«Ήμουν πολύ τυχερή στην αναζήτησή μου. Το πώς εξελίχθηκαν όλα τόσο γρήγορα ήταν σαν θαύμα –οι περισσότερες αντίστοιχες έρευνες διαρκούν χρόνια, μπορεί και ολόκληρες δεκαετίες. Εγώ βρήκα την βιολογική μου οικογένεια μέσα σε 3 μήνες! Στην αρχή βέβαια δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πώς έπρεπε να ξεκινήσω την αναζήτησή μου. Επιπλέον, σκεφτείτε πόσο δύσκολο ήταν να ψάχνω από την Αμερική, χωρίς καν να μιλάω ελληνικά. Μίλησα με 2–3 φίλους που είχα από το Σαν Αντόνιο, επίσης Έλληνες υιοθετημένους, αλλά κανείς τους δεν ήξερε να με καθοδηγήσει. Οπότε έκατσα στον υπολογιστή μου και πληκτρολόγησα στην μπάρα αναζήτησης τις εξής λέξεις: «Greek adoptions in the 1950s (ελληνικές υιοθεσίες τη δεκαετία του 1950)». Στα αποτελέσματα εμφανίστηκε ένα άρθρο των New York Times με τον τίτλο: Ιστορίες χαμένων μωρών και κλεμμένων ταυτοτήτων: Ένα ελληνικό σκάνδαλο αντηχεί στη Νέα Υόρκη («Tales of Stolen Babies and Lost Identities: A Greek Scandal Echoes in New York»). Αυτό το άρθρο το εμφάνιζε σε δύο σάιτ. Στο δεύτερο σάιτ, στα σχόλια, υπήρχε και ένα σχόλιο από τον γιο του ιερέα που είχε μεσολαβήσει στην δική μου υιοθεσία! Επικοινώνησα μαζί του αλλά δεν είχε να μου δώσει περισσότερες πληροφορίες από αυτές που ήδη είχα. Γνώριζε όμως μια καθηγήτρια την Gonda Van Steen -νεοελληνικής και βυζαντινής ιστορίας, γλώσσας και λογοτεχνίας-, η οποία ερευνούσε αυτές τις υιοθεσίες και με παρότρυνε να επικοινωνήσω μαζί της.
Η νονά μου με πήρε από την αγκαλιά της μητέρας μου και με πήγε στην αστυνομία χωρίς να της πει τίποτα
Πράγματι, επικοινώνησα μαζί της και με βοήθησε ώστε να πάρω τον φάκελό μου από το Βρεφοκομείο Αθηνών. Εκείνη την περίοδο ήταν και η ίδια στην Ελλάδα για την έρευνά της και μου μετέφρασε μια δισέλιδη επιστολή του Ορφανοτροφείου, καθώς και 9 σελίδες εγγράφων που συνόδευαν την επιστολή. Τότε ήταν που μάθαμε πως όσα είχε πει ο δικηγόρος στους θετούς μου γονείς ήταν ψέματα. Είχα μπει στο ορφανοτροφείο ως Ευτυχία Νούλα, εξώγαμη κόρη της Χαρίκλειας Νούλα από τη Στράνωμα (χωριό της Ναυπάκτου). Με είχε παραδώσει στην ελληνική Αστυνομία η νονά μου, η οποία ισχυρίστηκε πως η μητέρα μου με άφησε στο κατώφλι της και πως φοβάται ότι, αν με πάει πίσω σε αυτήν, θα μ’ εγκαταλείψει ξανά. Αυτό βέβαια δεν ίσχυε. Όπως έμαθα αργότερα, η νονά μου έπεισε τη μητέρα μου να πάει στην Αθήνα, με το πρόσχημα πως θα της βρει δουλειά, ενώ στην πραγματικότητα την είχε δωροδοκήσει ο προπάππους μου, για να με ξεφορτωθεί. Η νονά μου λοιπόν με πήρε από την αγκαλιά της μητέρας μου και με πήγε στην αστυνομία χωρίς να της πει τίποτα. Στη συνέχεια, επέστρεψε στο χωριό και δεν είπε ποτέ τίποτα σε κανέναν για το τι ακριβώς έκανε, ενώ η μητέρα μου αγνοώντας το τι έχει συμβεί έμεινε για εννέα μήνες άστεγη στην Αθήνα.
Αφού λοιπόν μεταφράσαμε τα χαρτιά, η Gonda Van Steen επικοινώνησε με τον πρόεδρο του χωριού Στρανώνα, τον Κωνσταντίνο Νούλα, ο οποίος, όπως αποδείχτηκε, είναι ξάδερφος μου! Όταν του εξήγησε για ποιον λόγο τον έχει καλέσει, ο Κωνσταντίνος αναφώνησε: «Θεέ μου, πρέπει να είναι η χαμένη κόρη της Χαρίκλειας, η Ευτυχία!» Ήξερε το όνομά μου και ήταν πλέον φανερό πως η μητέρα μου δεν με είχε ξεχάσει. Επίσης ο Κώστας ρώτησε την Gonda: «Μα γιατί δεν πήρε τηλέφωνο η ίδια η Ευτυχία;» Τότε η Gonda του απάντησε ότι η Ευτυχία δεν μιλάει ελληνικά και ο Κώστας εξεπλάγην: «Τι εννοείς δεν μιλάει ελληνικά; Δεν είναι στην Ελλάδα;» Δεν τους είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως δεν ήμουν εδώ και τους έκανε φοβερή εντύπωση όταν έμαθαν πως με είχαν υιοθετήσει Αμερικανοί.
Δεν είχα την προσδοκία ότι θα βρω τη βιολογική μου μητέρα, καθώς ο δικηγόρος που είχε διευθετήσει την υιοθεσία μου είχε πει στους θετούς μου γονείς πως πέθανε στην γέννα. Είχα, όμως, την ελπίδα ότι θα βρω κάποια μέλη της οικογένειάς μου –ίσως αδέρφια, θείους και ξαδέρφια. Ακόμα, όμως, και όταν έμαθα το όνομα της μητέρας μου, δεν ήξερα αν την έχω προλάβει ζωντανή ή ήταν πλέον αργά... Επίσης, δεν ήξερα αν ήθελε να με συναντήσει. Περίμενα με μεγάλη αγωνία καθετί νεότερο από την Ελλάδα. Και όταν φυσικά ήρθαν τα νέα ήταν πολύ καλύτερα από όσο μπορούσα ποτέ να φανταστώ».
«Το ότι η μητέρα μου είναι εν ζωή το έμαθα από ένα mail της Gonda. Μου έγραφε ότι, όπως έμαθε από τον ξάδερφό μου, τον Κωνσταντίνο, είναι 79 χρονών και είναι καλά στην υγεία της. Ότι παντρεύτηκε, αλλά δεν απέκτησε άλλα παιδιά. Ότι ήμουν το μοναχοπαίδι της και ότι ποτέ δεν με ξέχασε. Εγώ βέβαια είχα ήδη αρχίσει να κλαίω, όταν διάβασα ότι έχω έναν ξάδερφο. Και όταν είδα ότι η μητέρα μου είναι ζωντανή και ότι δεν με ξέχασε ποτέ, τότε πλέον έκλαιγα με λυγμούς και τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό μου χωρίς σταματημό. Ήμουν το μοναχοπαίδι της, τα δικά μου παιδιά ήταν τα μοναδικά της εγγόνια. Ύστερα από λίγες μέρες, μίλησα με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο, με τη βοήθεια δικών της φίλων από το χωριό, που μας βοήθησαν στη μετάφραση. Και μια εβδομάδα μετά, ταξίδεψα στην Ελλάδα μαζί με την κόρη μου τη Χέδερ, για να συναντήσω τη μητέρα μου και την υπόλοιπη οικογένεια.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης έψαξα να βρω πώς μεταφράζεται το «Hello, mother». Το βρήκα ως «χαίρετε μητέρα» και το έλεγα ξανά και ξανά, ελπίζοντας πως το προφέρω σωστά.
Για να είμαι ειλικρινής είχα άγχος για αυτήν την πρώτη συνάντηση. Ήταν λίγο τρομακτικό το γεγονός ότι θα πήγαινα σε μια άλλη χώρα, να συναντήσω ανθρώπους που δεν ήξερα. Επίσης, δεν μιλούσα τη γλώσσα τους. Η μόνη λέξη που ήξερα ήταν το «ώπα», οπότε κατά τη διάρκεια της πτήσης έψαξα να βρω πώς μεταφράζεται το «Hello, mother». Το βρήκα ως «χαίρετε μητέρα» και το έλεγα ξανά και ξανά, ελπίζοντας πως το προφέρω σωστά.
Καθώς το αεροπλάνο προσέγγιζε την έξοδό μας άρχισα να ιδρώνω, παράλληλα να κρυώνω, να τρέμω, να νιώθω ναυτία. Αναρωτιόμουν πώς θα είναι η συνάντηση. Θα είναι αμήχανη; Περίεργη; Πώς θα νιώσω για τη μητέρα μου, θα είναι σαν ξένη; Ευτυχώς με το που κατέβηκα από το αεροπλάνο ένιωσα καλύτερα. Πήραμε τις αποσκευές μας και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο. Εκεί είδα τον ξάδερφό μου, που τον αναγνώρισα από το Facebook. Αμέσως με πήρε αγκαλιά. Και μετά, με οδήγησε σε μια μικροκαμωμένη γυναίκα, με βαμμένα ξανθά μαλλιά, που κρατούσε μια τεράστια ανθοδέσμη και μου είπε: «Και εδώ είναι η μητέρα σου». Μου έδωσε τα λουλούδια και αμέσως με πήρε στην αγκαλιά της, πριν καν προλάβω να της το «Χαίρετε μητέρα».
Κλαίγαμε και οι δύο, η μια κρατούσε την άλλη και η μητέρα μου έλεγε συνέχεια «παιδάκι μου» και «αγάπη μου». Μαζί τους ήταν και η μικρότερη αδερφή της, η θεία Γεωργία, καθώς και ο άντρας της, ο Κώστας, ενώ είχαν φέρει και τον εγγονό τους τον Γιώργο, που τότε ήταν 15 χρονών και μιλούσε πολύ καλά Αγγλικά, ώστε να μας βοηθήσει στη μετάφραση. Δεν είχα δηλαδή κανέναν λόγο να αγχώνομαι. Από την πρώτη στιγμή που τους γνώρισα, από την πρώτη στιγμή που τους αγκάλιασα δεν ένιωσα ποτέ άβολα ή ξένα ή παράξενα. Ένιωσα από την αρχή πως είναι η οικογένειά μου».