Νέες ταινίες: «Ετερος εγώ», στις αίθουσες η ελληνική ταινία που ήδη έχει αποσπάσει βραβεία | 0 bovary.gr
Νέες ταινίες: «Ετερος εγώ», στις αίθουσες η ελληνική ταινία που ήδη έχει αποσπάσει βραβεία | 0 bovary.gr
19|01|2017 13:45
SHARE
NEEΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νέες ταινίες: «Ετερος εγώ», στις αίθουσες η ελληνική ταινία που ήδη έχει αποσπάσει βραβεία


Πρεμιέρα κάνουν στους κινηματογράφους αρκετές νέες ταινίες και μεταξύ αυτών και η ελληνική «Ετερος εγώ» με γνωστούς πρωταγωνιστές.

 

  • Πάση θυσία
  • (Ηell or Dry water)
  • Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μακένζι
  • Σενάριο: Τέιλορ Σέρινταν
  • Παίζουν: Τζεφ Μπρίτζες, Κρις Πάιν, Μπεν Φόστερ και Τζιλ Μπίρμιγχαμ

 

 

Περίληψη: Δυο αδέλφια, ο Τόμπι , ένας συνηθισμένος, διαζευγμένος πατέρας που προσπαθεί να φτιάξει μια καλύτερη ζωή για το γιο του, και ο Τάνερ , ένας ευέξαπτος, πρώην κατάδικος θα συνεργαστούν, για να ληστέψουν τα υποκαταστήματα της τράπεζας που έχει κάνει κατάσχεση στην οικογενειακή τους περιουσία. Η εκδίκηση φαίνεται δική τους μέχρι τη στιγμή που θα βρεθούν στο στόχαστρο ενός αμείλικτου, αθυρόστομου Τεξανού Ranger, που ψάχνει για έναν τελευταίο θρίαμβο την παραμονή της συνταξιοδότησής της.

Ο Ντέιβιντ Μακένζι, με φόντο τα άγρια τοπία του Τέξας, απογειώνει ένα σύγχρονο γουέστερν, όπου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλό και το κακό είναι δυσδιάκριτη.

Γνωστός για την ικανότητά του να αναμειγνύει είδη, ο Βρετανός σκηνοθέτης δανείζεται στοιχεία κλασικών γκανγκστερικών ταινιών και road movies, κι έχοντας ως σύμμαχό του το εξαιρετικό βιτριολικό σενάριο του Τέιλορ Σέρινταν, θέτει πολιτικά ζητήματα που αφορούν όχι μόνο τη σύγχρονη Αμερική, αλλά και την παγκόσμια κοινότητα. Δυο αδέρφια, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, ο Τόμπι ( Κρις Πάιν) ένας αποτυχημένος οικογενειάρχης, και ο Τάνερ ( Μπεν Φόστερ), που μόλις έχει αποφυλακιστεί, σχεδιάζουν μια σειρά από ληστείες. Στόχος τους είναι η τράπεζα που έχει υποθηκεύσει το ράντσό τους. Το μεγάλο όνειρο του Τόμπι είναι να αφήσει κάτι στους γιους του, για να ξεφύγουν από τον εφιάλτη της φτώχειας, που βασάνιζε τον ίδιο, τον πατέρα του, αλλά και τον παππού του. Ο Τάνερ, έμπειρος στην παρανομία, συναινεί να τον βοηθήσει. Οι δυο τους ορμούν στα υποκαταστήματα με όπλα, χωρίς να αφήνουν θύματα πίσω τους καταρχάς, και έτσι πληρώνουν τις δόσεις στην τράπεζα με τα δικά της χρήματα. Οι κάτοικοι των περιοχών όπου επιτίθενται δεν μοιάζουν να κατηγορούν τους ληστές, μάλλον χαίρονται που κάποιοι έχουν τα κότσια να χτυπούν τους «ευαγείς οργανισμούς», που απομυζούν τους κόπους τους.

Από την άλλη πλευρά ο Τεξανός Ranger , Μάρκους (Τζεφ Μπρίτζες), λίγο πριν την συνταξιοδότησή του- μια προοπτική που τον καταθλίβει- τους αναζητάει με λύσσα, ψάχνοντας τον τελικό θρίαμβο της ένδοξης καριέρας του. Στο πλευρό του ο βοηθός του, ινδιάνικης καταγωγής, Αλμπέρτο Πάρκερ. Αν και συχνά γίνεται θύμα των καυστικών σχολίων του ανωτέρου του, δεν κρύβει την αγάπη του για τον Μάρκους.

Τα πράγματα εκτροχιάζονται όταν σε μια ληστεία οι άτυποι κανόνες των δύο αδερφών δεν τηρούνται. Από αυτό το σημείο και μετά, το θετικό πρόσημο των δυο ληστών αρχίζει να αλλάζει και ο Σέρινταν με πολύ έξυπνο τρόπο μας κάνει να αναρωτιόμαστε σχετικά με το τι είναι τελικά ηθικό και τι όχι. Κανένας ήρωας και τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν είναι εύκολο να κριθούν. Ο Μακένζι με το μινιμαλιστικό στυλ του και τα μακρά σε διάρκεια πλάνα του, εντείνει αυτή την ηθική αναζήτηση, όχι των ηρώων του δράματος, αλλά του ίδιου του θεατή, που παρατηρεί χωρίς ποτέ να μπορεί να πάρει μια απόφαση και να «επιλέξει στρατόπεδο ». Σε αυτόν τον άγονο τόπο, που έχει ξεχαστεί από τον πολιτισμό, αν και στην καρδιά της Αμερικής, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, υπάρχουν μόνο κάποιες αξίες που συγκρούονται με τους παραδεδομένους κώδικες.

Το χιούμορ του Σέρινταν, ειδικά στους διαλόγους ανάμεσα στον Μάρκους και στον Αλμπέρτο, βοηθάει ακόμα περισσότερο στην μη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή, που εδώ καλείται να προβληματιστεί, μακριά από τσιτάτα και στερεότυπα. Αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν οι συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στα πρόσωπα, το αντίθετο , αλλά αυτές οι σχέσεις χτίζονται πάνω σε ισχυρές αξίες , που ίσως στον σύγχρονο κόσμο μοιάζουν έως και ξένες.

Ο Τζεφ Μπρίτζες αποδεικνύει για ακόμα μία φορά το μέγεθός του στο ρόλο του Μάρκους , και είναι πολύ πιθανό με αυτή τη σαρωτική ερμηνεία να βρεθεί στα Όσκαρ - από εμάς πάντως το έχει ήδη κερδίσει- , ο Κρις Πάιν, ίσως στον πιο δυνατό ρόλο της καριέρας του, δίνει πολύ καλά δείγματα, ενσαρκώνοντας τη σκληρότητα ενός ανθρώπου που πάντα έζησε μέσα στη δυστυχία, και ο Μπεν Φόστερ προσδίδει στον ήρωά του μια ενδιαφέρουσα τρέλα, σχεδόν σαιξπηρική, αφού από το στόμα του ακούγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες.

Σε αυτό το ανελέητο κυνήγι, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο - το λέει ο Τάνερ από τα πρώτα λεπτά -, όμως ο Μακένζι μας κάνει να παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα και καθαρό μυαλό αυτή την ηθική κατ’ ουσία περιπέτεια, όπου όλα ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Με αναφορές στην ιστορία της Αμερικής, στο τραπεζο-οικονομικό σύστημα του σύγχρονου κόσμου, που στηρίζεται σε φούσκες, και με ένα αμφίσημο φινάλε, το «Πάση θυσία» αναδεικνύεται σε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

 

  • Υπόθεση Φριτζ Μπάουερ: Μυστική ατζέντα
  • ( Der Staat Gegen Fritz Bauer)
  • Σκηνοθεσία: Lars Kraume
  • Παίζουν: Burghart Klaussner, Ronald Zehrfeld, Sebastian Blomberg, Joerg Schuettauf, Lilith Stargeberg

 

 

Περίληψη: Γερμανία, 1957. Ο εισαγγελέας Φριτς Μπάουερ έχει σημαντικά στοιχεία ότι ο Αδόλφος Άιχμαν, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις μαζικές απελάσεις των Εβραίων, φέρεται να κρύβεται στο Μπουένος Άιρες. Ο Μπάουερ, ο οποίος είναι ο ίδιος Εβραίος, έχει προσπαθήσει να οδηγήσει στο δικαστήριο τα εγκλήματα του Τρίτου Ράιχ, μετά την επιστροφή του από την εξορία στη Δανία. Μέχρι στιγμής δεν τα έχει καταφέρει, λόγω της έντονης αποφασιστικότητας της Γερμανίας να καταστείλει το σκοτεινό παρελθόν της. Εξαιτίας της δυσπιστίας του στο γερμανικό σύστημα δικαιοσύνης, ο Φριτς Μπάουερ έρχεται σε επαφή με τη Μοσάντ, το Ινστιτούτο Πληροφοριών και Ειδικών Αποστολών του Ισραήλ, διαπράττοντας προδοσία.

Ένα δυνατό πολιτικό θρίλερ , που απέσπασε το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και πραγματεύεται το θέμα της ιστορικής μνήμης, περιγράφοντας πώς ο εμβληματικός Φριτζ Μπάουερ, συνέβαλε στην σύλληψη του Αδόλφου Άιχμαν, συνταγματάρχη των SS και «αρχιτέκτονα» του Ολοκαυτώματος.

Στη μεταπολεμική Γερμανία, όλοι προσπαθούν να καλύψουν, ή να ξεχάσουν τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανώτερα στελέχη του ναζιστικού κόμματος κατέχουν υψηλές θέσεις και προστατεύονται, σαν να μην έχει συμβεί ποτέ τίποτα. Όμως ο Γενικός Εισαγγελέας Φριτζ Μπάουερ, που πέρασε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επιμένει πως η χώρα του πρέπει να αντιμετωπίσει το παρελθόν της. Στόχος του είναι να αποκαλύψει, αλλά και να οδηγήσει σε δίκη τα μεγάλα κεφάλια των Ναζί, όχι για να εκδικηθεί, αλλά για να θυμίσει στους νέους πώς έγιναν τα πράγματα. «Όποιος την ιστορία του δεν ξέρει, το πώς και το γιατί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, στο σκότος της αμάθειας μένει και ζει μονάχα από τη μια στην άλλη μέρα », λέει ο Γκαίτε στον « Φάουστ» και ο Μπάουερ ενστερνίζεται απόλυτα τη θέση του μεγάλου φιλοσόφου και συμπατριώτη του. Έτσι αφιερώνει τη ζωή του σε αυτό το σκοπό με κάθε κόστος. Μάλιστα υπήρξε από εκείνους που συνέργησαν στο να γίνει η δίκη του Άουσβιτς, αν και η ταινία δεν καταπιάνεται με αυτό το θέμα.

Ο Λαρς Κράουμε εστιάζει στο πώς κατάφερε ο Μπάουερ να ανακαλύψει τον Άιχμαν στην Αργεντινή (ένα γεγονός που έγινε γνωστό μετά το θάνατό του), στα εμπόδια που συνάντησε ακόμα και από την ίδια την κυβέρνηση, πώς συνεργάστηκε με τη Μοσάντ-πράγμα για το οποίο μπορούσε να καταδικαστεί για προδοσία- και τελικά βοήθησε στο να συλληφθεί ένας από τους βασικούς υπαίτιους του Ολοκαυτώματος. Σημαντικό είναι το κίνητρό του, το οποίο ο Κράουμε φροντίζει να μας υπενθυμίζει σε κάθε πλάνο του, χωρίς να γίνεται διδακτικός: ο Μπάουερ δεν ενδιαφερόταν για το παρελθόν στα πλαίσια μια ιστορικής αποκατάστασης της αλήθειας, αλλά ανησυχούσε για την πορεία και το μέλλον της χώρας του.

Η ταινία επίσης στέκεται στη φιλική του σχέση με έναν νεαρό νομικό, τον Καρλ Άνγκερμαν. Οι σεξουαλικές προτιμήσεις του είναι ένα δυνατό χαρτί στα χέρια των αντιπάλων του εισαγγελέα, όμως εκείνος στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και αρνείται να θυσιάσει τους κόπους του μέντορά του, επιλέγοντας να θυσιαστεί ο ίδιος. Έτσι ο Κράουμε περιγράφει μια συντηρητική και ταυτόχρονα σαθρή κοινωνία, που συγκαλύπτει τους εγκληματίες του πολέμου, αλλά καταρρακώνει ηθικά τα άτομα για τις προσωπικές τους επιλογές.

Το σίγουρο είναι ότι ο Γερμανός σκηνοθέτης καταπιάνεται με μια περίοδο της ιστορίας της πατρίδας του, για την οποία πολύ λίγα έχουν ειπωθεί μέχρι στιγμής. Είδαμε μια ανάλογη προβληματική πρόσφατα και στον «Λαβύρινθο των ψεμάτων», αλλά εδώ ο Κράουμε τολμάει να γίνει ακόμα πιο αποκαλυπτικός. Στήνει μια κατασκοπική περιπέτεια με υποβλητική ατμόσφαιρα, που χωρίς να χάνει το πολιτικό της υπόβαθρο ούτε για μια στιγμή, απογυμνώνει τελικά την ανώτερη εξουσία και τους θεσμούς. Ο Μπούργκχαρτ Κλάουσνερ ενσαρκώνει μοναδικά τον μαχητικό εισαγγελέα, περιγράφοντας μέσα από τη διαδρομή του ήρωά του τη μάχη ενός μόνο ανθρώπου απέναντι στο σύστημα, ενώ ο χαρισματικός Ρόναλντ Ζέρφελντ στο πλευρό του αποτυπώνει με βαθιά εσωτερικότητα πώς μια ηρωική απόφαση μπορεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας.

Το επίτευγμα της ταινίας είναι ότι δεν περιορίζεται στα πλαίσια μιας βιογραφίας, αλλά με αφορμή την προσωπική ιστορία ενός θαρραλέου ανθρώπου, μας κάνει να αναρωτηθούμε για το αν μια νίκη τελικά είναι αρκετή.

  • Η Άρνηση
  • ( The Denial)
  • Σκηνοθεσία: Μικ Τζάκσον
  • Παίζουν: Ρέιτσελ Βάις, Τίμοθι Σπολ, Τομ Γουίλκινσον

 

Περίληψη: Βασισμένο στο διάσημο βιβλίο «History on Trial: My Day in Court with a Holocaust Denier», η ταινία αφηγείται την αληθινή ιστορία της δικαστικής μάχης που έδωσε η Ντέμπορα Ι.Λίπσταντ προς τιμήν της αλήθειας ενάντια στον Ντέιβιντ Έρβινγκ, ο οποίος την μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμιση, όταν εκείνη τον κατηγόρησε για άρνηση του Ολοκαυτώματος.
 

Μια διάσημη δικαστική διαμάχη ανάμεσα στην Εβραϊκής καταγωγής ιστορικό Ντέμπορα Ι.Λίπσταντ και στον Ντέιβιντ Έρβινγκ, βασικό αρνητή του Ολοκαυτώματος, που απασχόλησε τα ΜΜΕ τη δεκαετία του ‘90, αποτελεί το θέμα της ταινίας του Μικ Τζάκσον.

Η Λίπσταντ σε ένα από τα βιβλία της είχε αναφερθεί στον Έρβινγκ, υπερασπιστή του Αδόλφου Χίλτερ, κατηγορώντας τον για παραποίηση της αλήθειας. Με τη σειρά του εκείνος πολλές φορές την είχε προκαλέσει να τον διαψεύσει, όμως η έγκριτη ιστορικός αρνήθηκε να αντιπαρατεθεί μαζί του. Προς μεγάλη της έκπληξη μια μέρα κατέφτασε στο σπίτι της στην Ατλάντα, μια μήνυση από τον αντίπαλό της, σύμφωνα με την οποία κατηγορούσε εκείνη αλλά και τον εκδοτικό της οίκο (Penguin books), ισχυριζόμενος πως οι δημοσιεύσεις της έπλητταν την επαγγελματική του δραστηριότητα. Έτσι ξεκίνησε μια ιστορική δίκη, επί βρετανικού εδάφους, που είχε τεράστια σημασία, καθώς η κοινή γνώμη επηρεαζόταν και τότε, από ανάλογες διατυπώσεις, δίνοντας έδαφος σε ρατσιστικές -κι όχι μόνο- ιδεολογίες ν' ακμάζουν.

Βάσει του αγγλικού νομικού συστήματος, στις περιπτώσεις αυτές, η ευθύνη της εύρεσης αποδείξεων βαραίνει τον κατηγορούμενο, άρα η Λίπσταντ και η νομική της ομάδα έπρεπε να αποδείξουν ότι το Ολοκαύτωμα όντως συνέβη. Ο Έρβινγκ επέλεξε να εκπροσωπήσει μόνος του τον εαυτό του στο δικαστήριο. Η ταινία περιγράφει ουσιαστικά τη στρατηγική της ομάδας της ιστορικού στη δίκη, που ακολούθησε μια ψύχραιμη τοποθέτηση και απέδειξε τα αυτονόητα, ενώ ταυτόχρονα ξεσκέπασε την προσωπικότητα του Έρβινγκ και τις φιλοναζιστικές του θέσεις. Το γεγονός ότι η ταινία βγαίνει σε μια εποχή που ολόκληρη η Ευρώπη απειλείται από την άνοδο φασιστικών υβριδίων, η επανεξέταση εκείνης της δίκης έχει ειδικό βάρος.

Ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Ντέιβιντ Χεαρ υπογράφει το σενάριο, που στηρίζεται στο βιβλίο της Λίπσταντ «History on Trial: My Day in Court with a Holocaust Denier», και στήνει ένα δικαστικό δράμα με συνέπεια και συμπυκνωμένες σκηνές. Βέβαια προσπαθεί να δώσει έναν πιο ανάλαφρο τόνο σε ορισμένες στιγμές, που ίσως δεν ταιριάζουν με την σοβαρότητα του θέματός του, όπως οι αναφορές στο διαζύγιο της πριγκίπισσας Νταϊάνας, το οποίο είχε αναλάβει το γραφείο που έκανε και την υπεράσπιση της Αμερικανίδας ιστορικού.

Ο Μικ Τζάκσον ( Bodyguard), με μεγάλη εμπειρία σε τηλεταινίες για λογαριασμό του BBC και του Channel 4, ακολουθεί την δικαστική διαμάχη χωρίς μεγάλες εντάσεις και κορυφώσεις. Τα γυρίσματα όμως στο χιονισμένο Άουσβιτς έχουν μια ειδική ατμόσφαιρα και μεταφέρουν τη φρίκη του στρατοπέδου με έναν ενδιαφέροντα τρόπο μέσα από τη διεύθυνση φωτογραφίας του Κύπριου Χάρη Ζαμπαρλούκου.

Η Ρέιτσελ Βάις ερμηνεύει με πάθος και συναίσθημα την Λίπσταντ, αλλά δυστυχώς το σενάριο από τα μέσα της ταινίας περίπου την θέτει κάπως στο περιθώριο, δίνοντας τη σκυτάλη κατά κύριο λόγο στους άντρες πρωταγωνιστές, που υποδύονται την ομάδα υπεράσπισής της. Στη διανομή θα δείτε πολύ γνωστούς Βρετανούς ηθοποιούς,-όπως τον Τομ Γουίλκινσον, αλλά και μερικά από τα αστέρια της σειράς « Σέρλοκ», όπως τον Άντριου Σκοτ, που υποδύεται τον νομικό σύμβουλο της ιστορικού.


  • Η καλή σύζυγος
  • (Dobra Zena)
  • Σκηνοθεσία: Μιργιάνα Καράνοβιτς
  • Παίζουν: Μιργιάνα Καράνοβιτς, Μπόρις Ισάκοβιτς

 

 

Περίληψη: Η Μιλένα είναι μια μέσης ηλικίας μητέρα και νοικοκυρά, που ζει μια τακτοποιημένη ζωή στα προάστια του Βελιγραδίου. Όταν δεν έχει πρόβα στην τοπική χορωδία, περιποιείται τον εαυτό της, ετοιμάζει το φαγητό για όλους, κάνει έρωτα με τον σύζυγό της και δεξιώνεται τους φίλους της οικογένειας. Όμως μια ξεχασμένη βιντεοκασέτα θα ανατρέψει όλες τις βεβαιότητές της και η Μιλένα θα αναγκαστεί να πάρει αποφάσεις που θα συνταράξουν την ζωή όλων.

Εμπνευσμένη από την πραγματική υπόθεση «Σκορπιός», σύμφωνα με την οποία το 1995 αποκαλύφθηκε ότι η ειδική ομάδα της Σέρβικης αστυνομίας συνέλαβε και εκτέλεσε έξι Βόσνιους, εκ των οποίων οι τρεις ήταν ανήλικοι, η ηθοποιός Μιργιάνα Καράνοβιτς -πάλαι ποτέ μούσα του Κουστουρίτσα και η μεγαλύτερη ηθοποιός της Σερβίας- στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο αναλογίζεται για τις συνέπειες των επιλογών μας και παίρνει θέση σε ένα φλέγον ζήτημα της πατρίδας της.

Η κεντρική ηρωίδα, η Μιλένα, είναι μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, μητέρα τριών παιδιών και υποδειγματική σύζυγος: φροντίζει την οικογένειά της, συμπαραστέκεται στις φίλες της, κάνει μαθήματα στην τοπική χορωδία, καταλαβαίνει τον άντρα της. Την κρίση ηλικίας, που φαίνεται πως αρχίζει να την απειλεί, την αντιμετωπίζει με σωφροσύνη και ψυχραιμία. Μέχρι που ανακαλύπτει μια κασέτα, όπου ο αγαπημένος της σύζυγος, ο Βλάντα, δολοφονεί εν ψυχρώ τον καιρού του πολέμου ανήλικους Βόσνιους. Tότε ο κόσμος της ανατρέπεται. Ταυτόχρονα, η Μιλένα έχει να αντιμετωπίσει και τη δική της τραγωδία, όταν οι ετήσιες εξετάσεις της δείχνουν πως έχει καρκίνο.

Είναι προφανής η σύνδεση που επιχειρεί η Καράνοβιτς ανάμεσα στη βιολογική αρρώστια της ηρωίδας της και στα εγκλήματα που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα οποία αποτελούν έναν «καρκίνο » για τη χώρα της, και παίρνει ανοιχτά θέση απέναντι στους εγκληματίες με θάρρος, χωρίς να ακυρώνει την ανθρώπινη πλευρά τους. Ο χαρακτήρας του Βλάντα βέβαια δεν αναπτύσσεται επαρκώς και μοιάζει να παραείναι καλός για στυγνός δολοφόνος. Έτσι η ταινία, αν και διαθέτει αρκετές έντονες συγκινησιακά στιγμές, δεν αποφεύγει τις αφέλειες και τα βιαστικά συμπεράσματα.

Το γεγονός ότι σε πολλά σημεία η Καράνοβιτς πέφτει σε σφάλματα λογικής, προς χάριν του θέματός της και των συνειρμών που θέλει να δημιουργήσει, είναι εξίσου προβληματικό, γιατί προσδίδει στο συμπαθητικό της εγχείρημα μια προχειρότητα. Για παράδειγμα, ο σύζυγός της γράφει τα εγκλήματά του σε κασέτες που έχει πάρει από το σπίτι , φεύγοντας για τον πόλεμο, κασέτες με ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές , τις οποίες μετά καταχωνιάζει στην αποθήκη, πράγμα εντελώς παράλογο. Σε μια ρεαλιστική ταινία δυστυχώς τέτοια λάθη κοστίζουν ακριβά, γιατί δημιουργούν εύλογα ερωτήματα στον θεατή και τον απομακρύνουν από την ουσία.

Η σκηνοθέτης θέλει να διατυπώσει μια θέση και η τόλμη της είναι συγκινητική, όπως άλλωστε και η ερμηνεία της- αναμφίβολα πρόκειται για μια πολύ καλή ηθοποιό, που ξέρει να παίζει με τις σιωπές της και να προσδίδει στον χαρακτήρα της δεύτερες σκέψεις. Όμως δυστυχώς η σκηνοθεσία της, αλλά και το σενάριο που υπογράφει έχουν πολλά κενά και δεν είναι αντάξια της υποκριτικής της.

Επιλέγοντας μια κλασική αφήγηση, χωρίς καμία έκπληξη, που τελικά γίνεται συμβατική, δεν καταφέρνει να φτιάξει έναν σωστό ρυθμό, εμμένοντας σε ασήμαντες λεπτομέρειες κι επιλέγοντας εύκολες λύσεις, χωρίς τελικά να φτάνει στον καλλιτεχνικό τουλάχιστον στόχο της, γιατί η πολιτική της θέση είναι σαφής και ορθή.

  • Mε τα μάτια ανοιχτά
  • (A peine j' ouvre les yeux )
  • Σκηνοθεσία: Λέιλα Μπουζίντ
  • Παίζουν: Μπάγια Μεντχαφάρ , Γκάλια Μπενάλι, Μοντασάρ Αγιάρι

 

 

Περίληψη: Η Φάρα, δεκαοκτώ χρόνων, μόλις τέλειωσε το σχολείο και η οικογένειά της ήδη την φαντάζεται να σπουδάζει ιατρική. Εκείνη όμως έχει άλλα όνειρα. Τραγουδάει σε ένα συγκρότημα με πολιτικό στίχο, που μόλις ξεκινά να δίνει συναυλίες. Είναι παθιασμένη με τη ζωή, πίνει αλκοόλ, ανακαλύπτει τον έρωτα και την πόλη της τη νύχτα, αντίθετα με τις επιθυμίες της πιο συντηρητικής μητέρας της Χαγιέτ, που γνωρίζει πολύ καλά την σκοτεινή πλευρά της πατρίδας της και τα όρια της συντηρητικής κοινωνίας της.

To σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τυνήσιας Λέιλα Μπουζίντ, που βραβεύτηκε από το κοινό στο Φεστιβάλ Βενετίας και βρέθηκε στις τρεις φιναλίστ ταινίες για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αφηγείται την ιστορία μιας έφηβης, που διεκδικεί, μέσα στην ταραγμένη πολιτική κατάσταση της πατρίδας της, το δικαίωμα να ακολουθήσει το όνειρό της.

Χρονικά τοποθετημένη στο 2010, λίγους μήνες πριν την «Επανάσταση των Γιασεμιών», η οποία πυροδότησε στην ουσία αυτό που ονομάστηκε «Αραβική Άνοιξη», η ταινία χωρίς ποτέ να αναφέρεται ονομαστικά σε γεγονότα και πρόσωπα, περιγράφει και μεταφέρει την χαοτική πολιτική κατάσταση της Τυνησίας και την ατμόσφαιρα φόβου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια νεαρή κοπέλα, η Φάρα, συγκρούεται με τη συντηρητική μητέρα της, που επιμένει πως πρέπει να σπουδάσει ιατρική. Εκείνη όμως θέλει να γίνει τραγουδίστρια- είναι άλλωστε μέλος σε μια ακτιβιστική μπάντα με πολιτικό προσανατολισμό αντίθετο προς το καθεστώς , κι ερωτευμένη με έναν από τους μουσικούς.

Η ιστορία της δεκαοκτάχρονης Φάρα, που την υποδύεται η ηθοποιός και τραγουδίστρια Μπάγια Μεντχαφάρ, είναι συνηθισμένη και απλή, οι διαμάχες με τη μητέρα της, που προασπίζεται τις αρχές της, δίνουν ένα στίγμα γυναικείας χειραφέτησης, όμως η σκηνοθέτης δεν αναπτύσσει επαρκώς τη μεταξύ τους σχέση και κατά συνέπεια τη σύγκρουση των δύο κόσμων που εκπροσωπούν. Αντίθετα εστιάζει περισσότερο στην πορεία της μπάντας- μάλιστα πολλές σκηνές της είναι μόνο τραγούδια, που ερμηνεύει η πρωταγωνίστρια. Τη μουσική έχει γράψει ο διάσημος Κιγιάμ Αλλαμί και θα γοητεύσει τους λάτρεις της έθνικ. Αυτή η επιμονή στο μουσικό μέρος, αν και τα τραγούδια περιγράφουν με ποιητικό τρόπο την κατάσταση της χώρας, λειτουργεί εις βάρος της ιστορίας, που τελικά δεν έχει χρόνο να ξεδιπλωθεί και παραμένει σε πολύ συμβατικά επίπεδα.

Η αρετή όμως της Πουζίντ είναι πως καταφέρνει να αποτυπώσει , χωρίς διδακτισμούς, την περιρρέουσα κοινωνικο- πολιτική ατμόσφαιρα της πατρίδας της, δίνοντας ένα απλό παράδειγμα πώς η τέχνη μπορεί να εμπνέεται κι όχι απλώς να καταγράφει την πραγματικότητα. Αποφεύγοντας την αυτοαναφορικότητα φτιάχνει τελικά μια ταινία που στην ουσία αφηγείται τον τρόμο της δικτατορίας και εναποθέτει τις ελπίδες μιας ριζικής αλλαγής στη νέα γενιά.

  • Μάγια η Μέλισσα
  • (Animation)
  • Σκηνοθεσία: Άλεξ Στάντερμαν.
  • Παραγωγή: Γερμανία, Αυστραλία
  • Γλώσσα: Ελληνικά / Μεταγλωττισμένο

 

 

Η Μάγια, η μικρή μέλισσα με τη μεγάλη καρδιά, μεταφέρεται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη και παρασύρει μικρούς και μεγάλους στην περιπέτειά της.

Η μικρή Μάγια μπορεί να βγήκε μόλις απ’ το αυγό της, αλλά είναι ένας σίφουνας, γεμάτος περιέργεια, που σε καμία περίπτωση δεν θέλει να υπακούσει στους κανόνες της κυψέλης. Ένας από αυτούς είναι να μην εμπιστεύεται τις σφήκες και τα άλλα έντομα που ζουν πέρα από το λιβάδι. Η Μάγια όμως κάνει φιλίες με τον Φίλιπ, την ακρίδα, τον Κερτ το σκαθάρι, ακόμα και τον Στινγκ, τη νεαρή σφήκα! Μία ατρόμητη παρέα που όμως οι άλλες μέλισσες δεν βλέπουν με καλό μάτι.

Όταν κάποιος κλέβει τον βασιλικό πολτό, όλες οι υποψίες πέφτουν στις σφήκες και η Μάγια μπαίνει στο στόχαστρο ως συνεργός τους. Μόνο ο καλόκαρδος Βίλυ την πιστεύει και την βοηθάει να λύσουν το μυστήριο, παρέα με τους υπόλοιπους φίλους της. Μετά από ένα μεγάλο και περιπετειώδες ταξίδι, η Μάγια, ο Βίλυ και η υπόλοιπη παρέα θα ανακαλύψουν τον πραγματικό φταίχτη και θα καταφέρουν να φιλιώσουν τους κατοίκους του μεγάλου και πλούσιου λιβαδιού.

Η ταινία είναι βασισμένη στο παιδικό βιβλίο, που αγαπήθηκε από γενιές και γενιές σε όλο τον κόσμο, «Οι περιπέτειες της Μάγια της Μέλισσας», του Γερμανού συγγραφέα Βάλντεμαρ Μπόνσελς. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1912, έγινε παγκόσμιο best seller και έχει μεταφραστεί σε πάνω από 40 γλώσσες. Τη δεκαετία του ‘70, η Μάγια η μέλισσα κατέκτησε με τις περιπέτειες της την μικρή οθόνη και προβλήθηκε σε αμέτρητους τηλεοπτικούς σταθμούς ανά τον κόσμο, για να φτάσει μέχρι και σήμερα, να είναι ένας από τους πιο δημοφιλής και αγαπητούς παιδικούς χαρακτήρες . Για πρώτη φορά, στην πολυετή ύπαρξή της, η Μάγια πρωταγωνιστεί στη μεγάλη οθόνη, σε μία αξιαγάπητη ταινία για όλη την οικογένεια στα Ελληνικά!

  • Έτερος Εγώ
  • Σενάριο/Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας
  • Παίζουν: Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Δημήτρης Καταλειφός , Φρανσουά Κλουζό, Μάνος Βακούσης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Γιώργος Χρυσοστόμου κ.α

 

 

 

Αθήνα 2015. Πέντε δολοφονίες. Κοινό χαρακτηριστικό: αρχαία ρητά του Πυθαγόρα στους τόπους των εγκλημάτων. Ο Δημήτρης Λαΐνης, καθηγητής εγκληματολογίας, αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο που κρύβεται πίσω από τους πέντε φόνους, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους. Αναπάντεχοι σύμμαχοί του στο να ξεμπλέξει το πολύπλοκο και επικίνδυνο αυτό κουβάρι, οι φίλιοι αριθμοί του Πυθαγόρα, κι ένας καθηγητής μαθηματικών. Θα καταφέρει να λύσει το μυστήριο και να αποκαλύψει την αλήθεια;

Ένα αστυνομικό θρίλερ, με συναρπαστικούς γρίφους, μαθηματικές αναφορές και πολλές ανατροπές είναι η δεύτερη ταινία του Σωτήρη Τσαφούλια, στην οποία υπογράφει και το σενάριο. To ρόλο του κεντρικού εξιχνιαστή μιας σειράς αλληλένδετων δολοφονιών αναλαμβάνει ένας εκκεντρικός εγκληματολόγος, τον οποίο ενσαρκώνει ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης, έχοντας στο πλευρό του ως μέντορα και αμέριστο υποστηρικτή τον Δημήτρη Καταλειφό. Σε ρόλο-κλειδί για την επίλυση του μυστηρίου συναντάμε τον μεγάλο Γάλλο σταρ των «Άθικτων», Φρανσουά Κλουζό, στην μοναδική μέχρι σήμερα εμφάνισή του σε ταινία ελληνικής παραγωγής.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σωτήρης Τσαφούλιας άντλησε την έμπνευσή του από μια ιδιοφυή θεωρία του Πυθαγόρα που συνδυάζει τα μαθηματικά με τον ορισμό της φιλίας. «Ως έτερος εγώ o Πυθαγόρας ορίζει τον φίλο, όχι το άλλο μισό, αλλά τον άλλο εαυτό». Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο 57ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας το Βραβείο Κοινού FISCHER Ελληνικής Ταινίας-Μιχάλης Κακογιάννης και το Βραβείο Νεότητας.

«Το Έτερος Εγώ», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης, «είναι μια ταινία που φωτίζει την τρομερή αταξία που κρύβουμε μέσα μας. Καταπιάνεται με θεμελιώδη θέματα ανθρωπιστικής και όχι μόνο αξίας, όπως είναι η φιλία, η αγάπη και η πίστη. Η πίστη στον άνθρωπο και στις αξίες που φέρει μέσα του. Το Έτερος Εγώ όλα αυτά τα μεταδίδει μέσα από μια Αθήνα διαφορετική. Μια Αθήνα που υπάρχει και που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από θλιβερά τοπία και μίζερα χρώματα. Το Έτερος Εγώ μιλάει κατευθείαν όχι μόνο στο μυαλό και στην ψυχή του θεατή, αλλά και στην ηθική του συνείδηση».

  • xXx: Επανεκκίνηση
  • (xXx: Return of Xander Cage)
  • Σκηνοθεσία: Ντ. Τζ. Καρούζο
  • Παίζουν: Βιν Ντίζελ, Ντόνι Γι

 

Περίληψη:

Η τρίτη xXx ταινία με πρωταγωνιστή και πάλι τον Βιν Ντίζελ, έρχεται για να μας αποκαλύψει πως ο πρώην αθλητής των extreme sports που έγινε ειδικός (απόλυτος) πράκτορας του προγράμματος xXx, ΖάντερΚέιτζ, ζει και βασιλεύει, απλώς είχε σκόπιμα σκηνοθετήσει το θάνατό του, ώστε να αποτραβηχτεί και να ζήσει μια φυσιολογική -πάντα στα δικά του extreme standrads- ζωή. Τώρα, όμως, ο Ζάντερ καλείται να επιστρέψει από την αυτό-εξορία του και τους νεκρούς και να «στρατολογήσει» μια ομάδα που απαρτίζεται από εξίσου αντισυμβατικούς χαρακτήρες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ανελέητο Ζιάνγκ και τη συμμορία του. Στόχος τους είναι να ανακτήσουν ένα άκρως καταστρεπτικό όπλο με την ονομασία το «Κουτί της Πανδώρας, που στα λάθος χέρια μπορεί να αποβεί μοιραίο για την ανθρωπότητα.

Ο Ζάντερ θα βρεθεί στη μέση μιας συνωμοσίας που εμπλέκει τα υψηλότερα κλιμάκια όλων των κυβερνήσεων του κόσμου και θα χρειαστεί να αναθεωρήσει εχθρούς και φίλους προκειμένου να επιζήσει και να σώσει και τον κόσμο.

Πηγή κεντρικής φωτογραφία: tuned.gr