H Κυψέλη είναι σαν ένα αυτόφωτο σύμπαν δυνατοτήτων.
Και στις πιο γκρίζες μέρες της η Κυψέλη λάμπει μέσα από την ανθρωπιά εκείνων που, όχι μόνο την κατοικούν, αλλά και τη λατρεύουν. Μοιάζει με παλίμψηστο αισθητικών τάσεων, αξιών, δεκαετιών. Σαν να φοράει το παλιό με το καινούργιο, με έναν τρόπο επαναστατικό. Στην Κυψέλη, πιάνεις πάντα το σφυγμό της πόλης. Και πας εκεί για να αναπνεύσεις τον «ανυπότακτο» και ανεπιτήδευτο αέρα της αυθεντικότητας.
Στην Κυψέλη τα βρίσκω όλα. Ηλικιωμένους που έζησαν εκεί πάνω από πενήντα χρόνια και φέρουν πάνω τους την αρχοντιά άλλων εποχών, τότε που η Φωκίωνος Νέγρη ήταν το άλλο Κολωνάκι. Ζουν ακόμα εκεί καλλιτέχνες που έγραψαν ιστορία στη μουσική και τα γράμματα.
Και δίπλα τους και άνθρωποι ταπεινοί που ενσωματώθηκαν με άλλους πολιτισμούς και όλη αυτή η πολιτισμικότητα μοιάζει με σφιχτή γροθιά. Για μένα, η Κυψέλη είναι σαν χρονοκάψουλα. Θα είναι για πάντα ο τόπος που μεγάλωσα, ο τόπος που μου θυμίζει τα πατήματά μου. Η Κυψέλη ξέρει ποια είμαι και που θέλω να πάω.
Στην περιοχή τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια άνθιση. Νέοι επιχειρηματίες τολμούν και φέρνουν ιδέες. Δυναμικά πράγματα γίνονται και στην καλλιτεχνική σκηνή με τα τόσα θέατρα τους καινούργιος χώρους τέχνης τους όμορφους πολυχώρους.
Υπάρχει όμως και η ρετρό Κυψέλη που κρατάει την γοητεία του τότε και δεν αφήνει το χέρι της ανάμνησης. Αυτή τη Κυψέλη περιδιαβαίνω, εκεί με ξαναβρίσκω, εκεί είναι η Κυψέλη που αναγνωρίζω και πραγματικά αγαπώ.
Αναψυκτήριο Γαρδένια
Το αναψυκτήριο Γαρδένια βρίσκεται μέσα στο Πεδίον του Άρεως και υπήρχε από τότε που ήμουν παιδί και ο παππούς μου με πήγαινε για σπιτική λεμονάδα. Τη θυμάμαι τη Γαρδένια αμυδρά, αλλά έτσι όπως όλα τα ανακατεύει στο τέλος η μνήμη, το μέρος αυτό μαζί με τον παππού και την τρυφερή μας σχέση ήταν κάτι σαν προσωπική μου Εδέμ. Και μια μέρα ξαφνικά έκλεισε .Το αναψυκτήριο έβαλε λουκέτο για πολλά χρόνια και η περιοχή είχε υποβαθμιστεί ανησυχητικά. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έγινε μια εντατική προσπάθεια να «καθαρίσει» το πάρκο και ομολογώ ήταν έκπληξη όταν έμαθα ότι η Γαρδένια ξανά… άνθισε. Η δραστήρια Μαρία Μανωλάκη μαζί με τον Άγγελο Κουτσογιάνη με πολύ μεράκι και αγάπη για το πάρκο σκέφτηκαν να δώσουν πνοή στο ξεχασμένο αναψυκτήριο όπου είχαν μείνει μόνο οι λεηλατημένες εγκαταστάσεις. Και έτσι δημιουργήσουν από την αρχή ένα μικρό στέκι όπου μπορείς όλες τις ώρες να βρεις κάτι να φας και να πιείς. Τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα μπορείς να αράξεις να «μαζέψεις» ήλιο και να απολαύσεις το καφέ ή το τσιπουράκι σου. Την άνοιξη και το καλοκαίρι εδώ είναι παράδεισος.