Ο Νίκος Κουρής ξεχώρισε από την αρχή. Ωραίος αλλά, κυρίως, ταλαντούχος. Από τότε, πάνε περίπου είκοσι χρόνια, δουλεύει ασταμάτητα. Τον ενδιαφέρει η εμπλοκή με την τέχνη του κι όχι οι ρόλοι. Μοιρασμένος ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή, την οικογένειά του και τις παραστάσεις, ψάχνει να γίνει αυτό που ονειρεύεται. Εκεί είναι το όριό του….
«Γεννήθηκα στη Νέα Σμύρνη, πίσω από το Διογένης Παλλάς. Ημουν πολύ μόνος, πολύ ντροπαλός, πολύ αδύναμος και σωματικά. Με έσωζε μόνο η προσωπικότητά μου και ο φίλος μου ο Σταύρος που με προστάτευε.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά -ένα αγόρι, τρία κορίτσια. Ημουν ο μικρότερος. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν τεσσάρων-πέντε. Δεν ήξερα τότε ακριβώς πώς ήταν. Ο πατέρας μου ήταν μέχρι πρότινος εργολάβος της ΔΕΗ, πολύ καλός στη δουλειά του. Η μητέρα στην αρχή ήταν δασκάλα πιάνου κι έκανε και πολλές δουλειές για να μας μεγαλώσει. Μετά εργάστηκε ως δημοτικός υπάλληλος.
Εσύ ψάχνεις και οι θεατές βλέπουν εσένα που ψάχνεις. Αυτή είναι για μένα η διαδικασία της υποκριτικής
Δεν ήμουν ωραίος, δεν είχα αυτή την αίσθηση. Ισως να το κατάλαβα λίγο στο Λύκειο. Αλλωστε στο Λύκειο αρχίζεις και παίρνεις τον δρόμο σου και σκέφτεσαι τι θα κάνεις στη ζωή σου. Στο Γυμνάσιο ήταν αλλιώς, υπήρχε μια αγριότητα. Θυμάμαι ότι εγώ ήμουν 1.40 και οι άλλοι όχι. Ψήλωσα μετά, στην Α΄Λυκείου.
Οι αδελφές μου έγιναν η πρώτη αρχιτέκτων και η δεύτερη γυμνάστρια. Η τρίτη κάνει διάφορα, ταξιδεύει, είχε έρθει στη σχολή του Εμπρός για λίγο και ήταν και βοηθός στο σινεμά αλλά και βοηθός του Λευτέρη Βογιατζή -η καλύτερη όπως έλεγε ο Λευτέρης. Και είναι εκείνη που ήξερε τον ανηψιό του Τάσου Μπαντή».