Ο Διονύσης Χαριτόπουλος είναι μια αυτόνομη περίπτωση. Συγγραφέας, Πειραιώτης, αριστερός, αγάπησε την Μαλβίνα και τον Άρη Βελουχιώτη όπως αγαπά κάθε αντάρτη. Ισως γιατί και ο ίδιος νοιώθει πάνω από όλα αντάρτης.
-Πειραιάς, Ολυμπιακός, γράψιμο και γυναίκες: Κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι η ταυτότητά σας; Μιλήστε μου για το καθένα ξεχωριστά. Μπλέκονται κάπου όλα αυτά μαζί;
«Ο Πειραιάς κι η μάνα μου, ήταν οι δυο πόλοι που με διαμόρφωσαν, με έκαναν αυτό που είμαι. Στον Πειραιά που εκπέμπει όλη τη μαγεία και την αψάδα του μεγάλου λιμανιού, δεν γίνεται, θα λατρέψεις και τον Ολυμπιακό. Και με τη μάνα που είχα, δεν μπορούσα παρά να λατρέψω και το άλλο φύλο, καθώς ήταν όμορφη, έξυπνη και πολύ ζόρικη. Μια φοβερή σουφραζέτα της εποχής που δεν σήκωνε κουβέντα από κανέναν. Μόνο τα βιβλία ανακάλυψα μόνος μου και μετά το γράψιμο που με απορρόφησε εντελώς. Πρέπει να ήμουν δεκατριών χρονών, όταν άρχισα να γράφω και όπως βλέπετε δεν έχω σταματήσει ακόμα. Δυστυχώς, κανένα βιβλίο μου δεν χώρεσε αυτά που είχα μέσα μου. Έτσι, κατά μία έννοια, είναι ανολοκλήρωτα. Δίνουν απλώς μια περίληψη αυτών που ήθελα να πω μα δεν μπόρεσα. Πώς να χωρέσει μια ψυχή στο χαρτί, είναι αδύνατον».
Δεν ενδιαφέρομαι για τη ζωή των άλλων, τη δική μου ήρθα να ζήσω κι όχι τη δική τους.
-Και να προσθέσω τον Αρη Βελουχιώτη: Τι σας γοήτευσε, τις σας έκανε να τον ψάξετε και να γράψετε για εκείνον;
«Όπως έχω ξαναπεί σε παρόμοια ερώτηση, τον αγάπησα. Με συγκίνησε βαθιά, όπως και κάθε αντάρτης ξεχωριστά. Ο απλός άνθρωπος που τη δύσκολη στιγμή για την πατρίδα του, χωρίς να πάρει εντολή από κανέναν, παίρνει το όπλο κι ανεβαίνει στο βουνό, έχει τον θαυμασμό και τον σεβασμό μου. Αυτοί οι απλοί, ανώνυμοι άνθρωποι, ό,τι καλύτερο έχει αυτός ο τόπος, όπως έλεγε ο Σεφέρης. Στη συνέχεια βέβαια, το ίδιο το βιβλίο πήγε να με στριμώξει σε ένα νέο ρόλο, αλλά αρνήθηκα να γίνω ένας περιφερόμενος ανταρτολόγος, στις εφημερίδες και τα κανάλια. Σταμάτησα να μιλάω κι έλεγα απλώς, διαβάστε το βιβλίο. Ευτυχώς το διάβασαν πολλοί, σήμερα βρίσκεται σε πάνω από 500.000 σπίτια.
Η ελληνική Αντίσταση ήταν μάλλον η μόνη στιγμή ιστορικά που η Αριστερά υπό την επίδραση του Άρη και των άλλων αγωνιστών, εναρμόνισε το κοινωνικό με το εθνικό. Γιατί πριν και μετά, δυστυχώς μέχρι σήμερα, κάνει το ολέθριο λάθος να τα φέρνει σε αντιπαράθεση. Αλλά αν δεν νοιάζεσαι την πατρίδα σου, πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζεσαι ότι νοιάζεσαι τους ανθρώπους της;».
-Μόλις ολοκληρώσατε την τριλογία για τον Πειραιά, με το «Πειραιάς βαθύς». Ποιες αναμνήσεις κρατάτε;
«Η πιο έντονη ανάμνηση είναι η διάχυτη βία παντού. Μεγάλωσα σε μια εποχή και γειτονιές που ακόμα και τα παιδιά τα τσάκιζαν στο ξύλο. Με το παραμικρό στο σπίτι τα έδερναν αλύπητα και πήγαιναν στο σχολείο προπονημένα για να τα δείρουν και οι δάσκαλοι. Κι εκείνα, όπως ήταν επόμενο, μαθημένα στο ξύλο, σκοτώνονταν μεταξύ τους. Στο σπίτι μου δεν με ακούμπησε πότε, ούτε με υποτίμησε κανείς. Επειδή δεν είχα μάθει να με δέρνουν, όταν πήγα σχολείο δεν το ανεχόμουν, ήμουν αγρίμι, μόλις έβλεπα τον δάσκαλο να πλησιάζει με τον χάρακα στα χέρια, το έσκαγα από την τάξη και πήγαινα πάλι την άλλη μέρα. Ενώ ήμουν καλός μαθητής, με είχαν και για λίγο παλαβό σε αυτό το ζήτημα. Δεν κατόρθωσε να με στριμώξει και να με δείρει δάσκαλος, ούτε στο γυμνάσιο μετά που οι καθηγητές άναβαν κάτι χαστούκια ξεγυρισμένα. Εγώ το βιολί μου, όταν βάραινε η ατμόσφαιρα στην τάξη, άνοιγα την πόρτα κι έφευγα. Ξύλο έχω φάει σε σκυλοκαυγάδες στον δρόμο, αλλά εκεί μπορείς να το ανταποδώσεις και δεν παρέλειπα να κάνω. Το αν φας ή ρίξεις περισσότερες, δεν έχει και τόση σημασία, έχει να κάνει μόνο με τον εγωισμό σου».