1893. Γεννιέται στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας, η Ευτυχία τέλειωσε το Γυμνάσιο.
Το 1919 η Ευτυχία βρέθηκε στην Αττάλεια. Και μετά από δύο βασανιστικά χρόνια πήρε το καράβι για τον Πειραιά. Εκεί βρέθηκε με τον σύζυγό της, Κώστα Νικολαΐδη, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, τη Μαρία και την Καίτη. Πρόσφυγες και οι δύο, προσπαθούν όπως-όπως να τα βγάλουν πέρα. Η Ευτυχία παραδίδει μαθήματα και ταυτόχρονα γράφεται στο Πανεπιστήμιο.
Με ένα εντυπωσιακό εκτόπισμα ως γυναίκα και ένα πολύ ιδιαίτερο παρουσιαστικό, δεν είναι διόλου τυχαίο που ασχολήθηκε με το θέατρο. Η καριέρα της απογειώθηκε στον θίασο της Μ. Κοτοπούλη, αλλά και στο Εθνικό. Το 1932, πεθαίνει ο πρώτος της σύζυγος και την ίδια χρονιά παντρεύεται τον συνταξιούχο αστυφύλακα Γεώργιο Παπαγιαννόπουλο. Μετακόμισε με τις κόρες της στον Κολωνό και ξεκίνησε τη νέα της ζωή.
Η φίλη της Μαρίκα Νίνου, εκτός από το ταλέντο της στην υποκριτική, είδε κι ένα άλλο, άγνωστο μέχρι τότε ταλέντο. Την ικανότητά της να γράφει αβίαστα υπέροχα ποιήματα. Την προέτρεψε λοιπόν να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη, με σκοπό να κάνει τα ποιήματά της στίχους. Πράγματι, ο Τσιτσάνης εντυπωσιάστηκε και μελοποίησε το πασίγνωστο «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω». Το τραγούδι αυτό όπως και «Τα καβουράκια» γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και οι συνθέτες άρχισαν να αναζητούν την «μεγάλη λαϊκή στιχουργό».
Κίνητρο για να δώσει στίχους στον Τσιτσάνη ήταν η πρώτη φορά που άκουσε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». «Την αγάπησα πολύ. Την άκουσα σε μια εποχή θλίψης και πόνου και βρήκα σ' αυτήν μια λύτρωση. Βρήκα τον Τσιτσάνη και του πρότεινα να του δώσω στίχους μου. Παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια. Όμως μου έδωσε κουράγιο, με βοήθησε αφάνταστα. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη και τον θαυμάζω. Είναι γνήσιος λαϊκός συνθέτης. Αγαπάει το λαό και εμπνέεται από τις πίκρες του» εξομολογήθηκε στην εφημερίδα "ΕΒΔΟΜΑΔΑ" στις 11 Μαΐου 1966.