Το όνομα μου είναι Φανή και είμαι μια γυναίκα Ρομά.
Η περίπτωση μου είναι μάλλον εξαίρεση, γιατί είχα την τύχη να τελειώσω το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, να μάθω οδήγηση, ακόμα και λίγα Αγγλικά, κάτι που οι περισσότερες γυναίκες Ρομά δεν έχουν την ευκαιρία να πετύχουν στη ζωή τους. Υπάρχουν πολλές καταστάσεις που περιορίζουν τις επιλογές μας και που μας καταπιέζουν.
Πολλές φορές με ρωτάνε αν οι Τσιγγάνες θεωρούνται κατώτερες από τους άντρες τους και αν καταπιεζόμαστε από την κουλτούρα ή τον τρόπο ζωής μας. Αυτό με κάνει να σκέφτομαι: άραγε οι μη Τσιγγάνες έχουν πλήρη ελευθερία στο τι θα κάνουν στη ζωή τους ή στον τρόπο που σκέφτονται; Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχουν πράγματα και συνήθειες που μας καταπιέζουν, αλλά είναι δική μας υπόθεση να δούμε ποια είναι αυτά και πώς μπορούμε να τα αλλάξουμε.
Όμως δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα γίνει αυτό, αν δεν αλλάξουν πρώτα οι βασικές συνθήκες της ζωής μας. Όποιοι πιστεύουν ότι για τα προβλήματα μας ευθύνεται η κουλτούρα μας, δε βλέπουν ή δε θέλουν να δουν ότι υπάρχει κάτι που λέγεται κοινωνικός αποκλεισμός. Το ότι στην περιοχή που μένουμε δεν περνάει ούτε λεωφορείο για το κέντρο της πόλης και πρέπει να περπατήσω μιάμιση ώρα αν χρειαστεί να πάω τα παιδιά μου στο νοσοκομείο, είναι αποτέλεσμα της κουλτούρας μου ή του κοινωνικού αποκλεισμού;
Επίσημα το κράτος λέει ότι προσπαθεί να «μας βοηθήσει» μέσα από διάφορα προγράμματα όπου μας μαθαίνουν γράμματα ή μας βοηθάνε να βρούμε δουλειά. Αυτό λέγεται «κοινωνική ένταξη», αλλά είναι κάτι που ο καθένας καταλαβαίνει με πολύ διαφορετικό τρόπο. Στην πραγματικότητα, δε θα έπρεπε η προετοιμασία να αφορά και τις δύο πλευρές; δηλαδή αυτήν που ετοιμάζεται να ενταχθεί και αυτήν που θα υποδεχτεί την άλλη; Όμως εγώ νιώθω σα να μας λένε ότι όλη η προσπάθεια πρέπει να είναι δική μας, ότι πέφτει όλο το βάρος αποκλειστικά σε εμάς, σα να πρέπει εμείς να αποδείξουμε πρώτα ότι «το αξίζουμε» και μετά να μας αποδεχτεί η κοινωνία. Για παράδειγμα, γιατί να μην έχω το δικαίωμα να με προσλάβουν σε μια δουλειά με τις τσιγγάνικες φούστες μου, χωρίς να πρέπει να τις αλλάξω; Είναι σα να υπάρχει ένας κρυφός εκβιασμός: «σε δέχομαι μόνο αν καταφέρεις να μου μοιάσεις». Μπροστά σε αυτό, νομίζω ότι εμείς έχουμε μόνο δύο επιλογές: ή να «κλειστούμε στον εαυτό μας» για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας ή να αντιγράψουμε κάποιες ξένες για μας συμπεριφορές. Το πρώτο σημαίνει ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε στο περιθώριο και το δεύτερο ότι θα εξαφανιστεί η κουλτούρα μας.