Τα τελευταία χρόνια ζω στο Χαλάνδρι και δουλεύω στο κέντρο της Αθήνας.
Αναγκάζομαι, λόγω του ότι το σπίτι μου βρίσκεται πολύ κοντά στη λεωφόρο Κηφισίας και μακριά από σταθμούς μετρό, να μετακινούμαι καθημερινά με το λεωφορείο, ή το τρόλεϊ -ανάλογα τι θα περάσει πρώτο (αν με ρωτάτε προτιμώ το τρόλεϊ, μου φαίνεται πιο ανθρώπινο).
Τις περισσότερες μέρες λοιπόν είτε στριμώχνομαι σαν σαρδέλα Καλλονής στο 550 (Κηφισιά-Φάληρο) ή αν είμαι τυχερή θα αλλάξω σε επόμενη στάση και θα μπω στο τρόλεϊ 10 (Χαλάνδρι-Τζιτζιφιές) για να φτάσω στα Ιλίσια. Όπου και θα κατέβω.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή θα μεσολαβήσουν πολλά. Φανάρια, στάσεις, μποτιλιάρισμα, κόρνες, κόσμος να μπαίνει, να βγαίνει, να βρίζει, να υβρίζεται, να μυρίζει ιδρώτα και απλυσιά, να αγγίζει και να αγγίζεται, να δίνει πληροφορίες, να παίρνει πληροφορίες, να χάνει στάσεις να σπρώχνει και να σπρώχνεται και άλλα όμορφα πράγματα που δεν σταματούν ποτέ να μας υπενθυμίζουν πόσο σκληρή είναι η καθημερινότητα στην Αθήνα.
Ο οδηγός, ένας γκριζομάλης κύριος γύρω στα 50+, σταματούσε σε κάθε στάση, με τρόπο που ήταν σχεδόν απαγορευτικός για κάποιον να μπει από την μπροστινή πόρτα
Σε αυτό που θα ήθελα να σταθώ όμως σήμερα, είναι το μέτρο των τελευταίων μηνών, συγκεκριμένα της 2ας Ιουλίου, που ορίζει ότι η είσοδος των επιβατών πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από τη μπροστινή πόρτα των λεωφορείων.