Η Παυλίνα Μάρβιν είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Πλάθοντας ιστορίες από το δικό της, αυτόνομο σύμπαν και με «συνεπή επιμονή στο αδύνατο», η Παυλίνα δεν σταματά τα ταξίδια με μοναδικό όχημα τις λέξεις ακροβατώντας μεταξύ αλήθειας και παραμυθιού.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και έμεινε εκεί μέχρι την ηλικία των τεσσάρων χρόνων της. Η Ερμούπολη της Σύρου είναι το σημείο του χάρτη που σφράγισε τα χρόνια της μετέπειτα ζωής της. Έπειτα ήρθαν οι σπουδές στη Φιλοσοφική Αθηνών, στο Τμήμα Ιστορίας και όλα πήραν έναν άλλο δρόμο.
Η φάση που διανύει η Παυλίνα έχοντας μόλις κλείσει τα τριάντα της χρόνια είναι η φάση «ψευδάργυρος». Κάνει αδιάκοπα διαδρομές στους λογοτεχνικούς δρόμους με πυξίδα το λαμπερό της μυαλό. Ακούραστα, ακολουθεί το όνειρό της και όπου την βγάλει.
Η ιστορία της ζωής της ξεκινά κάπως έτσι...
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, όπου και έζησα μέχρι τεσσάρων ετών. Ουσιαστικά μεγάλωσα στην Ερμούπολη της Σύρου. Ήθελα να έχω γάτες που να μεγαλώνουν μαζί μου και να γεννήσουν. Επειδή ήταν δύσκολο για τη μητέρα μου να έχουμε γάτες στο σπίτι, τις μάζευα στην αυλή της γιαγιάς μου. Όλες σχεδόν, πέθαιναν πολύ νωρίτερα απ' όσο περίμενα πως θα ζήσουν. Όλες εκτός από μία: η Γκριζούλα κατοικούσε στο σπίτι της γιαγιάς πριν έρθω εγώ στον κόσμο, δεν ήθελε χάδια και δεν έκανε γατιά. Την αγαπούσα λιγότερο απ' τις άλλες, όμως η παρουσία της μου έδινε ένα αίσθημα σταθερότητας και με ησύχαζε. Όταν πέθανε η Γκριζούλα ήμουνα μεγάλη, δεν είχαμε άλλη γάτα και ούτε πήραμε άλλη γάτα. Παραδόξως, δεν θυμάμαι τίποτα για τον θάνατό της. Mου έχει, όμως, εντυπωθεί ένα είδος αφοσίωσης στη σχέση της με τη γιαγιά μου, με πολλή απόσταση και χωρίς εμφανή τρυφερότητα. Ως παιδί ήθελα να έχω φίλους, βιαζόμουν να μεγαλώσω, προσευχόμουν, διάβαζα, ερωτευόμουν -όταν δεν με έβλεπαν οι άλλοι μιλούσα μόνη μου, έκανα σχέδια κι έτρωγα γλυκά, έτρωγα μέχρι και ζάχαρη με το κουτάλι, πολύ συχνά, αν όχι κάθε μέρα.
Οι σπουδές μου ξεκίνησαν σαν συμβιβασμός. Ήθελα να δουλεύω στο γράψιμο και στο θέατρο. Με είχαν πείσει πως δεν θα στεκόταν δυνατό να βιοποριστώ με αυτές τις επιλογές, κι έτσι σκέφτηκα πως αν εργαστώ στην εκπαίδευση θα μπορούσα να τα καταφέρω όλα. Διάλεξα να σπουδάσω Ιστορία επειδή η φιλόλογος που με βοηθούσε στη μελέτη για τις πανελλήνιες, η Ιουλία Σουκάκου, την οποία θαύμαζα και θαυμάζω, είχε σπουδάσει Ιστορία κι εκείνη. Δεν ήθελα να πάω στην Φιλολογία, είχα προκατάληψη πως θα ήταν μια σχολή για κορίτσια, συντηρητική και βαρετή. Στην Φιλοσοφική σχεδόν όλες οι σχολές μου άρεσαν απ' ό,τι άκουγα γι' αυτές, αλλά καμιά δεν ήταν αυτό που έλεγε η καρδιά μου.
Όταν τελικά φοίτησα στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό, και για κάνα-δυο χρόνια αργότερα, ένιωσα πως αυτή η προσπάθεια είναι πολύ κακή ιδέα και πως με απομακρύνει ριζικά από τις επιθυμίες μου. Δώδεκα χρόνια αργότερα, κι ενώ εξακολουθεί να με απασχολεί η Ιστορία, σκέφτομαι πως δεν ήταν τόσο κακή ιδέα όσο νόμισα τότε, και θυμάμαι μια σχετική διαχρονική συζήτηση με τον πατέρα μου, που με συμβούλευε «να μην περιπλανηθώ, να μην ταξιδέψω Αθήνα-Παρίσι μέσω Πεκίνου, γιατί η περιπλάνηση έχει μέσα πλάνη, κι η πλάνη έχει οδύνη μέσα της», κι εγώ του απαντούσα «γιατί ρε μπαμπά, θα γνωρίσω και το Πεκίνο».