Βάζοντας τη σεξουαλική ζωή στο μικροσκόπιο, δεν είναι λίγες οι φορές που κανείς θα διαπιστώσει, ότι παρά την απελευθέρωση με την οποία αυτή προσεγγίζεται, ανάμεσα μας υπάρχουν γυναίκες οι οποίες πραγματικά δεν την απολαμβάνουν στο μέγιστο βαθμό, δηλαδή δεν φτάνουν σε οργασμό.
Η ανικανότητα αυτή ή η δυσκολία της κορύφωσης κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής ακούει στο όνομα «ανοργασμία» και μπορεί να οφείλεται σε παράγοντες που δεν είναι μόνο οργανικοί ή ιατρικοί (σ.σ. διαβήτης ή άλλα προβλήματα), αντιθέτως ενδέχεται να σχετίζονται με τη μη εξερεύνηση των προσωπικών επιθυμιών στο σεξ, την ηλικία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και φυσικά, την ψυχολογική κατάσταση κάθε γυναίκας, η οποία τότε χρήζει ψυχοθεραπευτικής θεραπείας.
Αληθινό παράδειγμα αποτελεί η 48χρονη Σάρον, που ανήκει στο 5-10% των γυναικών που υποφέρουν από ανοργασμία και όπως παραδέχτηκε μιλώντας ανοιχτά για το πρόβλημά της στην Independent, πίστευε ότι βασικό αίτιο ήταν η κακοποίηση που είχε δεχτεί ως μικρό παιδί.
«Δεν εμπιστευόμουν τους ανθρώπους. Δεν μπορούσα να νιώσω άνετα ούτε ασφαλής γιατί δεν ήθελα να επαναληφθεί η ιστορία. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να χαλαρώσω και να δώσω στον εαυτό μου την ευκαιρία να φτάσει στον οργασμό.»
Γύρω στα τριάντα της η Σάρον άρχισε να συνειδητοποιεί πως δεν απολάμβανε τις ίδιες σεξουαλικές εμπειρίες όπως άλλοι άνθρωποι. Δεν είχε καμία ιδέα για το τι σημαίνει οργασμός και προσπαθούσε να κρύψει το γεγονός ότι δεν έφτανε σε αυτόν επειδή ντρεπόταν, με αποτέλεσμα οι σύντροφοί της να μοιάζουν πάντοτε ευτυχισμένοι. Είχε επαναπαυτεί στο γεγονός ότι τουλάχιστον είχε σχέση και υπήρχε συντροφικότητα.