Σπάνια σχολίαζε τα χρυσά χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου και τις παλιές δόξες. Ελάχιστες φορές συζητούσε για συμπρωταγωνιστές της όπως η Μάρθα Καραγιάννη ή ο Κώστας Βουτσάς, με τους οποίους δεν είχε σχέσεις. Ακόμη λιγότερο μιλούσε για τα χρόνια με τον Τόλη Βοσκόπουλο, η σελίδα είχε γυρίσει. Φευγαλέες ήταν οι αναφορές στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, παρότι υπήρξε φίλη της επί χρόνια -αν και ποτέ δεν μπόρεσα να διαπιστώσω, ανάμεσα στις λέξεις, αν αγάπησε πραγματικά ή μίσησε την αντίπαλό της. Κάποια λόγια που της ξέφευγαν για τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ αποδείκνυαν ότι είχαν εξομολογηθεί τα πάντα η μία στην άλλη.
Διατηρούσε την υπέροχη σιλουέτα και το μοναδικό βάδισμα της νεότητας ως τα 73 της
Αλλά όσο σπάνιες κι αν ήταν οι αναδρομές, οι κουβέντες με την Λάσκαρη για τον κινηματογράφο του '60 ζωντάνευαν μοναδικά μια άλλη Αθήνα. Οπως στην ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», όταν οι καμπάνες χτυπούν μεσάνυχτα και όλα αλλάζουν μαγικά, μεταφέρονται στη χρυσή εποχή του '20. Εμφανίζονται ο Κόουλ Πόρτερ, η Ζοζεφίν Μπέικερ, το ζεύγος Φιτζέραλντ και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ να πίνουν και να χορεύουν στα παρισινά καμπαρέ.
Η Ζωή Λάσκαρη είχε δεκάδες γνωριμίες, αλλά ελάχιστους πραγματικούς φίλους. Η μοναδική ηθοποιός με την οποία διατήρησε στενή φιλία ήταν η Νόνικα Γαληνέα. Πρόσφατα πάρτι ή δείπνα -με την Λάσκαρη και τη Γαληνέα μαζί- θύμιζαν κινηματογράφο του '60, τις χρυσές εποχές της Αθήνας, όταν οι άνθρωποι είχαν ακόμη καλούς τρόπους και η προσωπική τους ζωή έκρυβε μυστικά και τρομερές περιπέτειες. Γυναίκες που θα λάτρευε όχι ο Δαλιανίδης αλλά ο Φελίνι, τόσο οι δύο κυρίες διακρίνονταν από γενναιόδωρη αρχοντιά και αστείρευτες αναμνήσεις. Ανάμεσα στις δύο γυναίκες δεν υπήρχε ίχνος ανταγωνισμού -χορτασμένες και οι δύο από τη ζωή- τις συνέδεαν οι διηγήσεις για τον Αλέκο Αλεξανδράκη, πάντα παρόντα στα χείλη της Νόνικα Γαληνέα. Ραφινάτες, αστές αλλά και περπατημένες, γυναίκες όπως δεν γίνονται πια στην Ελλάδα.
Της Ζωής Λάσκαρη της άρεσε να ακούει πως όταν εμφανιζόταν στο πανί όλα τα πρόσωπα θάμπωναν γύρω της. Ηθελε να της λένε ότι η σιλουέτα, η φωνή της, το απίστευτο ταμπεραμέντο της, η εμβληματική ομορφιά της δεν είχαν ανταγωνισμό. Ως το τέλος της άρεσε να φλερτάρει με όσους βρίσκονταν συγχρόνως στο τραπέζι, τολμηρή και εξωστρεφής, αληθινή βιρτουόζα στο ξεμυάλισμα ανδρών και γυναικών. Ο Λυκουρέζος, πάντα παρών, παρακολουθούσε στωικά, συχνά αναστέναζε δήθεν ενοχλημένα, απολαμβάνοντας κατά βάθος το φλογερό ταμπεραμέντο, την τσαχπινιά και την μοναδική αγάπη για την ζωή της Λάσκαρη.
Κατά βάθος η Ζωή Λάσκαρη λυπόταν που οι αισθητικές επεμβάσεις είχαν αλλάξει το πρόσωπο που όλοι οι Ελληνες έμαθαν να λατρεύουν στις μαυρόασπρες ταινίες. Το θέμα ήταν ταμπού και κανείς στη συντροφιά δεν έμπαινε στην περιπέτεια να σχολιάσει το παραμικρό. Η ίδια ωστόσο μιλούσε με άνεση για τις δυσανεξίες, τα προβλήματα υγείας.
Διατηρούσε την υπέροχη σιλουέτα και το μοναδικό βάδισμα της νεότητας ως τα 73 της. Τα ξανθά μαλλιά της αλλοιώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, η τελευταία εικόνα ήταν τα ολόλευκα κοντοκουρεμένα «καρφάκια», αλλά το βλέμμα πετούσε φλόγες, το σώμα της διψούσε για περιπέτειες, και ο νους της αναζητούσε συνεχώς προκλήσεις. Τα βήματά της στο σανίδι, στην τελευταία της παράσταση στο θέατρο Ζωή Λάσκαρη, δεν είχαν την παλιά ελαφράδα αλλά διέκρινες την ωριμότητα της ντίβας που ποθούσε να αποδείξει ότι δεν της αξίζει μόνο ο ρόλος της ωραίας.
Η ύστερη Λάσκαρη που είχα την τύχη να γνωρίσω -και οι πραγματικοί φίλοι της θρηνούν γιατί χάθηκε τόσο νωρίς- ήταν πιο καθηλωτική απ'ό,τι στο παρελθόν.
Σοφία Γιαννακά