο κινηματογραφικό τέρας όλων των εποχών, ο Κινγκ Κονγκ, επιστρέφει σε μια περιπέτεια δράσης, με εντυπωσιακά μεν στοιχεία, αλλά μέχρι εκεί. Αυτή τη φορά η ιστορία τοποθετείται στο 1973, αμέσως μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, οπότε και ξεκίνησε το πρόγραμμα της Landsat, μια προσπάθεια της NASA να χαρτογραφήσει την υδρόγειο από το διάστημα. Αυτό το ιστορικό γεγονός αποτέλεσε την τέλεια αφορμή για την «ανακάλυψη» της Νήσου του Κρανίου, ενός τόπου, όπου η ανθρώπινη αλαζονεία μπορεί να αποδειχθεί μοιραία, χωρίς την απαιτούμενη προσοχή. Μια μεγάλη ομάδα ερευνητών, μαζί με στρατιωτικούς που πολλοί θα ήθελαν να επιστρέψουν σπίτι μετά τον πόλεμο, ένας ανιχνευτής και μια θαρραλέα φωτογράφος, μεταβαίνουν στο σημείο που τους υποδεικνύει ο επιστήμονας Ράντα . Αυτός πιστεύει ότι στο νησί θα συναντήσουν προϊστορικά πλάσματα, αλλά αυτή την πληροφορία την αποκρύπτει από την ομάδα του. Φτάνοντας στη Νήσο του Κρανίου, ο Κινγκ Κονγκ τρομοκρατημένος από την επίθεση των εισβολέων, αντεπιτίθεται κι έτσι ξεκινάει η περιπέτεια μέσα στην ζούγκλα. Η ομάδα χωρίζεται στα δύο. Το ένα της τμήμα φτάνει στο χωριό των ιθαγενών, όπου θα συναντήσουν έναν πιλότο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έχει εγκλωβιστεί στο μέρος, αλλά έχει μάθει τις συνήθειες και την ιστορία του τόπου. Εκείνος θα τους εξηγήσει πως ο Κονγκ είναι ο Θεός του νησιού, που τους προστατεύει από κάτι τεράστιες επικίνδυνες σαύρες.

Οι υπόλοιποι καθοδηγούνται από έναν πολεμοχαρή στρατιωτικό, τον μόνο που φαίνεται να απολαμβάνει την αποστολή καθώς δίνει νόημα στη ζωή του, και εξαιτίας της επιμονής του να υπερασπίζεται τις δικές του αξίες και να αναζητά την εκδίκηση για τους άντρες που έχασε λόγω του θηρίου, τους οδηγεί σε βέβαιη καταστροφή. Τελικά τα δυο τμήματα ενώνονται και τότε πρέπει να ληφθούν οι μεγάλες αποφάσεις. Ο Κινγκ Κονγκ υπερασπίζεται το μέρος του και επιτίθεται μόνο όταν απειλείται, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να προστατεύει τη φωτογράφο και τον ανιχνευτή, που κατανοούν τη θέση του και με τον δικό τους τρόπο τον βοηθούν. Με γυρίσματα στην Αυστραλία, τη Χαβάη και το Βιετνάμ ο Βογτ-Ρόμπερτς φτιάχνει μια τυπική περιπέτεια, που έχει όλα τα συστατικά μιας επιτυχημένης συνταγής: δράση, προϊστορικά τέρατα, εφέ, σκηνές μάχης, σασπένς, χιούμορ, λίγο ρομάντζο και φυσικά τον Κινγκ Κονγκ, που είναι αρκετά συμπαθητικός.

Ταυτόχρονα η ταινία θίγει ένα οικολογικό ζήτημα, δημιουργώντας διλήμματα στους χαρακτήρες για το αν πρέπει να σκοτώσουν τον Κονγκ, ή να σεβαστούν το γεγονός ότι νησί του ανήκει, αφού εκεί γεννήθηκε. Δεν λείπουν και κάποιες αναφορές στο πολιτικό περιβάλλον της εποχής, επιφανειακά δοσμένες, αν και η ταινία φροντίζει να περάσει ένα αντιπολεμικό μήνυμα. Όμως αν και η περιπέτεια της αποστολής καλά κρατεί, τα μέλη της εξερευνητικής ομάδας είναι πάρα πολλά, και ως αποτέλεσμα κάποιοι από τους χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται επαρκώς. Ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, στο ρόλο του στρατιωτικού δημιουργεί έναν ήρωα που έχει ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζεται ως ένα πρόσωπο με συγκρούσεις κι όχι ως ο « κλασικά» κακός. Τα καλύτερο στοιχείο της ταινίας όμως είναι ο απολαυστικός Τζον. Σ. Ράιλι, που υποδύεται τον πιλότο, με χιούμορ. Η Μπρι Λάρσον είναι πάντα όμορφη και αξιαγάπητη, αλλά ο ρόλος της, αν και είναι το κορίτσι του Κονγκ, δεν εξελίσσεται, όπως και αυτός του γοητευτικού Τομ Χίντλστον, που ξέρουμε πόσο καλός είναι, αλλά εδώ δεν έχει και πολλά περιθώρια για κάτι παραπάνω.

 

  • Καταπληκτικές Γυναίκες
  • (20th Century Women)
  • Σκηνοθεσία: Μάικ Μιλς
  • Παίζουν: Ανέτ Μπένινγκ, Ελ Φάνινγκ, Γκρέτα Γκέργουικ, Μπίλι Κρούνταπ

 

 

Περίληψη:

Η Ντοροθέα Φιλντς είναι μια αποφασιστική μητέρα που μεγαλώνει μόνη της τον έφηβο γιο της, σε μία εποχή που σφύζει από κοινωνικές αλλαγές και επαναστατική διάθεση. Για να τα βγάλει πέρα με την ανατροφή του απευθύνεται σε δύο νεότερες γυναίκες: στην Άμπι, ένα ελεύθερο πνεύμα και punk καλλιτέχνη, και στην Τζούλι, μια ξύπνια και προκλητική νεαρή γειτόνισσα. Ο Μάικ Μιλς επιστρέφει με μια ημι-αυτοβιογραφική ταινία που θέλει να εξυμνήσει τη γυναικεία φύση, αλλά τελικά παρακολουθεί ως επί το πλείστον πώς προσπαθεί ένα αγόρι να κατανοήσει τον περίπλοκο κόσμο των γυναικών. Πάντως έλαβε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Η Ντοροθέα Φιλντς είναι μια μποέμ μητέρα που ζει στη Σάντα Μπάρμπαρα της Αμερικής, το 1979, μια χρονιά καθοριστικών αλλαγών: ήταν η τελευταία του Κάρτερ στον Λευκό Οίκο, τότε συνέβη το πυρηνικό ατύχημα στην Πενσυλβανία, η Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν έχει μόλις ξεκινήσει, οι υπολογιστές της Apple αγοράζονται από το ευρύ κοινό και η Θάτσερ εκλέγεται πρωθυπουργός στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Μιλς προσπαθεί να περιγράψει το τέλος μιας εποχής και τη μετάβαση σε έναν καινούργιο κόσμο, ο οποίος διεκδικεί το δικαίωμά του στην απελευθέρωση, αλλά ίσως τελικά στρέφεται σε έναν βαθύ συντηρητισμό. Η όλη ατμόσφαιρα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας μεταφέρεται μόνο μέσα από βιντεάκια και φωτογραφικό υλικό, μια επιλογή που δημιουργεί εύλογες απορίες.

Η κεντρική ηρωίδα, η Ντοροθεά, είναι παιδί της Οικονομικής Ύφεσης. Φιλελεύθερη και δυναμική, προσπαθεί να αναθρέψει με τη δική της αντισυμβατική κοσμοθεωρία τον έφηβο γιο της. Μια εκκεντρική καλλιτέχνης, η Άμπι, που νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι τους, θα μυήσει τον νεαρό Τζέιμς στις θεωρίες του φεμινισμού, γεγονός που δεν καλοβλέπει η κατά τ’ άλλα προοδευτική μητέρα του. Υπάρχει και μια τρίτη γυναίκα, ένα κορίτσι συγκεκριμένα, η Τζούλι, που μπαινοβγαίνει από το παράθυρο του σπιτιού και κοιμάται τα βράδια με τον μικρό της φίλο, χωρίς όμως να συνευρίσκεται μαζί του ερωτικά, αν κι ο Τζέιμς την έχει ερωτευτεί.

Ο Μιλς, ένας σκηνοθέτης με έντονο το προσωπικό στοιχείο, ταυτίζεται μάλλον με τον έφηβο ήρωά του και θυμάται πώς ήταν εκείνος στην ηλικία του, όταν ζούσε σε ένα περιβάλλον περιστοιχισμένο από δυναμικές γυναίκες, που προσπαθούσε να καταλάβει. Έτσι στην ουσία αφηγείται την ιστορία του μέσα από τη σκοπιά του πρωταγωνιστή, του με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην εμβαθύνει πραγματικά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, αλλά να παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη εικόνα. Δεν λείπει η τρυφερότητα και το χιούμορ, όμως η ταινία χάνει εύκολα τον ρυθμό της και τελικά το γεγονός ότι ο Μιλς δεν μπορεί να προσεγγίσει το θέμα του αντικειμενικά λειτουργεί ως τροχοπέδη. Η Άνετ Μπένινγκ , μια συγκλονιστική ηθοποιός που της αξίζει επιτέλους ένα Όσκαρ, με τη χαρακτηριστική της γαλήνη, δίνει μια συγκινητική ερμηνεία. Στο πλευρό της η Ελ Φάνινγκ και η Γκρέτα Γκέργουικ, σκιαγραφούν τα πορτρέτα των ηρωίδων τους με αδρές γραμμές, ενώ ο νεαρός Μπίλι Κρούνταπ δίνιε καλά δείγματα. Αλλά δυστυχώς οι ηθοποιοί δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν την αυτοαναφορικότητα του σεναρίου και έτσι η ταινία κινείται σε πολύ συμβατικά επίπεδα, χωρίς εκπλήξεις.

  • PARK
  • Σκηνοθεσία - Σενάριο: Σοφία Εξάρχου
  • Παίζουν: Δημήτρης Κίτσος, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ενούκι Γκβενετάτζε, Λένα Κιτσοπούλου, Γιώργος Παντελεάκης, Thomas Bo Larsen, Τζούλιο Κατσής, Γκόγκα Τσικλαούρι, Ντάβιντ Σίμτσακ, Μινέλλα Μπαλλή, Παναγιώτης Παπαδόπουλος, Νίκος Ζεγκίνογλου, Μάριο Τζούτι, Σάββας Μπαλαχ

 

 

Περίληψη:

Δέκα χρόνια μετά τους Αγώνες του 2004, μια παρέα αγοριών ζει ανάμεσα στις εγκαταλελειμμένες αθλητικές εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας και ζει την περιπέτεια της ενηλικίωσής της. Η Σοφία Εξάρχου με το σκηνοθετικό της ντεμπούτο κι έχοντας κάνει μια πολύ καλή πορεία στα φεστιβάλ περιγράφει την διαδρομή μιας σκληρής ενηλικίωσης σε μια χώρα, όπου όλα έχουν καταρρεύσει. Η νεαρή σκηνοθέτις επιλέγει τις εγκαταλελειμμένες Ολυμπιακές εγκαταστάσεις ως βασικό χώρο της ταινίας της και κινηματογραφεί την παρακμή μιας ολόκληρης κοινωνίας, ανάμεσα σε σπασμένα καθίσματα, σκουριασμένα κάγκελα και βρώμικες πισίνες, δημιουργώντας μια σαφή αλληγορία. Εκεί λοιπόν ζει και μεγαλώνει μια παρέα εφήβων, οι περισσότεροι είναι μετανάστες ή παιδιά λαϊκών οικογενειών. Παίζουν βίαια παιχνίδια που θυμίζουν Ολυμπιακούς αγώνες, ζευγαρώνουν το πιτ- μπουλ τους για να βγάλουν λεφτά και περνούν τις μέρες τους χωρίς προσανατολισμό. Ο κεντρικός ήρωας , ο Δημήτρης, που ζει με τη μητέρα του, μια αλκοολική γυναίκα που δεν μπορεί να ασχοληθεί μαζί του, ερωτεύεται την Άννα, μια πρώην αθλήτρια. Η σχέση τους ξεκινάει ως μια διερεύνηση της σεξουαλικότητας και σταδιακά αποκτάει τρυφερότητα και ουσιαστική επικοινωνία. Μέσα στο καλοκαίρι που περιγράφει η ταινία, αυτά τα αθώα παιδιά θα γίνουν ενήλικες με σκληρό τρόπο.

Οι συμβολισμοί είναι προφανείς: μια γενιά που σπαταλιέται στα ερείπια ενός πάλαι ποτέ μεγαλείου, αν και μερικές φορές οι συσχετισμοί που επιχειρεί η Εξάρχου είναι κάπως εύκολοι. Η σκηνή, για παράδειγμα, όπου μια παρέα Δανών τουριστών πληρώνει τον Δημήτρη για να βγάλει τα ρούχα του και να πέσει στη θάλασσα, είναι ένα καλό παράδειγμα. Όμως τελικά μέσα από την κινηματογράφησή της καταφέρνει να μεταδώσει την εικόνα ενός ξέφρενου πάρτι μέσα στο οποίο αυτά τα παιδιά σπαταλούν τη ζωή τους και να περιγράψει τους ήρωές της ως μικρά άγρια ζώα, που ακολουθούν το ένστικτό τους.

Συχνά η επαναληπτικότητα των σκηνών δεν λειτουργεί επικοδομητικά, όπως ας πούμε στον Τζάρμους, αλλά αντίθετα δημιουργεί προβλήματα στο ρυθμό της ταινίας. Το στοιχείο του νερού, που προφανώς συμβολίζει την κάθαρση, επίσης κουράζει, αφού ανά μία σκηνή σχεδόν παρακολουθούμε κάποιον να κάνει μπάνιο. Η πρόθεση είναι κι εδώ ξεκάθαρη, αλλά δυστυχώς δεν αρκεί μια θάλασσα , ή ένα ντους για να λυτρωθούν τα πρόσωπα του Park από το χώμα που τους καλύπτει.

Το βασικότερο όμως πρόβλημα της ταινίας είναι η δραματουργία της, κυρίως σε ότι αφορά στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ελάχιστοι από αυτούς αναπτύσσονται, αν και θα μπορούσαν, όπως η περίπτωση της μάνας, ενώ οι δυο κεντρικοί ήρωες φέρουν μεν την αφοπλιστική αθωότητα της ηλικίας τους, αλλά δεν διαφοροποιούνται από τον περίγυρό τους αισθητά και μένουν μετέωροι. Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου πάντως αφήνει μερικές ρωγμές στον χαρακτήρα της Άννας και της προσδίδει μια ενδιαφέρουσα μελαγχολία. Η σκηνή με τον Δανό τουρίστα που ερμηνεύει ο Thomas Bo Larsen, είναι η καλύτερη της ταινίας, γιατί εκείνος, εμφανώς πιο έμπειρος, δημιούργει ένα ενδιαφέρον υπόβαθρο στον σύντομο ρόλο του, καλύπτοντας τις σεναριακές αδυναμίες.

Αντίθετα από τις περισσότερες ταινίες αυτής της περιόδου, το «Park» έχει δυνατό φινάλε, που επιβεβαιώνει τις αρετές της Εξάρχου: είναι σφιχτό, ουσιαστικό και πολύ πυκνό. Ίσως χρειάζεται να περάσει ο θεατής όλη αυτή τη διαδικασία για να φτάσει σε αυτό, όμως σίγουρα μια περισσότερη οικονομία θα εξυπηρετούσε το όλο εγχείρημα.

  • Η συνομωσία της σκιάς
  • (La Mecanique de l’ Ombre)
  • Σκηνοθεσία: Τομά Κρουιτόφ
  • Παίζουν: Φρανσουά Κλιζέ, Ντενί Πονταλιντές, Σαμί Μπουατζιλά, Σιμόν Αμπκαριάν, Άλμπα Ρορβάχερ

 

 

Περίληψη:

Δύο χρόνια μετά από μία υπερκόπωση, ο Ντιβάλ είναι ακόμα άνεργος. Όταν ένας αινιγματικός άνδρας επικοινωνεί μαζί του, θα του προσφέρει μία απλή, αλλά καλοπληρωμένη δουλειά: να απομαγνητοφωνεί τηλεφωνικές συνομιλίες από «κοριό». Έτσι ξαφνικά βρίσκεται μπλεγμένος στην «καρδιά» μίας πολιτικής συνωμοσίας και αντιμέτωπος με τους βίαιους μηχανισμούς του σκοτεινού κόσμου των μυστικών υπηρεσιών. Ένα παράδοξο κατασκοπικό θρίλερ, καλά δομημένο, με υπόγεια ένταση, που εξερευνά τους μηχανισμούς της εξουσίας, αλλά δίνει στον πολίτη το δικαίωμα να επιλέξει. Συνήθως σε ανάλογες ταινίες, ο κεντρικός ήρωας είναι κάποιος έξυπνος τύπος, πολύ ικανός να διαχειριστεί τα βρώμικα παιχνίδια που στήνονται εις βάρος του. Εδώ όμως ο πρωταγωνιστής είναι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος: ο Ντιβάλ , που εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων του, δέχεται μια δουλειά, χωρίς να εξετάζει ούτε και να ενδιαφέρεται για την πραγματική της φύση. Αυτό που έχει να κάνει είναι να απομαγνητοφωνεί και να καταγράφει συνομιλίες , που οι εργοδότες του έχουν υποκλέψει.

Χωρίς να το καταλάβει, θα βρεθεί μπλεγμένος σε ένα επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι, και τότε αν και δεν διαθέτει τα τυπικά προσόντα, κινούμενος από το ένστικτο της επιβίωσης, θα βρει το δικό του τρόπο να παλέψει με το σύστημα. Είναι εντυπωσιακό πώς ο ήρωας που τον υποδύεται ο εξαιρετικός Φρανσουά Κλιζέ, αν και δεν είναι ούτε μυώδης, ούτε αθλητικός τύπος, αλλά μάλλον θυμίζει έναν τυπικό δημόσιο υπάλληλο, μπορεί όταν απειλείται η ζωή του να αναλάβει δράση και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο ίδιος δεν μπορεί πραγματικά να αποκωδικοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από την πλάτη του και μαζί του ούτε ο θεατής. Αλλά η συνομωσία που εξυφαίνεται δεν έχει τόσο ενδιαφέρον, όσο η πορεία αυτού του κουρασμένου ανθρώπου, που πρέπει να σωθεί μέσα σε έναν κόσμο που παρακμάζει, ενός ανατρεπτικού ήρωα που αν και μοιάζει με θύμα, έχει δικαίωμα να επιλέξει και κυρίως τολμάει να το κάνει.

Ο Τομά Κρουιτόφ, σκηνοθέτης με ικανότητες και ταλέντο, επιμένει στη λεπτομέρεια, καθώς ξέρει ότι σε μια τέτοια ιστορία ακόμα και το ασήμαντο έχει το δικό το νόημα και φτιάχνει μια πυκνή ατμόσφαιρα, με αρκετά καφκικά στοιχεία στην αρχή, όταν περιγράφει την καθημερινότητα του Ντιβάλ στο άδειο του διαμέρισμα να δακτυλογραφεί τις παράνομες συνομιλίες που ακούει σε μια γραφομηχανή, καθώς και τη μελαγχολική προσωπική του ζωή. Ταυτόχρονα, περιγράφει τη διαφθορά ενός συστήματος, όπου δεν υπάρχουν θετικά πρόσωπο. Ακολουθεί μια κλασική αφήγηση, δανείζεται πολλά στοιχεία από αντίστοιχες ταινίες, σε κάθε περίπτωση καταφέρνει να δημιουργήσει σασπένς, αλλά δυστυχώς χάνει το παιχνίδι στη τελική σκηνή, με ένα φινάλε που δεν βαδίζει στα χνάρια υπόλοιπης ταινίας.

 

Utopia, An Adult's FairyTale

Σκηνοθεσία: Νίκου Κουρού

Παίζουν: Νίκος Κουρού, Γιώργος Κοντορίκος, Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, Πίστη Κρυσταλίδου, Σάκης Τριανταφύλλου, Κωνσταντίνος Καρανάτσιος, Ρίτα Τσιούρα, Κατερίνα Τσιάρα

 

 

Περίληψη:

Μια μικρή πόλη, ελέγχεται οικονομικά από έναν διεφθαρμένο ιδιοκτήτη τράπεζας και τηλεοπτικού καναλιού, με αποτέλεσμα να έχει συγκεντρώσει όλο το ρευστό της και να εξαθλιώσει τους κατοίκους της. Κάποια μέρα το «αφεντικό» μετά από μηχανορραφίες της «συμμορίας» του, απολύει τον Αχιλλέα, έναν εργατικό υπάλληλο στην τράπεζα του. Ο Αχιλλέας από τη μια μέρα στην άλλη βρίσκεται στο δρόμο και αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα. Κάποια στιγμή συναντά έναν παράξενο άνθρωπο που του προτείνει να αλλάξει τον κόσμο με έναν πολύ παράδοξο τρόπο. Ο Αχιλλέας δέχεται και ένα περίεργο ταξίδι ξεκινά! Βωβή, ασπρόμαυρη και με το στυλιζάρισμα των κλασσικών ταινιών, η «Ουτοπία» είναι ένα συμβολικό παραμύθι με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, που σχολιάζει με χιούμορ την ανθρωπιστική κρίση, όπως αυτή δημιουργείται από την παντοκρατορία των τραπεζών.

Η ταινία θα παίζεται στον κινηματογράφο Αλκυονίς στις επτά το απόγευμα για μία εβδομάδα.