Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ BOVARY

Ιφιγένεια Κολλάρου: «Ο Τελευταίος του πάρτι» είναι ένα βιβλίο για τη γενιά που η κρίση έπιασε απροετοίμαστη


Έχοντας ζήσει από μέσα την χρυσή εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης και μετρώντας διαδοχικές επιτυχίες, η Ιφιγένεια Κολλάρου είχε πάντα μια σταθερά. Ότι θα έχει δουλειά. 24 χρόνια μετά, στην καρδιά της κρίσης, ήρθε η απόλυση. Το σοκ, ο θυμός και το πείσμα της μετατράπηκαν σε έμπνευση. Έτσι γεννήθηκε ένα αριστουργηματικό βιβλίο για τη γενιά που η κρίση έπιασε απροετοίμαστη. «Ο Τελευταίος του πάρτι» είναι ένα βιβλίο γι αυτόν που αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί ότι το πάρτι τελείωσε.

«Γεννήθηκα στην Κυψέλη και μένω ακόμα εκεί -την λατρεύω. Από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω είναι να κάθομαι σε ένα πράσινο χαλί με λουλουδάκια και να ακούω με τη μαμά μου από ένα φορητό πικ απ το περιβόλι του τρελού του Σαββόπουλου. Εγώ ήμουν τριών..τεσσάρων -είναι περίεργο πώς το θυμάμαι. Ο δίσκος είχε ένα πολύχρωμο εξώφυλλο, καρτουνίστικα ζωγραφισμένο, ο Σαββόπουλος κρατούσε μια κιθάρα, πολύχρωμα φυτά γύρω γύρω...Καθόμασταν και ακούγαμε τη «Συννεφούλα». Αυτό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι. Η μουσική. Υπάρχει μια μουσική επένδυση σε όλη μου τη ζωή. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ακούγαμε πολλή μουσική, κυρίως ξένη. Ήταν τέλη της δεκαετίας του 60. Η μαμά μου ήταν 19 χρονών όταν γεννήθηκα. Οπότε άκουγε Beatles, Stones, ιταλικά. O μπαμπάς μου άκουγε Σινάτρα, Λούις Άρμστρονγκ, Ρέι Τσαρλς.. 

Δεν ήμουν σούπερ μαθήτρια, ήμουν αυτό που λένε η «χρυσή μετριότητα»

Είμαι παιδί δικηγόρων..ο μπαμπάς ήταν ήδη, η μαμά σπούδασε στα 36 της και εξάσκησε και το επάγγελμα. Ήμουν το κορίτσι του μπαμπά. Γυρνούσε από τη δουλειά και κάθε μέρα του έλεγα «τι μου έφερες;» Και πάντα είχε μια σοκολάτα μέλο με κάτι καρτούν -να πώς βγαίνουν και τα καρτούν που αγαπάω από μικρή... 

Διάβαζα πολύ και από πολύ μικρή. Θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν «Η μικρή πριγκίπισσα»...δεν ξέρω τι λέει αυτό.. Πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Είχα παρέα και την αδελφή μου που γεννήθηκε 4 χρόνια μετά. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στον Ωρωπό, παίζαμε στη θάλασσα που τη λατρεύω κι αυτή, ανέμελα χρόνια...»

«Στην 6η Δημοτικού έφυγα από το ιδιωτικό σχολείο και πήγα για μια χρονιά στο Δημόσιο της Κυψέλης. Εκεί γνώρισα μια κοπέλα, συμμαθήτρια που δεν την ξαναείδα ποτέ στη ζωή μου. Μου χάρισε τον πρώτο πραγματικά ροκ δίσκο μου, το Europa του Santana. Από την Ντίνα -θυμάμαι ακόμα το όνομά της, άκουσα Bob Dylan, και μετά ανακάλυψα μόνη μου τους Doors. Από εκεί και πέρα απέκτησα ταυτότητα νομίζω, άρχισα να ασχολούμαι με τη ροκ από το Γυμνάσιο και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα -επειδή μάζευα δίσκους- να με καλούν σε όλα τα πάρτι με τους δίσκους μου. 

Στα 16 είχα τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα με τον Βασίλη. Μείναμε μαζί σε όλο το Λύκειο -είμαστε ακόμα φίλοι. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαμε στην Αθήνα και εξερευνούσαμε την πόλη. Ανακαλύπταμε συνεχώς καινούργια μέρη...Περπατούσαμε και μπαίναμε σε τρόλεϊ και λεωφορεία μόνο και μόνο για να δούμε πού πηγαίνουν, μπαίναμε σε μπαρ και καφέ χωρίς να γνωρίζουμε τι ακριβώς κάναμε εκεί μέσα. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να συχνάζουμε στο Galaxy στη Σταδίου. Δεν ξέραμε τι ακριβώς ήταν τότε, απλώς μας είχε φανεί ωραίο το περιβάλλον. 

Μου αρέσει ο έρωτας και ταυτόχρονα δεν τον πολυπιστεύω. Εμπεριέχει πάρα πολύ μεγάλο βαθμό παραμυθιάσματος μέσα του

Δεν ήμουν σούπερ μαθήτρια, ήμουν αυτό που λένε η «χρυσή μετριότητα». Άλλαζα κάθε χρόνο γνώμη σχετικά με το τι θέλω να κάνω. Στην αρχή ήθελα να γίνω δικηγόρος σαν τον μπαμπά μου. Μετά αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτις...πήγα λοιπόν σε έναν οικογενειακό φίλο σκηνοθέτη ο οποίος μου έκοψε τα φτερά πολύ γρήγορα, αφού μου είπε ότι θα πεινάσω..Αργότερα πέρασε από το μυαλό μου να γίνω σκηνογράφος. Το σίγουρα πάντως ήταν ότι σκεφτόμουν να φύγω στο εξωτερικό. Να πάω να σπουδάσω στην Ιταλία ή στην Αγγλία όπου, πιο μικρή είχα περάσει μερικά καλοκαίρια σε summer school, μέχρι που η μαμά μου μου είπε: «Κάνε ό,τι θέλεις, να ξέρεις όμως ότι θα συμπληρώσεις μόνη σου όλα τα χαρτιά». 

Μόλις το άκουσα έγινα μαθήτρια του 18 και μπήκα στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Με τρομοκρατεί η γραφειοκρατία από μικρή. Με βόλεψε πολύ το σύστημα με τις δέσμες γιατί ήμουν πολύ καλή στην ιστορία, λάτρεψα την κοινωνιολογία..οπότε μου ήταν εύκολο. Τις πολιτικές επιστήμες τις διάλεξα, μου άρεσαν. Και στο πανεπιστήμιο ήμουν τυχερή. Είχα καλούς καθηγητές, πήγαινα και σε κάποιες παραδόσεις. Τα μαθήματα που με ενδιέφεραν τα περνούσα εύκολα..»

Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

«Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, η νυχτερινή ζωή της Αθήνας ήταν καταπληκτική. Ναι μεν είχα τα μαθήματα, αλλά το βράδυ πηγαίναμε Wild Rose, Bora Bora, Αυτοκίνηση...σε διάφορα μαγαζιά που ήταν της μόδας. Τότε υπήρχε ένα κλίμα διασκέδασης. Και τα παιδιά που έβλεπες τη μέρα στο πανεπιστήμιο, τα συναντούσες το βράδυ σε διάφορα μέρη.. Υπήρχε αυτή η λογική. Ήταν λίγο πάρτι τότε η ζωή μας.

Την κρίση την έβλεπα να έρχεται. Όταν άρχισε να χάνει τη δουλειά του ο κόσμος, σκέφτηκα ότι δεν θα αργήσει να έρθει και η σειρά μας

Οι έρωτες με καθόρισαν αρκετά..Έχω ερωτευτεί πάρα πολύ. Ο έρωτας της ζωής μου είναι ο Ηρακλής. Τον γνώρισα στα 19-20 και υπάρχει ακόμα στη ζωή μου..βλεπόμαστε. Έχουμε περάσει πολλά χρόνια μαζί -και χώρια. Μου αρέσει ο έρωτας και ταυτόχρονα δεν τον πολυπιστεύω. Εμπεριέχει πάρα πολύ μεγάλο βαθμό παραμυθιάσματος μέσα του, είναι σαν να τα φτιάχνουμε όλο στο μυαλό μας. Υπάρχουν φάσεις που θέλουμε να ερωτευτούμε και μπορεί να ερωτευτούμε…τον πρώτο που θα πληροί λίγο τις προϋποθέσεις στην εικόνα που έχουμε φτιάξει. 

Μετά το πανεπιστήμιο, έκανα το μεταπτυχιακό μου (Communications Policy Studies) στο City University. Μου το πρότεινε και η Άλκηστις Μαραγκουδάκη που τότε κάναμε παρέα. Ήταν η εποχή που ξεκινούσε η ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα. Το Mega και ο ANT1 άνοιξαν τη χρονιά που εγώ έκανα μεταπτυχιακό. Όταν γύρισα, βρήκα δουλειά σε μια εβδομάδα. Στον ANT1. Αν και είχα σκοπό να μείνω στο Λονδίνο, η Άλκηστη μου κανόνισε ένα ραντεβού για συνέντευξη και έτσι βρέθηκα εκεί». 

Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία: BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

«Η τηλεόραση ήταν μαγεία τότε. Κόλλησα το μικρόβιο την πρώτη μέρα που μπήκα μέσα και είδα όλα αυτά τα νέα πράγματα. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι δουλεύω παραπάνω ώρες ότι περνάω τη ζωή μου εκεί μέσα...Τα πρώτα χρόνια πέρασαν χωρίς να το καταλάβω. Είχα πολύ γρήγορη εξέλιξη. Έγινα υπεύθυνη προγραμματισμού μέσα σε ενάμιση χρόνο. Δούλεψα με τον Νίκο Μαστοράκη -εκεί έμαθα τι θα πει παραγωγή. Μετά πήγα στο τμήμα ελληνικής παραγωγής -δασκάλα μου εκεί η Άννα Πρετεντέρη. Δούλεψα κυρίως σε ενημερωτικές εκπομπές και το 1998 αποφάσισα να παραιτηθώ από τον ANT1 για να γράψω το πρώτο μου βιβλίο «Με ένα κλικ αλλάζουν όλα». Το έγραψα, το κράτησα για πάνω από ένα χρόνο και τελικά εκδόθηκε το 2001.

Στους περισσότερους χαρακτήρες του βιβλίου, η ζωή τα έφερε εύκολα. Ξεκίνησαν με πολύ καλές προϋποθέσεις

Το 1999 πήγα να δουλέψω με τον Αλέξη Σκουλίδη, στη full moon entertainment. Ήμουν από την αρχή και έζησα όλη τη χαρά του να στήνεις μια εταιρεία παραγωγής. Έμεινα εκεί 15 αξέχαστα χρόνια. 

Την κρίση την έβλεπα να έρχεται. Όταν άρχισε να χάνει τη δουλειά του ο κόσμος, σκέφτηκα ότι δεν θα αργήσει να έρθει και η σειρά μας. Και παρότι η εταιρεία είχε τρεις παραγωγές που «τρέχανε», άρχισαν οι καθυστερήσεις πληρωμών από το κανάλι. Αυτό άρχισε να συσσωρεύεται και κάποια στιγμή η εταιρεία έκλεισε. Έπαθα σοκ όταν έμεινα χωρίς δουλειά, παρά το γεγονός ότι το περίμενα. Δούλευα 24 χρόνια σερί... Ωστόσο γράφτηκα στο ταμείο ανεργίας και είπα «τώρα ήρθε η ώρα να ξαναγράψω. Την πρώτη χρονιά ήταν πολύ ωραία, πήγα και έκανα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, φιλοσοφίας, αρχαίας τραγωδίας και παράλληλα -8 μήνες μετά την απόλυση- ξεκίνησα να γράφω το δεύτερο βιβλίο μου «Ο τελευταίος του πάρτι». 

«Πέρα από την κρίση που μας απασχολούσε όλους, επειδή είχα χάσει τον πατέρα μου και αρκετούς δικούς μου φίλους, είχε αρχίσει να με απασχολεί πολύ το ζήτημα του θανάτου. Η ιδέα για το βιβλίο μού ήρθε σε μια κηδεία, το ομολογώ. Ενώ όλο το γεγονός ήταν πολύ δραματικό, επειδή είχαμε βρεθεί διάφοροι παλιοί φίλοι, κάποια στιγμή αρχίσαμε να θυμόμαστε ιστορίες και να γελάμε με τα τωρινά μας χάλια. Αυτό μου έδωσε την ιδέα να γράψω κάτι που θα ξεκινάει με ένα θάνατο και μία κηδεία.

Αφού έγραψα δύο κεφάλαια -ένα για τον Μάριο και ένα για τον Ορέστη, έφτιαξα όλους τους χαρακτήρες. Ο κάθε χαρακτήρας έχει κομμάτια πάρα πολλών ανθρώπων που γνωρίζω. Έχω πάρει από κάποιον μια συνήθεια από κάποιον άλλο ένα χαρακτηριστικό ή μια μικρή ιστορία. Στον Ορέστη έχω δώσει πιο πολλά στοιχεία από εμένα.  

Ναι η λύτρωση έρχεται στο βιβλίο, αλλά μόνο για όσους έχουν κάνει κάτι γι αυτό

«Ο τελευταίος του πάρτι» είναι ο πόλος έλξης όλης της παρέας. Ο Μάριος. Ένας ωραίος τύπος, αφοσιωμένος στη δουλειά του και στην καλοπέρασή του, που με τα ζόρια «τα έχασε λίγο» και αφέθηκε..είπε: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό, δεν με νοιάζει» και εγκατέλειψε. Ο τελευταίος του πάρτι είναι μια φράση που έλεγε ένας φίλος πολύ πολύ παλιά. Ο τύπος που, ενώ έχει τελειώσει το πάρτι, δεν το έχει πάρει χαμπάρι και επιμένει.

Στους περισσότερους χαρακτήρες του βιβλίου, η ζωή τα έφερε εύκολα. Ξεκίνησαν με πολύ καλές προϋποθέσεις, εφοδιασμένοι πάρα πολύ καλά ώστε να έχουν καλές δουλειές. Είχαν μια καλή εκκίνηση. Μορφώθηκαν, σπούδασαν και απέκτησαν εμπειρίες. Παρολαυτά ήταν απροετοίμαστοι για την κρίση. Ακριβώς γιατί είχαν μεγαλώσει και λίγο στα πούπουλα..Εγώ προσωπικά δεν φαντάστηκα ποτέ ότι στα 48 μου θα βρισκόμουν χωρίς δουλειά. Αν είχα πάντα μία σταθερά στη ζωή μου αυτή ήταν ότι θα έχω πάντα δουλειά». 

«Ένα καλό που ένιωσα ότι έχει γίνει με την κρίση και το βλέπω και στους γύρω μου είναι ότι πολλοί από όσους βρέθηκαν χωρίς δουλειά, αποφάσισαν να ασχοληθούν με κάτι άλλο και να ακολουθήσουν κάτι που θέλανε και δεν τολμούσαν ή δεν είχαν το χρόνο να το κάνουν. Έχω φίλους που το έχουν κάνει και μπορεί να ζορίζονται οικονομικά αλλά το ευχαριστιούνται πιο πολύ. 

Ναι η λύτρωση έρχεται στο βιβλίο, αλλά μόνο για όσους έχουν κάνει κάτι γι αυτό. Δεν λυτρωνόμαστε όλοι στο τέλος. Δεν θα σε σώσουν οι άλλοι πρέπει να κάνεις κάτι εσύ για να σώσεις τον εαυτό σου.

Κάθε κεφάλαιο στον «Τελευταίο του πάρτι» συνοδεύεται από ένα τραγούδι. Έχω επιλέξει κομμάτια που αγαπώ και δίνουν το mood του κεφαλαίου. Όταν τελείωσα το βιβλίο -ήμουν ακόμα με τον Ηρακλή τότε- του λέω «Ηρακλή τελείωσα. Θα με πας μια βόλτα; Θέλω να βγω έξω». Το κράτησα δύο μήνες, το ξαναδιάβασα, έκανα κάποιες διορθώσεις και τότε το έδωσα στον Λιβάνη.

Το επόμενο βιβλίο, το οποίο έχω ήδη ξεκινήσει θα διαπραγματεύεται τον έρωτα.

«Ο Τελευταίος του πάρτι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη

Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το BRONX BAR, Δημητρίου Σούτσου 7, Πλ. Μαβίλη.