Στις 21 Νοεμβρίου του 1961, ο 23χρονος Μάικλ Ροκφέλερ, γιος του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Νέλσον Ροκφέλερ, βρέθηκε να παλεύει με τα κύματα όταν το καταμαράν του αναποδογύρισε στις νοτιοδυτικές ακτές της Νέας Γουινέας.
Προσοχή: Σκληρές περιγραφές
Ο νεαρός αποφάσισε να κολυμπήσει πέντε με δέκα μίλια (σχεδόν 15 χλμ. τόσο το υπολόγισε) μέχρι την ακτή της πιο απομακρυσμένης γωνιάς του κόσμου. Ο συνεργάτης του σε αυτή την αποστολή, Ρενέ Ουέσινγκ, θα τον περίμενε στο αναποδογυρισμένο ξύλινο κύτος το οποίο η θάλασσα «κακοποιούσε» για εικοσιτέσσερις ώρες.
«Δεν νομίζω ότι πρέπει να πας», είπε ο Ουέσινγκ στον φίλο του. «Όχι, είναι εντάξει. Νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω», απάντησε ο Μάικλ.
Κάπως έτσι βρέθηκε στο νερό με δύο άδεια μπιτόνια βενζίνης δεμένα στη στρατιωτικού τύπου ζώνη του για να τον κρατάνε στην επιφάνεια. Ξεκίνησε να κολυμπάει αργά προς την ακτή η οποία εκτιμούσε ότι ήταν 10 ώρες μακριά.
Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος θα έβλεπε ζωντανό τον Μάικλ Ροκφέλερ. Η έρευνα που έγινε στη θάλασσα, από τον αέρα αλλά και στη γη δεν έδειξε τίποτα, και το μυστήριο γύρω από την εξαφάνισή του νεαρού γόνου άφησε τους Ροκφέλερ - και τον κόσμο- με ερωτήματα. Θεωρούσαν ότι πνίγηκε. Έκαναν λάθος.