Η Λένα Κιτσοπούλου είναι μια κατηγορία από μόνη της: Παίζει, γράφει, σκηνοθετεί, τραγουδάει. Ενοχλεί, προκαλεί, βρίζει, απωθεί, γοητεύει, συγκινεί. Δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις. Κι αυτό μπορεί και να το απολαμβάνει.
«Νομίζω ότι αυτό που είμαστε όλοι, είναι τα παιδικά μας βιώματα. Τίποτα άλλο. Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι η μάνα μου. Η μυρωδιά της, η φωνή της, τα νιάτα της, τα ρούχα της. Όλα τα σπίτια που μείναμε. Το παιδικά δωμάτια που μοιράστηκα με τον αδερφό μου. Η καλοσύνη του πατέρα μου.
Οι καληνύχτες που λέγαμε ο ένας στον άλλον. Εγώ με παιδικές γαλάζιες πιτζάμες. Θυμάμαι πολλή αθωότητα, πολλή αγάπη, πολλή ασφάλεια. Θυμάμαι το άσπρο μας autobianchi, να πηγαίνουμε εκδρομές και να τραγουδάμε. Να έχουμε κολλήσει στο χιόνι και ο πατέρας μου να βάζει αλυσίδες. Θυμάμαι κυρίως χαρούμενα πράγματα. Και πολλά. Εναλλαγές. Μουσικές, ωραία σχολεία, φίλους, παιχνίδι, πλατεία, μπάλα, διακοπές, νησιά, εξωτερικό, κόσμο στο σπίτι, τραγούδια, πιάνο, κιθάρα. Αυτό το αίσθημα ότι όλα είναι καλά και ότι όλα θα είναι για πάντα καλά, είμαι πολύ τυχερή που το κουβαλάω. Κι ας πέθανε.
Οι γονείς μου, μου δώσανε μία ασφάλεια και ταυτόχρονα πολλές διεξόδους σε πρακτικό επίπεδο, προσφέροντάς μου ό,τι πίστευαν ότι θα με ελευθερώσει ακόμα και από αυτούς. Αυτό είναι σπάνιο και ενώ θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, δεν είναι. Θεωρώ ότι μεγάλωσα με έναν πολύ προοδευτικό τρόπο, ακόμα και για την σημερινή εποχή. Πήγα από τριών χρονών σε μοντεσσοριανό σχολείο, σε ένα πολύ σοφό σχολείο, το οποίο τότε ελάχιστοι γνώριζαν και το κράτος πάλευε να το κλείσει. Θεωρώ το σπίτι μου επαναστατικό, ανοιχτό, προοδευτικό και ταυτόχρονα πάρα πολύ απλό και κανονικό. Τα χριστουγεννιάτικα δώρα κάτω από το δέντρο, συγγενείς και λάδι από το χωριό κ.ο.κ.