Η ιστορίας μιας μεγάλης κυρίας της ευρωπαϊκής μουσικής και μιας από τις διασημότερες σταρ που έχει βγάλει ποτέ η Ευρώπη, της Δαλιδά, και n Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο της Ταγματάρχη, ενός ιδιότυπου, υβριδικού πλάσματος, μίας cyborg αστυνομικού έρχονται στις αίθουσες αυτήν εβδομάδα...
- Ciao amore…. Dalida
- Σκηνοθεσία: Λίζα Αζουέλος
- Σενάριο: Λίζα Αζουέλος, σε συνεργασία με τον Ορλάντο
- Παίζουν: Σβέβα Αλβίτι, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Ζαν-Πολ Ρουβ, Νικολά Ντιβοσέλ
Περίληψη:
Η μεγάλη κυρία της ευρωπαϊκής μουσικής και μια από τις διασημότερες σταρ που έχει βγάλει ποτέ η Ευρώπη, έρχεται στη μεγάλη οθόνη για να ξεδιπλώσει την εκρηκτική ιστορία της ζωής της, που ήταν γεμάτη επιτυχία, δόξα και αποθέωση, αλλά και τραγικές στιγμές. Μια βιογραφική ταινία με πολύ καλή αναπαράσταση της εποχής για την τραγική ζωή της θρυλικής Δαλιδά, που αν και περιβάλλει με αγάπη το πρόσωπο της μεγάλης ερμηνεύτριας, στέκεται περισσότερο στη καταγραφή, παρά στην βασανισμένη της ψυχή.
Η Γαλλομαροκινή σκηνοθέτης Λίζα Αζουέλος συνεργάζεται στο σενάριο με τον αδερφό και στενό συνεργάτη της Δαλιδά, τον Ορλάντο, οπότε η ταινία είναι μάλλον ακριβής ως προς τα γεγονότα. Προσπαθεί μάλιστα να καλύψει ένα μεγάλο μέρος της πορείας της: από τα παιδικά της χρόνια , όπου η σχέση με τον πατέρα της στάθηκε καθοριστική για την μετέπειτα ζωή της, μέχρι το απόγειο της δόξας της και το μοιραίο της φινάλε. Η Δαλιδά ήταν μια καλλιτέχνης που στην επαγγελματική της διαδρομή δεν γνώρισε ποτέ την αποτυχία, όμως η προσωπική της ζωή ήταν γεμάτη τραγωδίες: τρεις άντρες που ερωτεύτηκε αυτοκτόνησαν, όπως και η ίδια, μην αντέχοντας πια το βάρος της ζωής, όπως χαρακτηριστικά έγραψε. Θα δείτε λοιπόν αρκετές από τις ερωτικές της περιπέτειες, αλλά μάλλον δεν θα καταλάβετε γιατί αυτή η πανέμορφη γυναίκα δεν μπορούσε να βρει την αγάπη που τόσο απεγνωσμένα αναζητούσε. Επίσης θα μάθετε πολλά για διάφορους σταθμούς της καριέρας της, αλλά ποτέ δεν θα δείτε το πάθος της για τη μουσική και τη σκληρή δουλειά που η ίδια έλεγε πως είχε καταβάλει για να φτάσει στην κορυφή.
Αν και δεν λείπουν οι συγκινητικές στιγμές, η Αζουέλος τελικά δεν καταφέρνει ουσιαστικά να εμβαθύνει στην ψυχή και στο μυαλό αυτής της μοναδικής γυναίκας. Η ταινία είναι γεμάτη από τα τραγούδια της, ενώ η καλλονή Σβέβα Αλβίτι αναλαμβάνει το δύσκολο ρόλο της μοναδικής τραγουδίστριας : είναι εκπληκτικά όμορφη, μοιάζει αρκετά με τη Δαλιδά, έχει έναν φινετσάτο ερωτισμό και στις πιο ανάλαφρες στιγμές της είναι χάρμα οφθαλμών, ενώ τα μουσικοχορευτικά της με΄ρη είναι φαντασμαγορικά. Στις σκηνές όμως που απαιτούν δραματική ένταση, αν και στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, δεν απογειώνεται κι έτσι η τραγικότητα της ηρωίδας της, αλλά και ο βαθύς της πόνος δεν αποτυπώνονται τελικά σε αυτή την κινηματογραφική εκδοχή.
- Ο Επιφανής Πολίτης
- (El Ciudadano Ilustre / The Distinguished Citizen)
- Σκηνοθεσία: Γκαστόν Ντουπρά, Μαριάνο Κον
- Σενάριο: Αντρές Ντουπρά
- Παίζουν: Οσκαρ Μαρτίνεζ, Ντάντι Μπριέβα, Αντρέα Φριγκέριο
Περίληψη:
Ο Αργεντίνος συγγραφέας Ντανιέλ Μαντοβάνι που ζει στην Ευρώπη εδώ και τριάντα χρόνια, αγγίζει το αποκορύφωμα της καριέρας του, κερδίζοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά περνά τη δική του κρίση, έμπνευσης και ηλικίας. Τα πολυδιαβασμένα βιβλία του περιστρέφονται πάντα γύρω από τη ζωή στο Σάλας, το χωριό όπου γεννήθηκε και δεν έχει επισκεφθεί από τότε που ήταν νέος. Όλα θα αλλάξουν όταν δέχεται την πρόσκληση του δήμαρχου του περιοχής να επισκεφτεί τη γενέτειρά του προκειμένου να του απονεμηθεί μετάλλιο και να ανακηρυχτεί Επίτιμος Πολίτης. Μια απολαυστική μαύρη κωμωδία με καφκικά στοιχεία από την Αργεντινή , που κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το Βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον υπέροχο Όσκαρ Μαρτίνεζ στο Φεστιβάλ Βενετίας. Οι δυο σκηνοθέτες, Γκαστόν Ντουπρά και Μαριάνο Κον, που υπογράφουν το μοντάζ και τη διεύθυνση φωτογραφίας, πιστεύουν σε μια λιτή κινηματογραφική προσέγγιση, πράγμα το οποίο αναφέρεται και στην ταινία τους, και πετυχαίνουν να αφηγηθούν μια καθηλωτική ιστορία με απλά μέσα, εστιάζοντας κυρίως στους ηθοποιούς τους.
Ένας βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας, ο Ντάνιελ Μαντοβάνι, φαίνεται πως περνάει μια κρίση και η έμπνευση δεν τον επισκέπτεται. Όλα τα βιβλία του έχουν έναν κοινό παρονομαστή: την πατρίδα, του ένα μικρό χωριό στην Αργεντινή , το Σάλας, που θα σας θυμίσει τη δική μας ελληνική επαρχία. Έτσι αποφασίζει μετά από είκοσι χρόνια να το επισκεφτεί, με τη διάθεση να ξαναβρεί τη χαμένη του αθωότητα. Η γενέτειρα πόλη του ετοιμάζεται να τον υποδεχτεί με τιμές και του απονείμει τον τίτλο του « Επιφανούς πολίτη». Ο εσωστρεφής και μάλλον αντικοινωνικός Ντάνιελ στην αρχή δέχεται με στωικότητα να παρελάσει σε άρματα της πυροσβεστικής παρέα με τη βασίλισσα ομορφιάς, να βγει σε τοπικό κανάλι, όπου ενώ μιλάει για το Νόμπελ του, διαφημίζονται αναψυκτικά, και συναναστρέφεται με νοσταλγία τους παλιούς του φίλους και την πρώην αγαπημένη του.
Σταδιακά οι συμπατριώτες του αρχίζουν να του ζητούν διάφορες χάρες, που εκείνος δεν μπορεί ή δεν θέλει λόγω ιδεολογίας να τους κάνει. Έτσι το κλίμα μεταστρέφεται και ο Ντάνιελ γίνεται το μισητό πρόσωπο του Σάλας. Με καυστικό χιούμορ οι Αργεντίνοι δημιουργοί δεν φοβούνται να σταθούν στο σουρεαλισμό της πραγματικότητας και να φωτίσουν ένα ολόκληρο σύστημα που βαυκαλίζεται για το ξεχωριστό του μέλος, αλλά γρήγορα μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα αδηφάγο θηρίο, όταν δεν του κάνει τα χατίρια.
Κινηματογραφώντας τον περίγυρο του Ντάνιελ στα όρια του γκροτέσκ, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα απειλής, ενώ ταυτόχρονα κάνουν ένα βιτριολικό σχόλιο πάνω στη νοοτροπία της μάζας. Με πρωταγωνιστή τον Όσκαρ Μαρτίνεζ , που αποδίδει με μαεστρία τον στοχαστικό αλλά και σε στιγμές μισάνθρωπο συγγραφέα, ο «Επιφανής Πολίτης» υποχρεώνει τον θεατή συνέχεια σε μια ενεργητική παρακολούθηση. Οι πολύ ουσιαστικές αναφορές στην τέχνη και στη δημιουργία είναι αναπόφευκτες, εφόσον ο κεντρικός ήρωας είναι ένας νομπελίστας. Ξεπερνούν μάλιστα τα όρια της αυτοαναφορικότητας και τελικά αποτελούν ένα φιλοσοφικό modus vivendi. O Ντάνιελ τελικά, σαν ένας σύγχρονος Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη του για να ανακαλύψει ότι η αθωότητα που αναζητάει έχει χαθεί ανεπιστρεπτί και πως πατρίδα μας είναι που μπορούμε να μοιραστούμε κάτι.
- Το φάντασμα στο κέλυφος
- (Ghost in the Cell)
- Σενάριο - Σκηνοθεσία: Ρούπερτ Σάντερς
- Παίζουν: Σκάρλετ Τζοχάνσον, Ζιλιέτ Μπινός, Τακέσι Κιτάνο, Πιλού Άσμπεκ, Μάιλκ Κάρμεν Πιτ
Περίληψη: Η Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο της Ταγματάρχη, ενός ιδιότυπου, υβριδικού πλάσματος, μίας cyborg αστυνομικού, ηγείται μιας επίλεκτης δύναμης, του Τομέα 9, με αποστολή να σταματήσει έναν πανίσχυρο εχθρό, μια τρομοκρατική οργάνωση που χακάρει το μυαλό των ανθρώπων κι έτσι τους ελέγχει. Το δημοφιλές ιαπωνικό manga «Ghost in the Shell» μεταφέρεται με φαντασμαγορικά εφέ από τον Ρούπερτ Σάντερς και πρωταγωνίστρια την Σκάρλετ Γιόχανσον, η επιλογή της οποίας προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι ο ρόλος θα έπρεπε να παιχτεί από μια ηθοποιό ασιατικής καταγωγής και κατηγορούν την εταιρεία παραγωγής για ρατσιστική συμπεριφορά.
Βρισκόμαστε στο 2029 στην Ιαπωνία, σε ένα απόλυτα hi tech περιβάλλον. Εκεί ένα περίεργο ανθρωποειδές ρομπότ, η Ταγματάρχης, που της έχουν γνωστοποιήσει ότι την έσωσαν από βέβαιο θάνατο, προκειμένου να σώσει τον πλανήτη, προσπαθεί να ανακαλύψει το παρελθόν της και να νικήσει τον εχθρό. Σε ένα άκρως εντυπωσιακό σκηνικό με υψηλή αισθητική εικαστικότητα, η Γιόχανσον θα αντιμετωπίσει τους κακούς, που δεν είναι τελικά και τόσο μοχθηροί, ενώ θα ανακαλύψει τις ρίζες της, αλλά κι ένα μεγάλο μυστικό για την ρομποτική εταιρεία που την παρήγαγε, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα: ότι η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει τελικά καταστροφικά για τον άνθρωπο. Βέβαια, κάτι τέτοιο μοιάζει αντιφατικό σε μια ταινία που το τεχνολογικό της στοιχείο είναι το πιο δυνατό της χαρτί, καθώς τόσο η ιστορία όσο και οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων θυσιάζονται για χάρη της εικόνας. Ο Σάντερς καταφέρνει να μείνει πιστός στο εμβληματικό manga του Σίρο Μασαμούνε και ο φουτουριστικός του κόσμος έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Όμως επειδή εδώ δεν έχουμε κινούμενα σχέδια , αλλά μια live action εκδοχή, θα περιμέναμε μια μεγαλύτερη εξέλιξη στους χαρακτήρες που δεν υπάρχει. Η Γιόχανσον ερμηνεύει την σκληρή Ταγματάρχη με μια κρυφή ευαισθησία, αλλά ο χαρακτήρας μένει στάσιμος και κάπως μονότονος, παρά τις εντυπωσιακές σκηνές μάχης. Ο Τακέσι Κιτάνο, στην πρώτη του Χολιγουντιανή κινηματογραφική εμφάνιση, υποδύεται τον μέντορα της Ταγματάρχη, ενώ η Ζιλιέτ Μπινός είναι η φιλόδοξη γιατρός που, ενώ ξεκινά με καλές προθέσεις, μετατρέποντας τους ανθρώπους σε cyborg, σταδιακά χάνει τον εαυτό της. Οι τρισδιάστατες πολύχρωμες εικόνες σχεδόν λειτουργούν υπνωτιστικά στο θεατή, όμως δύσκολα σε αυτή τη μεταφορά θα βρείτε μια δυνατή σκηνή που επενδύει σε κάτι περισσότερο από τα εφέ.
- Raw
- Σκηνοθεσία: Ζουλιά Ντουκουρνό
- Παίζουν: Γκαράνς Μαριγιέ, Έλα Ρουμπφ
Περίληψη:
Μια νεαρή χορτοφάγος υποβάλλεται σε ένα περίεργο τελετουργικό σαρκοφαγίας στην κτηνιατρική σχολή της, και μια ακατάπαυστη επιθυμία για κρέας αναπτύσσεται μέσα της. H νεαρή σκηνοθέτης Ζουλιά Ντουκουρνό στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία απέσπασε το βραβείο FIPRESCI της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών στο Φεστιβάλ Καννών, επιλέγοντας ένα σκληρό θέμα, και προκάλεσε πολλές λιποθυμίες στο Τορόντο. Με αλληγορική διάθεση, η Γαλλίδα δημιουργός χρησιμοποιεί τη συνθήκη της ωμοφαγίας για να περιγράψει το σκληρό πέρασμα από την αθωότητα στον κόσμο των ενηλίκων, λέγοντας στην ουσία ότι η κοινωνία στην οποία καλείται ένα νέο παιδί να επιβιώσει είναι μια ζούγκλα γεμάτη σαρκοβόρα θηρία. Η κεντρική της ηρωίδα, η Ζυστίν, προέρχεται από μια οικογένεια χορτοφάγων κτηνιάτρων. Η ίδια είναι μια λαμπρή μαθήτρια εξαιρετικής ευφυΐας, που πηγαίνει να σπουδάσει κτηνιατρική στο ίδιο πανεπιστήμιο με τη μεγαλύτερη αδερφή της. Την πρώτη εβδομάδα πρέπει να περάσει τη βίαιη τελετή μύησης των μεγαλύτερων φοιτητών, οι οποίοι στnη ουσία ταπεινώνουν και εξευτελίζουν τους πρωτοετείς. για την πλάκα τους. Τότε η Ζυστίν για πρώτη φορά θα αναγκαστεί να φάει ωμό κρέας και έτσι θα ανακαλύψει την αληθινή της φύση.
Η Ντουκουρνό αναμφίβολα έχει ταλέντο και η κινηματογράφησή της είναι υποβλητική. Οι αντιδράσεις μιας μερίδας του κοινού είναι μάλλον υπερβολικές, καθώς οι σκηνές της ανθρωποφαγίας επίτηδες δεν παρουσιάζονται ρεαλιστικά, αλλά μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, ατμοσφαιρικά φωτισμένες και εικαστικά γυρισμένες. Πολύ πιο ανατριχιαστική είναι η σκηνή που η μικρή Ζυστίν κάνει για πρώτη φορά αποτρίχωση και εισέρχεται στο κόσμο της γυναίκας. Επίσης, η σκηνοθέτης εύστοχα περιγράφει το περίγυρο των δυο κοριτσιών , παρουσιάζοντάς τον σαν μια ξέφρενη αγέλη που αναλώνεται σε πάρτι και σεξουαλικούς πειραματισμούw.
Το πρόβλημα όμως της ταινίας είναι ότι ο συμβολισμός της, αν και πολύ προφανής, δεν ξεπερνάει το πρώτο επίπεδο και έτσι ποτέ δεν εμβαθύνει στο γιατί η ενηλικίωση είναι μια κανιβαλιστική διαδικασία. Επίσης η σκηνοθέτης συγχέει το κοινωνικό περιβάλλον με την ανθρώπινη φύση, οπότε δεν γίνεται σαφές αν η Ζυστίν θα μπορούσε να αποφύγει την κτηνωδία, ή είναι αναγκασμένη να υπακούσει στο ένστικτό της. Το δε φινάλε της ταινίας, με τον πατέρα της να την προτρέπει να αλλάξει τα πράγματα, έχει έναν διδακτικό τόνο που μας μπερδεύει ακόμα περισσότερο σχετικά με τις προθέσεις της δημιουργού.
Oι δύο πρωταγωνίστριές της - η Γκαράνς Μαριγιέ και η Έλα Ρουμπφ,- με επιτυχία κινούνται στη διττή φύση των ηρωίδων τους και μεταμορφώνουν το αγγελικό τους πρόσωπο σε θηρίο, υπερασπιζόμενες την αλληγορία της ταινίας. Όμως η Ντουκουρνό αρκετά συχνά προκαλεί χωρίς λόγο τον θεατή και δοκιμάζει τις αντοχές του.
- Παράνομες ζωές
- (Trespass Against Us)
- Σκηνοθεσία: Ανταμ Σμιθ
- Παίζουν: Μάικλ Φασμπέντερ, Μπρένταν Γκλίσον, Λίντσει Μάρσαλ
Περίληψη: Στην ειδυλλιακή εξοχή της Αγγλίας, δρα μια περιπλανώμενη κοινότητα εγκληματιών, που έχουν τους δικούς τους κανόνες, ακόμα και τη δική τους διάλεκτο. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Άνταμ Σμιθ επιχειρεί να περιγράψει μια νομαδική κοινότητα παρανόμων, εστιάζοντας κατά βάση στην ανταγωνιστική σχέση πατέρα και γιου, χωρίς αποτέλεσμα. Τρεις γενιές της διαβόητης οικογένειας Cutler ζουν παράνομα στην καταπράσινη και ειδυλλιακή εξοχή του Gloucestershire της Αγγλίας. Περνούν τον καιρό τους, κλέβοντας και ταλαιπωρώντας την αστυνομία. Ο Τζαντ, εντελώς αναλφάβητος, βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στο σεβασμό για τον πατέρα του και στην επιθυμία να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Όταν ο πατέρας του καταστρώνει σχέδιο να ληστέψει ένα αρχοντικό, εκείνος πρέπει να επιλέξει αν θα δεχθεί την απόφασή του, ή θα ακολουθήσει τνο δικό του δρόμο. Οι οικογενειακές ιστορίες με εγκληματικές φιγούρες συνήθως έχουν μια γοητεία, η συγκεκριμένη δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να προκαλέσει το ενδιαφέρον το θεατή. Οι κεντρικοί ήρωες είναι απίστευτα αδιάφοροι, σε σημείο που απορείς πώς καταφέρνουν να κάνουν ληστείες, ενώ οι μεταξύ τους σχέσεις μοιάζουν γλυκανάλατες, για τα διλήμματα που θεωρητικά έχουν. Ο Άνταμ Σμιθ δυστυχώς δεν καταφέρνει ούτε μια στιγμή να δημιουργήσει μια κάποια ένταση και μοιάζει αναποφάσιστος να διαλέξει ποιο πλάνο θα κρατήσει, οπότε το μοντάζ είναι τόσο φλύαρο που καταστρέφει οποιαδήποτε προσπάθεια ρυθμού.
Αν και διαθέτει τον εξαιρετικό Μάικλ Φασμπέντερ, αλλά και τον πολύ έμπειρο Μπρένταν Γκλίσον , δεν πετυχαίνει καμιά αξιοσημείωτη σύγκρουση κι έτσι οι ήρωές του μένουν σε μια επιφάνεια που δεν διαθέτει ούτε καν παράνομο στυλ. Με προϋπηρεσία στον χώρο της τηλεόρασης, ο Σμιθ δεν αποφεύγει την ανία των κακών τηλεοπτικών σειρών αλλά και την αισθητική παλαιότερων δεκαετιών, που δεν προσδίδουν vintage αέρα στο εγχείρημά του, αλλά μάλλον μιζέρια. Οι συνθήκες ζωής αυτής της οικογένειας που ζει στο περιθώριο μιας σύγχρονης κοινωνίας, θα μπορούσαν να είναι ένα ιντριγκαδόρικο θέμα, αλλά τόσο το σενάριο όσο και η σκηνοθεσία τους αντιμετωπίζει ως μικροαστούς, ενώ η διαμάχη πατέρα και γιου παρουσιάζεται ισχνά και ποτέ δεν κλιμακώνεται.
- Αναζητώντας την αλήθεια
- (The shack)
- Σκηνοθεσία: Στιούαρτ Χάζελνταϊν
- Παίζουν: Σαμ Ουόρθινγκτον, Οκτάβια Σπένσερ, Τιμ ΜακΓκρόου , Άλις Μπράγκα, Ράντα Μίτσελ, Αβραάμ Αβίβ Αλούς
Περίληψη:
Μετά από μία οικογενειακή τραγωδία, ο Μακ βυθίζεται στην κατάθλιψη, κάτι που τον οδηγεί στην αμφισβήτηση των πιστεύω του. Την ώρα που αντιμετωπίζει μία βαθιά κρίση πίστεως, θα λάβει ένα μυστηριώδες γράμμα που τον καλεί σε μία απομονωμένη καλύβα στο ορεινό Όρεγκον. Βασισμένη στο βιβλίο-φαινόμενο του Ουίλιαμ Π. Γιανγκ, «Η Καλύβα», που κατάφερε να μείνει στη λίστα των best-sellers των New York Times για πάνω από 70 εβδομάδες, η ταινία εξερευνά με εκλαϊκευμένο τρόπο την εσωτερική πορεία ενός ανθρώπου, που προσπαθεί να ξεπεράσει μια απώλεια και να συγχωρέσει. Ο Μακ , που έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς του πατέρα του, πάντα στρεφόταν στο Θεό για να βρει δύναμη να συνεχίσει . Όταν πια εκείνος αποκτάει τα δικά του παιδιά, τους μαθαίνει να αγαπούν μια ανώτερη δύναμη, τον «Papa», όπως την αποκαλεί. Ένα καλοκαίρι αποφασίζει να πάει μαζί τους σε ένα κάμπινγκ για διακοπές, χωρίς τη γυναίκα του που μένει στο σπίτι. Εκεί η μικρή του κόρη θα απαχθεί κάτω από περίεργες συνθήκες και θα πεθάνει. Ο Μακ βυθίζεται στην θλίψη και η άλλοτε ακλόνητη πίστη του δοκιμάζεται, μέχρι που λαμβάνει ένα γράμμα που τον καλεί σε μια καλύβα στο Όρεγκον.
Παρά τις αρχικές του αμφιβολίες, θα πάει στο μυστηριώδες μέρος όπου και θα συναντήσει μία αινιγματική τριάδα ανθρώπων, με προεξάρχουσα μία γυναίκα με το όνομα «Papa». Μέσα από αυτή τη συνάντηση, ο Μακ θα ανακαλύψει τις σημαντικές αλήθειες που θα τον βοηθήσουν να αλλάξει την αντίληψή του για την προσωπική του τραγωδία. Αν και η ιδέα του να παρουσιαστεί ο θεός με ανθρώπινο πρόσωπο πάντα έχει ενδιαφέρον, η ταινία δεν φαίνεται να νοιάζεται για ανάλογους συσχετισμούς και περιορίζεται σε μια εικονογράφηση της Αγίας τριάδας με αστικούς όρους. Πολύ απλοϊκά περιγράφει τον Θεό ως μια Αφροαμερικανή γυναίκα, τον Ιησού ως έναν ξυλοκόπο ινδικήςε μάλλον καταγωγής και το Άγιο Πνεύμα ως μια εξωτική Ασιάτισσα, που επαναλαμβάνουν συχνά στον Μακ πόσο τον αγαπούν και ότι πάντα θα βρίσκονται δίπλα του. Χριστιανικές αναφορές, βουδιστικές θεωρίες και εκλαϊκευμένη ψυχολογία των μαζών σε ένα φιλοσοφικό αχταρμά , που θα μπορούσε άνετα να προβάλλεται στο κατηχητικό. Η σκηνοθεσία του Στιούαρτ Χάζελνταϊν , μονότονη κι άνευρη, θέλει μάλλον να μεταφέρει την εσωτερική γαλήνη, που θέλει να βρει ο Μακ, χωρίς αποτελέσματα. Η Οκτάβια Σπένσερ ερμηνεύει τον ρόλο του Θεού ως μια καλή μητέρα, ενώ ο Σαμ Ουόρθινγκτον προσπαθεί να δημιουργήσει μερικές εντάσεις σε μια πολύ φλατ ταινία, που νομίζεις πως κρατάει μια αιωνιότητα.
- Σε τέσσερις χρόνους
- (Orphan / Orpheline)
- Σκηνοθεσία,- Σενάριο: Αρνώ Ντε Παγιέ
- Παίζουν: Αντέλ Ενέλ, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Τζέμα Άρτερτον
Περίληψη:
Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία. Μία έφηβη εγκλωβισμένη. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι και έχει τάση προς την καταστροφή. Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα. Ο Ανρώ ντε Παγιέ καταπιάνεται για πρώτη φορά με τον γυναίκειο ψυχισμό και αφηγείται την ιστορία μιας ιδιαίτερης ηρωίδας, μέσα από τέσσερις διαφορετικούς χαρακτήρες που στην ουσία αποτελούν το ίδιο πρόσωπο. Ο Γάλλος σκηνοθέτης επιλέγει να δείξει πώς αλλάζουμε μέσα στα χρόνια, σπάζοντας την ιστορία μιας γυναίκας σε τέσσερις ηλικίες (παιδική, εφηβική, νεανική κι ώριμη), και μοιράζει το ρόλο σε τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς , που καθόλου δεν μοιάζουν μεταξύ τους, ούτε εμφανισιακά ούτε ιδιοσυγκρασιακά. Μάλιστα δεν ακολουθεί τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, αλλά πηγαίνει μπροστά και πίσω στο χρόνο, κι έτσι ο θεατής αργεί κάπως να καταλάβει το βασικό και πρωτότυπο εύρημα της αφήγησής του.
Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε μια σοβαρή δασκάλα που προσπαθεί να μείνει έγκυος, αλλά η ζωή της αναστατώνεται όταν την επισκέπτεται μια γυναίκα από το παρελθόν της, για να της ζητήσει το μερίδιό της από μια ληστεία που κάποτε είχαν κάνει. Στη συνέχεια, μια νεαρή κοπέλα πειραματίζεται με τη σεξουαλικότητάς της, αναζητώντας έναν τρόπο να ξεφύγει από τη δυστυχία της. Στην τρίτη περίοδο, ένα μικρό κορίτσι που θα θρηνήσει το χαμό δυο φίλων του και τέλος μια έφηβη δεκατριών χρόνων, που επειδή δεν παίρνει αγάπη και προσοχή στο σπίτι της, προσποιείται την δεκαοκτάχρονη και μπλέκει σε περίεργες καταστάσεις. Κάποιοι από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες επανέρχονται σε περισσότερες από μία ιστορίες, χωρίς να διατηρούν καμία ψυχολογική συνέπεια. Για παράδειγμα ο τρυφερός πατέρας της παιδικής ηλικίας μετατρέπεται σ’ έναν βίαιο δυνάστη, χωρίς να φαίνεται ο λόγος της μεταστροφής του. Αυτό που στην πραγματικότητα όμως λείπει από την ταινία είναι ο συνδετικός κρίκος αυτών των τεσσάρων γυναικών. Ναι μεν οι ηρωίδες πληρώνουν με έναν τρόπο τις συνέπειες των επιλογών τους, ή υφίστανται τα αποτελέσματα των πράξεων τρίτων, όμως οι τέσσερις χαρακτήρες δεν έχουν μια κοινή γραμμή. Ένας άνθρωπος σαφώς μέσα στα χρόνια να αλλάζει, αλλά όταν μεταμορφώνεται ολοκληρωτικά, ο θεατής χρειάζεται να δει την αιτία, που όμως ο Παγιέ φροντίζει να μας αποκρύπτει.
Οι τέσσερις πρωταγωνίστριές του όμως, ειδικά η Αντέλ Εξαρχόπουλος και Αντέλ Ενέλ, δίνουν πολύ δυνατές ερμηνείες. Ο Παγιέ τις παρακολουθεί με κλειστή κάμερα, σχεδόν με ένα ντοκουμαντερίστικο τρόπο, τις αφήνει εντελώς φυσικές, χωρίς μακιγιάζ, παρουσιάζοντάς τις σαν απλές καθημερινές γυναίκες , αν και η ιστορία τους καθόλου συνηθισμένη δεν είναι.
- Το Δέλεαρ του Διαβόλου
- (The Devil’s Candy)
- Σενάριο- Σκηνοθεσία: Σον Μπερν
- Παίζουν: Ίθαν Έμπρι, Σίρι Άπλμπαϊ, Προύιτ Τέιλορ Βινς, Κιάρα Γκλάσκο, Τόνι Αμέντολα
Περίληψη: Η ζωή μίας οικογένειας μετατρέπεται σε εφιάλτη, όταν μετακομίζει στο καινούργιο της σπίτι. Ο Αυστραλός Σον Μπερν επιστρέφει με μια κλασική ταινία τρόμου, σαφώς εμπνευσμένη από το «Μωρό της Ρόζμαρι» του Πολάνσκι, που μάλλον όμως απευθύνεται μόνο σε horror fans. Ο Τζέσι ένας εναλλακτικός ζωγράφος, η νεαρή σύζυγός του, η Άστριντ και η κόρη τους Ζόι, αγοράζουν το σπίτι των ονείρων τους, σε απίστευτα χαμηλή τιμή εξαιτίας της σκοτεινής ιστορίας που κουβαλάει. Αρχικά νομίζει κανείς ότι θα παρακολουθήσει μια ιστορία με φαντάσματα και άυλες υπάρξεις που θα ταράξουν τη ζωή της ευτυχισμένης οικογένειας. Όμως τα πράγματα θα εξελιχτούν τελείως διαφορετικά.
Ο Τζέσι, στοργικός πατέρας, ακούει με πάθος μέταλ μουσική, στην οποία έχει μυήσει και την κόρη του, ενώ προσπαθεί να ζωγραφίσει ένα σημαντικό έργο. Τελικά φαντάσματα δεν βγαίνουν, αλλά μια μέρα ένας περίεργος άνδρας με κόκκινη φόρμα, σαφώς ψυχικά διαταραγμένος, χτυπάει το κουδούνι και τους λέει ότι αυτό το σπίτι ανήκει στους νεκρούς γονείς του. Ο άνδρας αυτός, όπως θα καταλάβουμε στη συνέχεια, είναι όργανο του Σατανά και θα αποκτήσει μια εμμονή με τη Ζόι. Ταυτόχρονα, ο Τζέσι, που το σώμα του είναι καλυμμένο με τατουάζ όπου ξεχωρίζει ένας τεράστιος σταυρός, αρχίζει να ζωγραφίζει έναν τρομακτικό πίνακα, γεμάτο παιδιά που ουρλιάζουν . Στη γυναίκα του λέει πως αυτά τα πλάσματα του ζητάνε να λυτρωθούν μέσα από το έργο του. Τελικά ο πίνακάς του κάνει τεράστια εντύπωση στον επίσης μεφιστοφελικό ιδιοκτήτη μεγάλης γκαλερί, που δέχεται να τον εκπροσωπήσει. Ο Μπερν χρησιμοποιεί τον παραδοσιακό μύθο του Σατανά κι όλα τα κλισέ: μέταλ μουσική, ανάποδοι σταυροί, ένα υποβλητικό soundtrack, για να μας μεταφέρει στον κόσμο του Κακού. Παρόλο που η ταινία επιλέγει την πεπατημένη οδό και παρά το γεγονός ότι ο Μπερν ακολουθεί με μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογράφηση, δεν καταφέρνει να καλύψει τα σεναριακά κενά. Επίσης η αναφορά στην μέταλ μουσική θυμίζει περισσότερο την άποψη κάποιων ηλικιωμένων κυριών περί σατανισμού και μάλλον καμιά σχέση δεν έχει με τον διάβολο. Η ιστορία της οικογένειας και οι χαρακτήρες των τριών πρωταγωνιστών είναι πιο καλά δομημένοι από αυτή του «Κακού» , που όμως αποτελεί καταλυτική παρουσία στην ταινία. Ο Προύιτ Τέιλορ Βινς που τον υποδύεται, αν και πιο έμπειρος από τους υπόλοιπους τρεις, δεν αποφεύγει τα στερεότυπα - η αλήθεια βέβαια είναι πως δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Πάντως υπάρχουν σκηνές που ο Μπερν πετυχαίνει να μεταφέρει μέσα από τα πλάνα του μια μυστικιστική και σκοτεινή ατμόσφαιρα, που σίγουρα οι λάτρεις του είδους θα εκτιμήσουν.