Η Λένα Διβάνη είναι μια δραστήρια γυναίκα: Γράφει, διδάσκει, συμμετέχει, εκφράζεται. Της αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους. Μένει στο Μαρούσι. Ονειρεύεται να μετακομίσει στο κέντρο.
«Γλυκόπικρη είναι η γεύση που κρατάω από τα παιδικά μου χρόνια στον Βόλο. Μεγάλωσα με πάρα πολλή αγάπη, τόνους αγάπης, γι΄αυτό και ήταν και πολλή βαριά. Οι τόνοι αγάπης δεν είναι καλοί. Οπως και η έλλειψη αγάπης, κι αυτή βαριά είναι.
Είμαστε τρεις αδελφές. Ο πατέρας μου πίστευε ότι είμαστε πολύ εύθραυστες, ότι θα πεθάνουμε. Είχε συμβεί και ένα τυχαίο γεγονός, και πράγματι με έσωσε με την επαγρύπνισή του. Αλλά μετά το έδεσε κόμπο ότι θα πεθάνουμε άμεσα. Και μεγαλώσαμε με αυτό το “αχ”, ότι κάποιος ανησυχεί τόσο...
Εγραφα πάντα, από μικρή, βλακείες, αλλά τα έδενα, έκανα εικονογράφιση σαν βιβλίο και τα πουλούσα σε έναν συνάδελφο του μπαμπά μου
Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος, προϊστάμενος στον ΟΤΕ, και η μαμά μου νοικοκυρά. Βίωσα το γεγονός ότι η μαμά μου, που ήταν μια πολύ έξυπνη γυναίκα, δεν έκανε τίποτα, όπως και άλλες γυναίκες γύρω μας. Εγώ, που είμαι η μεσαία, έχω είκοσι χρόνια διαφορά μαζί της. Στα είκοσι ένα της είχε τρία παιδιά. Την θυμάμαι να μας λέει “πώς ζηλεύω να σας βλέπω να ντύνεστε, να φτιάχνεστε, να πάτε στη σχολή σας” -σπουδάσαμε και οι τρεις. Εζησα μέσα στο σπίτι μου τη διαφορά, εμείς να έχουμε όλες τις ευκαιρίες και τα προνόμια να κάνουμε ό,τι θέλουμε, και η μαμά μου κανένα».