Στέλιος Παρλιάρος
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΡΛΙΑΡΟΣ

Στέλιος Παρλιάρος: «Έχω περάσει τόσα πολλά στη ζωή μου που πλέον δε με φοβίζει τίποτα»


Ο Στέλιος Παρλιάρος μετρά μια πορεία 40 ετών. Από τα 22 του είδε την καριέρα του να εκτοξεύεται και κατέκτησε γρήγορα την κορυφή, ενώ ύστερα από «τη χειρότερη δεκαετία της ζωής του» -όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος- κατάφερε, με σκληρή δουλειά και έμπνευση, να ανακάμψει. Διακριτικός, δημιουργικός και απίστευτος συνομιλητής, «ακούει» την κάθε εποχή και παραμένει επίκαιρος.

«Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη, στις 30 Απριλίου του 1959, από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας μου είχε καταγωγή από την Άνδρο, με ελληνική υπηκοότητα, η μητέρα μου ήταν Πολίτισσα Ρωμιά από την Κωνσταντινούπολη -συγκεκριμένα από το Φανάρι. Γεννήθηκα στα Ταταύλα και τα καλοκαίρια μας πηγαίναμε στα Πριγκιποννήσια, στο νησί Αντιγόνη, σε μία περιοχή όπου έμεναν μόνο Έλληνες.

Είχα πάρα πολύ καλά παιδικά χρόνια. Πήγα δημοτικό στον Άγιο Δημήτρη στα Ταταύλα, αλλά μόνο μέχρι την τρίτη δημοτικού, γιατί δεν τα πήγαινα καλά με τα τούρκικα και έμενα μετεξεταστέος. Οπότε, οι γονείς μου αναγκάστηκαν να με στείλουν στην Ελλάδα, όπου συνέχισα το σχολείο. Τα καλοκαίρια και τις γιορτές πήγαινα Κωνσταντινούπολη.

Ήμασταν πολύ δεμένη οικογένεια και πολύ φιλελεύθερη. Αν και λένε ότι οι Πολίτες είναι και λίγο Ανατολίτες, ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με αυτή τη νοοτροπία. Ήταν πολύ φιλικός μαζί μου. Από μικρό παιδί μου μιλούσε για τα πάντα, πολύ ανοιχτά. Και η μητέρα μου ήταν πολύ διακριτική όσον αφορά στην προσωπική μου ζωή, από παιδί ακόμα. Ήμουν πολύ ανεξάρτητος και γι’ αυτό δεν έκρυβα τίποτα από τους γονείς μου. Δεν είχα φόβο.

Ο πατέρας μου με μάθαινε πολλά. Έτσι, αγάπησα το διάστημα, απέκτησα ενδιαφέρον για τους εξωγήινους και το τι συμβαίνει μετά… Επίσης, ο πατέρας μου ήταν και άθεος. Μου έλεγε "εσύ αν θέλεις να πιστέψεις, πίστεψε". Ήταν ένας πολύ ελεύθερος άνθρωπος, από τον οποίο έμαθα πολλά.

Ναι, σήμερα πιστεύω σε μία Δύναμη, πιστεύω στο σύμπαν. Διαβάζω βιβλία και αναζητώ πληροφορίες για το τι συμβαίνει εκεί έξω, από πού ήρθαμε -γιατί δεν ήρθαμε τυχαία, αυτό το πιστεύω πολύ έντονα. Λέω συχνά ότι, πριν πεθάνω θα ήθελα να έχουμε ανακαλύψει μία άλλη ζωή κάπου αλλού. Κάτι... Πιστεύω ότι αυτό θα άλλαζε τη ανθρωπότητα και θα ταρακουνούσε τις θρησκείες παγκοσμίως, οι οποίες συχνά μας πάνε πίσω.

Έχω μία αδερφή, είναι 6 χρόνια μεγαλύτερή μου. Ήμασταν πολύ αγαπημένοι και μου είχε τρομερή αδυναμία -όπως και εγώ. Σαν μεγαλύτερη, έβγαινε στην Κωνσταντινούπολη και έπαιρνε και μένα μαζί της. Στα πάρτι, η αδερφή μου και η παρέα της χόρευαν στα σκοτεινά και εγώ έπαιζα με τα αυτοκινητάκια σε άλλο δωμάτιο… Όταν ήθελε να αρραβωνιαστεί στα 18, ο πατέρας μου δεν ήθελε, γιατί τη θεωρούσε πολύ μικρή -και λογικό. Εγώ έκλαιγα και του έλεγα "Σε παρακαλώ αρραβώνιασέ την!". Τελικά αρραβωνιάστηκε, παντρεύτηκε και μέχρι τώρα είναι ακόμα με τον ίδιο άνδρα.

Έχω δύο ανίψια που στην ουσία μεγαλώσαμε μαζί, σαν αδέρφια -με τον μεγαλύτερο έχουμε 13 χρόνια διαφορά, με την ανιψιά μου 16. Ποτέ δεν με φωνάζουν "θείο", αλλά "Στέλιο", τους έχω μαζί στη δουλειά και είμαστε σαν φίλοι».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Στο σχολείο δεν τα πήγαινα και πολύ καλά. Μου άρεσε να διαβάζω, να μαθαίνω, να βλέπω, να παρατηρώ, να φτιάχνω… Ήμουν ήσυχο παιδί, αλλά δεν μου άρεσε το θρανίο και να διαβάζω πράγματα που δεν με ενδιέφεραν. Μου άρεσε η γεωγραφία, ο πλανήτης και μου άρεσαν τα ταξίδια από μικρός. Δεν τα πήγαινα καλά με την ιστορία, την έβρισκα κουραστική -αυτό βέβαια δεν ισχύει πια-, και με τα Αρχαία…

Οι γονείς μου με έγραψαν σε νυχτερινό λύκειο. Ήμουν 17 χρονών και τα πρωινά δεν ήξερα τι να κάνω, είχα πολλή ενέργεια. Πήγαινα τότε στον θείο και νονό μου, ο οποίος είχε ανταλλακτικά μοτοποδηλάτων. Δεν μου άρεσε καθόλου η μουτζούρα, όμως. Μου άρεσε η ζωγραφική, η δημιουργία και ό,τι έχει σχέση με Τέχνη. Ήθελα πολύ να γίνω αρχιτέκτονας, αλλά ο αρχιτέκτονας θέλει και πολλή μελέτη...

Και γύρω στα 18, ο Γιάννης Παππάς, καταξιωμένος ζαχαροπλάστης και οικογενειακός φίλος, μου λέει "Στέλιο, δεν έρχεσαι στου Παπασπύρου να ρίξεις μια ματιά;". Το εργαστήρι ήταν στους Αμπελόκηπους.

Πήγα και ενθουσιάστηκα. Βέβαια, το περιβάλλον δεν ήταν ό,τι καλύτερο για ένα παιδί 18 χρονών. Με τους υπόλοιπους "μαστόρους" -έτσι τους φωνάζω, όχι σεφ- είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ήταν Αιγυπτιώτες, με μόρφωση και γνώσεις επάνω στη ζαχαροπλαστική. Τότε, ήταν και η εποχή της "τσόντας" στους κινηματογράφους -σου μιλάω τώρα για το 1979. Και όλο τους άκουγα να λένε "Πήγα στο σινεμά και έπαιξε η τσόντα".

Τώρα με ρωτάνε οι νέοι "τι είναι η τσόντα;". Κάτσε να σου πω. Βλέπαμε στον κινηματογράφο μία ταινία και, ξαφνικά, έπεφτε -μόνο για κάποια λεπτά- το πορνό. Και μετά, συνέχιζε κανονικά η ταινία! Αυτό λοιπόν το ονόμασαν "τσόντα" γιατί ήταν... τσόντα μέσα στην ταινία!

Στους 9 μήνες ο ίδιος Γιάννης Παππάς είδε ότι έχω το μεράκι και μου λέει "Στέλιο, ζητάνε μία καλή θέση στο Hilton, δεν πας και εκεί;". Εκεί άνοιξαν τα φτερά μου, ήταν για μένα σχολείο, έμαθα πολλά εκεί, με πολλή δουλειά.

Στο Hilton έμεινα δύο χρόνια. Στο μεταξύ, πηγαινοερχόμουν μέχρι τα 18 στην Κωνσταντινούπολη. Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου με ρωτάει "Πότε θα κάνεις δική σου δουλειά; Θα σε βοηθήσω εγώ". Ήμουν 22 χρονών».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω ένα δικό μου μαγαζί, όπως το ονειρευόμουν. Τότε τα ζαχαροπλαστεία στην Ελλάδα είχαν κούκλες, ταρτάκια με ζαχαρωμένα φρούτα… Ήταν μία εικόνα που δεν μου ταίριαζε. Είχα αρχίσει να διαβάζω βιβλία και περιοδικά από το εξωτερικό και είχα χτίσει ένα δικό μου όραμα.

Τότε, ήταν η εποχή που πηγαίναμε όλοι κρυφά στη Μύκονο. Για πολλούς, ήταν απαγορευμένο νησί, σου μιλάω για το ‘79-‘80. Όλοι οι φίλοι και οι φίλες μου λέγανε ότι πάνε στην Τήνο και βρισκόμασταν στη Μύκονο! Έκανα εκεί παρέες και πολλές γνωριμίες, γνώρισα και την παρέα του Billy Bo, η οποία με βοήθησε πολύ στη μετέπειτα πορεία μου.

Έλεγα, λοιπόν, από ένστικτο -γιατί έχω ένστικτο- ότι το μαγαζί πρέπει να το ανοίξω στο κέντρο, συγκεκριμένα στο Κολωνάκι, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με το Κολωνάκι που βλέπεις τώρα. Βρήκα ένα υπόγειο στην Αναγνωστοπούλου, πολύ μικρό, που το είχε η Γιώτα Βέη -η τραγουδίστρια με τα δημοτικά, που ήταν και κομμώτρια. Δεν θα ξεχάσω ότι μου πήρε 13.000 δραχμές αέρα.

Έτσι, άρχισα να φτιάχνω το μαγαζί, όπως το ονειρευόμουν. Minimal, να έχει φρέσκα γλυκά, φρέσκα φρούτα... Βέβαια, έπρεπε να βρω και εργαστήριο. Φαντάσου όλα αυτά μόνος μου, 22 χρονών τότε. Η αδερφή μου όσο μπορούσε με βοηθούσε.

Επιστρέφοντας στην παρέα του Billy Bo, θέλω να σου πω ότι, ανάμεσα στους φίλους του ήταν και ο Δημήτρης Ζουρντός, ο καλύτερος μακιγιέρ της εποχής -έβαφε Βουγιουκλάκη και όλες τις σταρ της εποχής. Ήταν καλλιτέχνης. Αυτός μου έδωσε την ιδέα για το όνομα "Fresh" και μου είπε να κάνω ροζ το κουτί. Στην παρέα ήταν και η Selsilia Bachauer, η εγγονή της μεγάλης πιανίστριας, που ήταν γραφίστρια και μου έκανε δώρο το γραφιστικό για το logo. Μιλάμε για άλλη εποχή, άλλα ερεθίσματα, άλλη κουλτούρα πιο ψαγμένοι άνθρωποι, πιο ωραίο το lifestyle, όχι χυδαίο -τα media δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Ήταν πιο αγνά τα πράγματα.

Ο κόσμος πιστεύει ότι ο Παρλιάρος έγινε γνωστός από την τηλεόραση. Όχι, δεν είναι έτσι, αυτό έγινε από το ‘82

Aνοίγω το μαγαζί στις 3 Μαρτίου του 1982. Από την πρώτη στιγμή, ο κόσμος το αγκάλιασε σαν το νέο φαινόμενο της Αθήνας και είχε πάντα ουρά. Δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω, να φανταστείς ούτε φορτηγό δεν είχα. Δεν είχα τα λεφτά να οργανωθώ.

Πήγαινα στο εργαστήριο, δούλευα, έπαιρνα τα γλυκά σε κουτί, έπαιρνα ταξί και τα κατέβαζα στο Κολωνάκι. Επίσης, πήγαινα και τις παραγγελίες στα σπίτια και -φυσικά- έβγαινα και τα βράδια! Κοιμόμουν στο εργαστήριο. Το πρωί, για να μπορώ να φτιάχνω τα γλυκά, ερχόταν η μητέρα μου και καθόταν στο ταμείο. Με αγκάλιασε όλο το Κολωνάκι, το οποίο τότε είχε όλα κι όλα πέντε καλά μαγαζιά -όπως ήταν το Meli, η Ουτοπία. Το μαγαζί σημείωνε μεγάλη επιτυχία.

Κάποια στιγμή -και δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό- ήρθε η Φρίντα Μπιούμπι, από τις καλύτερες δημοσιογράφους της εποχής, η οποία είχε βγάλει και βιβλία και έγραφε στον "Ταχυδρόμο". Έγραψε για μένα ένα τεράστιο αφιέρωμα, λέγοντας "Ένας νεαρός 23χρονών αλλάζει τις γεύσεις της Αθήνας". Πολύ σπουδαίο πράγμα!».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Το ένα δημοσίευμα έφερνε το άλλο. Τότε, δεν υπήρχαν τα social media και τηλεόραση ήταν μόνο η κρατική. Ο κόσμος διάβαζε εφημερίδα και περίμεναν να κυκλοφορήσουν ο "Ταχυδρόμος", η "Γυναίκα", το "Φαντάζιο", τα οποία μου έκαναν μεγάλα αφιερώματα. Και η Μαλβίνα Κάραλη είχε γράψει για μένα -δηλαδή, σπουδαία ονόματα της εποχής.

Και έτσι έγινα πολύ γνωστός. Ο κόσμος πιστεύει ότι ο Παρλιάρος έγινε γνωστός από την τηλεόραση. Όχι, δεν είναι έτσι, αυτό έγινε από το ‘82.

Από ένα σημείο και μετά, έρχονταν σωρηδόν και μου ζητούσαν franchise -εγώ δεν είχα ιδέα τι είναι αυτό. Το πρώτο το έκανα στην Κηφισιά, με μία πελάτισσά μου, που έτυχε να είναι και νομικός, τη Λένα Δελενίκα. Μετά άνοιξα ένα στην Πλατεία Αμερικής με τους γονείς μου, ένα με την αδερφή μου στο Φάληρο...

Κάποια στιγμή ένιωσα ότι το μαγαζί στην Αναγνωστοπούλου δε μου αρκούσε. Έκανα τότε πολύ παρέα με τον Κύριο Ευάγγελο Κρίτων Τζώρτζο και τον Πάνο Παπαμακάριο, που είχαν τις "Επεμβάσεις". Ήταν πολύ γνωστοί στην Αθήνα, έφτιαχναν σπίτια, καταστήματα, ήταν οι αρχιτέκτονες της εποχής.

Όταν έψαχνα για μεγαλύτερο μαγαζί, βρήκα ένα στη Σέκερη. Ήταν τεράστιο, 130 τ.μ. ισόγειο, 60 τ.μ. πατάρι και 130 τ.μ. υπόγειο. Και αποφάσισα να το νοικιάσω αυτό το μαγαζί, το οποίο με κατέστρεψε για 10 χρόνια...

Μου λένε, λοιπόν, οι δυο τους ότι θα μου το φτιάξουν με πολύ χαμηλό κόστος. Το χαμηλό κόστος πήγε 100 φορές επάνω. Βέβαια, μου έκαναν ένα μαγικό μαγαζί, το οποίο αν υπήρχε σήμερα, θα είχαν πάει διαφορετικά τα πράγματα -εκείνη την εποχή δεν ήταν για την Αθήνα.

Φαντάσου το, όλο μάρμαρο, ρωμαϊκό, τα ψυγεία με τα γλυκά ήταν σαν συρτάρια. Ήταν τελείως μουσειακό, είχε 6 μέτρα ταβάνι και φανταστικές σκάλες. Κάναμε ένα εστιατόριο μόνο για lunch. Ήταν πολύ εκλεκτό και το ήθελαν έτσι και οι αρχιτέκτονες. Είχαμε παραγγείλει μαχαιροπίρουνα από τη Γαλλία.

Στο υπόγειο κάναμε εκθέσεις με κορυφαία ονόματα, όπως τον Καίσαρη, τη φωτογράφο Nelly’s, κάναμε επιδείξεις με Billy Bo και Ασλάνη. Τώρα σου μιλάω σε ζαχαροπλαστείο του ‘87 αυτό, ήταν πολύ μπροστά. Παρόλα αυτά ήταν και πολύ ακριβό.

Αφοσιωμένος στη δημιουργία μου, δεν κοιτούσα ποτέ τα έξοδα και άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα, πολύ χοντρά. Κάποια στιγμή χρωστούσα πολλά λεφτά στο Δημόσιο και άρχισα να δουλεύω τα Franchise για να στα πόδια μου -ένα μεγάλο λάθος γιατί αυτό διογκώθηκε.

Να μη στα πολυλογώ, ήρθε η καταστροφή μου για μία δεκαετία. Έκλεισα το μαγαζί μετά από 7-8 χρόνια και το έδωσα στη Chios Bank και πήρα έναν αέρα. Μετά νοίκιασα άλλο μαγαζί στο Κολωνάκι και έπεσαν πολλοί τυχάρπαστοι να εκμεταλλευτούν την κατάσταση –ιστορία για να γράψεις βιβλίο. Κάποια στιγμή μπήκε στη ζωή μου ο Υφαντής -ο μόνος που πραγματικά προσπάθησε να με βοηθήσει- και αναλάβαμε το μαγαζί με την κόρη του.

Από το 1999-2000 άρχισα να βγάζω τον εαυτό μου μπροστά. Άρχισα να ετοιμάζω το πρώτο μου βιβλίο με τις Εκδόσεις Σιδέρη και να βγαίνω στην τηλεόραση στο Mega, με τον Φώτη και τη Μαρία στο "Σαν στο σπίτι σας". Για 4 χρόνια κάθε Τετάρτη είχα ραντεβού, πολύ τυπικό και πέρασα πάρα πολύ ωραία εκεί.

«Πλέον αρχίζει το ευρύ κοινό να μαθαίνει το όνομα "Παρλιάρος", εκτός από το Fresh. Ξεκινώ και τα μαθήματα ζαχαροπλαστικής και τα κάνω παράλληλα με την παρουσίαση. Ύστερα, βγάζω το δεύτερο βιβλίο, τη "Σοκολάτα", την ίδια εποχή που κυκλοφόρησε και το "Chocolat" με την Μπινός και τον Ντεπ. Το 2004 αποχωρώ τελείως από την αλυσίδα Fresh. Νομίζω ότι με κρατάει η εποχή, γιατί προσπαθώ να κάνω πράγματα σύγχρονα, πέρα από τη δουλειά μου ως ζαχαροπλάστης.

Την εποχή που συνεργαζόμουν ακόμα με την Υφαντή, είχα ένα franchise στην Κόρινθο, που πήγαινε πολύ καλά. Η κοπέλα που το είχε κουράστηκε και ήθελε να το πουλήσει στα Αλλαντικά "Βέκκα".

Κάποια στιγμή γινόταν μία εκδήλωση στην Κόρινθο -τότε κάναμε και catering. Παίρνω ένα μικρό φορτηγάκι, το φορτώνω και ξεκινάμε. Γίνεται η εκδήλωση και εγώ είμαι πια πτώμα. Στο γυρισμό είμαι μόνος στο αμάξι. Και με παίρνει ο ύπνος στο τιμόνι ενώ οδηγούσα, και το αμάξι πήγαινε στην αντίθετη. Μου κορνάρανε από πίσω οι συνεργάτες μου, εγώ τίποτα.

Πάω απέναντι, καβαλάω το κράσπεδο και έφυγε το αμάξι κάτω με τούμπες. Σου λέω, ήταν η χειρότερη δεκαετία της ζωής μου. Σταματάει το αμάξι ανάποδα και άρχισε κάτι να τρέχει. Ωχ, λέω, βενζίνη, θα εκραγεί το αυτοκίνητο! Πάω να φύγω, ανοίγω την πόρτα, σκαρφαλώνω και βγαίνω. Βέβαια, δεν ήταν βενζίνη, είχε σκάσει το ψυγείο και έτρεχαν τα νερά.

Ευτυχώς, δεν έπαθα ούτε μια γρατζουνιά. Ανεβαίνοντας, θυμήθηκα ότι στο αυτοκίνητο είχα μία επιταγή από την Ασφάλεια -γιατί τρεις μήνες πριν, μου είχαν κλέψει το αμάξι. Και αποφασίζω να γυρίσω στο αμάξι για να πάρω την επιταγή!

Όλοι μου έλεγαν να πάω στο νοσοκομείο, αλλά δεν πήγα. Γυρίζοντας για την Αθήνα, σταματάμε στον Ισθμό για σουβλάκια και μαθαίνουμε ότι ήταν η ίδια μέρα που πέθανε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μετά από όλα αυτά, αποχωρώ από το ζαχαροπλαστείο».

«Όταν εμφανίστηκε ξανά ο Βέκκας, μου λέει "Θα κάνουμε μαζί ζαχαροπλαστείο". Και δημιουργώ το brand "My art Stelios Parliaros", στην οποία ο Βέκκας είχε πει θα έκανε μία μεγάλη επένδυση, όμως δεν έγινε ποτέ τίποτα.

Κάποια στιγμή ξαναμιλάμε με τον Υφαντή, ο οποίος μου λέει ότι θέλει να συνεργαστούμε, με ξεκάθαρους όρους. Εγώ δεν ήθελα ούτε μετοχές ούτε τίποτα, του ζήτησα έναν πολύ καλό μισθό, να δουλεύω σαν υπεύθυνος. Με την κόρη του, Άντα, συνεργαστήκαμε άψογα και είμαστε πολύ φίλοι μέχρι τώρα.

Ήρθε όμως η στιγμή που ένιωσα ότι κουράστηκα και αποφάσισα να δώσω πια ένα τέλος στη συνεργασία μου με τη συγκεκριμένη αλυσίδα. Έτσι, έκλεισε αυτή η πόρτα για μένα και έκανα πάρα πολύ καλά. Από εκεί και έπειτα όλα πήγαν πολύ διαφορετικά».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Άρχισα τη συνεργασία μου με την "Ελευθεροτυπία" και ζήτησα από το Mega να κάνω δική μου εκπομπή, αλλά δεν τη δέχτηκαν. Δεν ήταν τότε έτοιμοι, δεν ήταν επίσης ακόμα μόδα οι εκπομπές μαγειρικής. Ωστόσο, λίγο καιρό μετά έρχεται το ίδιο το Mega και μου ζητάει να κάνω εκπομπή, αλλά και ο Alpha. Παγώνω εγώ, δεν ήμουν έτοιμος και λέω και στους δύο όχι! Κάνω τα μαθήματα που πάνε πολύ καλά και τότε με ζητά η "Καθημερινή" με μια πολύ καλή συνεργασία. Βγάζουμε μια σειρά από DVD μαθήματα και βιβλία, που είχαν τεράστια απήχηση.

Το 2008 έρχεται ξανά το Mega με πρόταση για εκπομπή και δέχτηκα. Και μου ήρθε η ιδέα να κάνουμε μαθήματα στην τηλεόραση με παιδιά! Στο μεταξύ, βγαίνει το βιβλίο μου "Γλυκές Αλχημείες" και επειδή μου άρεσε πολύ ο τίτλος τον κατοχύρωσα -οπότε ονόμασα έτσι και την εκπομπή.

Και εκείνο το καλοκαίρι του 2008 -που ετοιμαζόμασταν να βγει η εκπομπή στον αέρα τον Οκτώβριο-, ήμουν διακοπές και αποφασίζω να ανοίξω ένα ακόμη μαγαζί -κάτι που έλεγα ότι δε θα ξανακάνω. Δύο μήνες μετά την πρεμιέρα, ανοίγω το μαγαζί στο Κολωνάκι και γίνεται χαμός.

Το 2010 με την "Καθημερινή" βγάζουμε περιοδικό μόνο με γλυκά, με τεράστια επιτυχία. Το πρώτο που κυκλοφόρησε πούλησε 100000 τεύχη και επανεκδόθηκε. Αυτό γινόταν κάθε μήνα για αρκετό καιρό. Στις συνεντεύξεις με ρωτούσαν "πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο περιοδικό τέτοιο να πουλάει περισσότερο από τα γυναικεία;". Ήταν φαινόμενο για την εποχή του!

Η καλύτερη σεζόν για μένα -μετά τις "Γλυκές αλχημείες" στο Mega ήταν το "Οι Γλυκές Αλχημείες Ταξιδεύουν" στο Σκάι, τη σεζόν 2018-2019. Είχε μία άποψη ντοκιμαντερίστικη, ήταν για Netflix. Ταξιδέψαμε σε όλη την Ελλάδα, περάσαμε πολύ ωραία.

Μετά τη συνεργασία μου με το Open, όπου δεν έμεινα ευχαριστημένος, είπα δεν θα κάνω τηλεόραση για κάποιον καιρό, γιατί δεν έχει να μου προσφέρει κάτι. Μόνο αν μου προτείνει η ΕΡΤ ή το ERTFLIX να κάνω κάτι διαφορετικό, τύπου ντοκιμαντέρ.

Πλέον, έχω την πολυτέλεια τώρα να ασχολούμαι με αυτά που με κάνουν να αισθάνομαι δημιουργικός

Δε σου κρύβω ότι έχω κάνει μία πρόταση προς την κρατική τηλεόραση και περιμένω. Αλλά είναι τελείως ένα διαφορετικό πράγμα, ένα άλλο project. Δεν θέλω το άγχος της τηλεθέασης. Δεν με αφορά να με δει κάποιος που δεν θα καταλάβει τι έχω να πω. Δεν έχω την ανάγκη να αποδείξω κάτι πια. Τα έκανα αυτά την εποχή που ήταν καλή η τηλεόραση. Τώρα δεν μου λέει τίποτα.

Θέλω να περνάω καλά, να αγοράζω πολλά βιβλία, να διαβάζω, να ταξιδεύω, να μαθαίνω πράγματα για μένα, αλλά δεν θέλω ούτε βίλες ούτε σπίτια ούτε να κάνω τη μεγάλη ζωή ούτε να λέω με το πούρο μου “είμαι στη Μύκονο”. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Πλέον, έχω την πολυτέλεια να ασχολούμαι με αυτά που με κάνουν να αισθάνομαι δημιουργικός. Επιλεκτικά.

Έχω 7 χρόνια να βγάλω βιβλίο, το τελευταίο ήταν το "Βανίλια Σοκολάτα, Μαδαγασκάρη... έτσι μυρίζει ο παράδεισος". Ήταν το όνειρό μου να πάω Μαδαγασκάρη και όταν πήγα έμενα σε φυτείες σοκολάτας και βανίλιας.

Τώρα ετοιμάζω για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση ένα βιβλίο με ελληνικές συνταγές, αλλά λίγο "πειραγμένες" από μένα. Παράλληλα, σκεφτήκαμε με τον Jean-Marie Hoffmann, αρχιμάγειρα της πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα, να βγάλουμε ένα βιβλίο γαλλοελληνικό, η "Γαλλοελληνική Φιλία". Δηλαδή, εγώ θα κάνω τις ελληνικές συνταγές λίγο γαλλικές και εκείνος τις γαλλικές λίγο ελληνικές -θα είναι σπιτικές και θα μπορεί να τις κάνει οποιοσδήποτε στο σπίτι.

Όταν κάτι δεν με ικανοποιεί και φτάνει στο τέρμα το σταματάω. Η δημιουργία είναι αυτή που με κρατάει 40 χρόνια χρόνια. Το στόρι μου ξεκινά από το 1982 και οι καινούργιοι νομίζουν ότι έγινα τώρα γνωστός. Δεν είναι έτσι. Θέλει πολλή δουλειά για να επιβιώσεις και να κρατηθείς. Να παραμείνεις επίκαιρος, στην εποχή. Να σε βλέπουν οι νέοι, τα πιτσιρίκια. Ακόμη και να σε ακολουθούν.

Από μικρό παιδί με έχει καθορίσει ο έρωτας, αλλά αυτό είναι κάτι πολύ προσωπικό μου. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνει ο διπλανός μου, όπως δεν θέλω να ξέρουν τι κάνω εγώ. Όχι ότι είναι μυστικό. Οι φίλοι μου σαφώς ξέρουν, αλλά για ποιον λόγο να το μάθει και όλος ο κόσμος; Το βρίσκω λίγο "χυδαίο". Και για αυτόν τον λόγο αποφεύγω τις τηλεοπτικές εμφανίσεις. Κάνω σπάνια και καθορίζω από πριν τι θα πούμε. Ούτε θα πάω να μαγειρέψω, εφόσον έχω μία δική μου εκπομπή. Παλιά, σε εκπομπές, ήμουν με μία κατσαρόλα στο χέρι και μαγείρευα, τώρα δεν έχω λόγο να το κάνω αυτό. Φτάνει.

Αν ήμουν μικρότερος θα έκανα παιδί

Κάποια στιγμή με πήραν από την παραγωγή του "Dancing with the Stars", για να συμμετάσχω. Ακόμα και η κοπέλα που έβαλαν να με πάρει τηλέφωνο ήταν επιφυλακτική. Μου λέει "θα θέλαμε να συμμετέχετε σαν χορευτής". Και της λέω "Σίγουρα μου κάνετε πλάκα". Δεν έχω βγάλει ποτέ κάτι τέτοιο προς τα έξω. Εγώ δηλώνω ζαχαροπλάστης, είμαι αυτός που είμαι, δεν μπορώ να κάνω και αυτό. Όλα τα πράγματα έχουν μέτρο.

Είμαι ένας γνωστός άνθρωπος, αλλά δεν είμαι μαϊντανός. Δεν θέλω. Ίσως τα έκανα μικρότερος αυτά, πήγαινα σε πολλές εκδηλώσεις, παρουσιάσεις, αλλά τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα και σαφώς είχα άλλη ηλικία.

Θα σου πω κάτι που το βγάλανε χωρίς εγώ να δώσω δικαίωμα. Ο Φώτης Σεργουλόπουλος είναι πάρα πολύ φίλος μου. Έχουμε ταξιδέψει με παρέες μαζί, γελάμε, πάω στο εστιατόριό του, τρώω. Πώς να σου πω... Είμαστε φίλοι.

Επειδή είμαστε φίλοι, όμως, σημαίνει ότι το παιδί είναι δικό μας; Με πιάνει ένα κοριτσάκι πριν μερικά χρόνια, πρέπει να ήταν 2 χρονών το παιδί του Φώτη, σε μια εκδήλωση στα Γιάννενα και μου λέει "πώς είναι το παιδάκι σας;" και της λέω "μα δεν έχω παιδάκι!". Δηλαδή, να ήταν αλήθεια να το παραδεχτώ, δεν έχω κάτι να κρύψω.

Πλέον πιστεύω ότι είμαι πολύ μεγάλος, αλλά αν ήμουν μικρότερος θα έκανα παιδί. Αγαπώ πολύ τα παιδιά».

«Ο μεγαλύτερός μου φόβος; Έχω περάσει τόσα πολλά που πλέον νιώθω ότι δε με φοβίζει τίποτα. Φαντάσου να έρχεται για σένα η Αστυνομία και εσύ να κρύβεσαι πίσω από την πόρτα. Έχω ζήσει τον θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου περίμενε να πάω στο σπίτι της αδερφής μου για να πεθάνει -με το που έφτασα, έφυγε από τη ζωή. Έχω φιλοσοφήσει τον θάνατο. Δεν με φοβίζει καθόλου, πιστεύω πως είναι και μια λύτρωση. Αυτό που δεν θέλω είναι η ταλαιπωρία. Δεν θέλω τα νοσοκομεία, να ταλαιπωρήσω τους γύρω μου, καθόλου. Κάποια εποχή με φόβιζε πολύ το αεροπλάνο. Τώρα όχι πια, η φοβία έφυγε από μόνη της.

Πάντα υπάρχουν τα χειρότερα, η Ιστορία το έχει δείξει. Πλέον είμαι 62 χρονών, έχω περάσει αρκετά -και δύσκολα και εύκολα και χαρούμενα- και αυτό που με σώζει είναι ότι έχω το βλέμμα μου πάντα στραμμένο στο σύμπαν, πιστεύοντας ότι κάτι άλλο υπάρχει εκεί έξω.

Ευτυχισμένο με κάνει η ηρεμία. Η θάλασσα και τα ταξίδια που μου επιτρέπουν να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα. Αυτά με κάνουν διαφορετικό άνθρωπο. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει με πολύ λίγα πράγματα. Η ζωή δεν θέλει πολλά, έτσι την κάναμε εμείς. Γελάω με πολλούς που θέλουν χρήμα, χρήμα, χρήμα…

Θέλω να βοηθάω όσο μπορώ και όσους έχουν ανάγκη, αλλά δεν θέλω να μαθαίνεται. Μου αρκεί η χαρά που μου δίνει αυτό το συναίσθημα».





SHARE