Όπου μπαίνει δίνει μια ευχάριστα πικάντικη, ελαφρώς καυτερή γεύση. Και όσο εσείς το απολαμβάνετε με κλειστά τα μάτια, αυτό βοηθά και τον οργανισμό σας σε πολλά επίπεδα.
Ειδικά αν είστε φαν των μπαχαρικών, τότε σίγουρα αν ψάξουμε την κουζίνα σας θα το βρείτε (είτε στο ψυγείο, στην φρέσκια εκδοχή του, είτε στο ντουλάπι, στην αποξηραμένη εκδοχή του).
Μπορεί να μην είναι ένα συστατικό που συναντάμε συχνά στην ελληνική διατροφή, αλλά, ομολογουμένως, όσοι το δοκιμάζουν δύσκολα το βγάζουν από τη διατροφή και τη μαγειρική τους. Ταιριάζει τόσο σε γλυκά, όσο και σε αλμυρά πιάτα και δεν χρειάζεται πάνω από 1 κουταλιά του γλυκού για να χαρίσει στον ουρανίσκο σας μεγάλες στιγμές απόλαυσης.
Ο λόγος για το τζίντζερ ή αλλιώς πιπερόριζα, το οποίο μας έρχεται από την Ανατολή και συγκεκριμένα την Κίνα, αλλά, πλέον, εύφορα εδάφη για την καλλιέργεια του είναι και αυτά της δυτική Αφρικής και την Καραϊβικής.
Μπαίνει σε μαγειρευτά (κυρίως λεμονάτα), αλλά και σε γλυκές δημιουργίες όπως μπισκότα, ροφήματα κρέμες, κέικ, ακόμα και μπάρες δημητριακών δίνοντας μια όξινη, αλλά ταυτόχρονα γλυκιά και πιπεράτη γεύση. Το συστατικό που του δίνει αυτή τη χαρακτηριστική γεύση ονομάζεται τζιντζερόλη. Εκτός από το να μας ικανοποιεί γευστικά, περιέχει κάλιο, ψευδάργυρο και πολυφαινόλες, στις οποίες οφείλονται κάποιες από τις ωφέλιμες δράσεις του.
Ποιες είναι αυτές; Πάμε να δούμε.