Μια εβδομάδα με κινηματογραφικό ενδιαφέρον αυτή που διανύουμε. «Οι Αδίστακτοι», «Η καλύτερη στιγμή τους», η «Μυστική Γραφή», το «Colossal», η «Πόλη της Σιωπής», η «Κόρη», «Πεθαίνοντας στο γέλιο», «Δύο καρδιές», «Αρχηγός από κούνια», «Ελκόμενος επί Κρήμνου» είναι οι ταινίες που έρχονται στις κινηματογραφικές αίθουσες.
- Αδίστακτοι
- (Braqueurs)
- Σκηνοθεσία: Ζιλιάν Λεκλέρκ
- Παίζουν: Σαμί Μπουατζιλά, Γκιγιόμ Γκουί, Γιουσέφ Χαϊντί, Καάρις
Περίληψη:
Ο Γιανίς, ο Ερίκ, ο Νασέρ και ο Φρανκ είναι η πιο αποτελεσματική ομάδα ληστών σε ολόκληρη την περιφέρεια του Παρισιού. Ανάμεσα σε κάθε χτύπημα, ο καθένας από αυτούς προσπαθεί να διαχειριστεί την οικογενειακή του ζωή, ακροβατώντας μεταξύ παράνοιας, απομόνωσης και ανησυχίας των συγγενών τους. Μία καλοκουρδισμένη αστυνομική περιπέτεια στα άδυτα της παρανομίας, που σίγουρα θα σας θυμίσει πολλές ανάλογες του είδους.
Ο Ζιλιάν Λεκλέρκ επιλέγει να ακολουθήσει την πορεία μιας σπείρας ένοπλων ληστών, που με εντυπωσιακούς ι και ριψοκίνδυνους τρόπους εξασφαλίζουν μεγάλα ποσά, αν και ο αρχηγός τους, ο Γιανί , φαίνεται πως έχει επιλέξει αυτό τον τρόπο ζωής, γιατί του ανεβάζει την αδρεναλίνη. Όλα πηγαίνουν καλά σε αυτή την ιδιότυπη ομάδας, που έχει τους δικούς της ηθικούς κώδικες, μέχρι που ο μικρός αδερφός του Γιανί θα πουλήσει σε έναν έμπορο ναρκωτικών ένα από τα όπλα που έχουν χρησιμοποιήσει σε επίθεση. Το όπλο όμως αναγνωρίζεται κι ένας από τους εμπόρους ηρωίνης συλλαμβάνεται. Τότε ο Γιανί πρέπει να βρει έναν τρόπο να ικανοποιήσει την άλλη ομάδα και ταυτόχρονα να ξεφύγει από τους διαρκείς εκβιασμούς της. Ο Λεκλέρκ και Σιμόν Μουτερού ( συνεργάτης του στο σενάριο) επιμένουν περισσότερο στην ανθρώπινη διάσταση των προσώπων και στις μεταξύ τους σχέσεις και μας εισάγουν στον κόσμο των παράνομων, συστήνοντάς μας ταυτόχρονα και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Οι δικοί τους ήρωες δεν είναι ατρόμητοι πάντα, έχουν αδυναμίες, ηθικά διλήμματα και προσωπικές τραγωδίες να διαχειριστούν, αλλά συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς. Βέβαια από την ιστορία απουσιάζει πλήρως η άλλη πλευρά, η « νόμιμη», οπότε η περιπέτεια του Γιανί και της ομάδας του περισσότερο δείχνει τις συνέπειες μιας αφέλειας, μιας ατυχούς επιλογής, παρά ενέχει σχόλια σχετικά με το είναι ηθικό και τι έννομο. Οι άψογα εκτελεσμένες χορογραφίες των σκηνών δράσης δείχνουν πως ο Γάλλος σκηνοθέτης ξέρει καλά το είδος , αν και στο τέλος η ταινία σου αφήνει μια αίσθηση ότι όλα αυτά κάπου τα έχεις ξαναδεί.
- Η Καλύτερη Στιγμή Τους
- ( Their Finest )
- Σκηνοθεσία: Λόνε Σέρφινγκ
- Παίζουν: Τζέμα Άρτερτον, Σαμ Κλάφλιν, Μπιλ Νάι, Τζακ Χιούστον, Τζέικ Λέισι
Περίληψη:
1940, Λονδίνο, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Κάτριν, μία άπειρη σεναριογράφος, μαζί με ένα επίσης άπειρο κινηματογραφικό συνεργείο, δουλεύουν κάτω από τα πυρά του πολέμου , προκειμένου να φτιάξουν μία ταινία που θα ανυψώσει το πεσμένο ηθικό του λαού, αλλά και θα εμπνεύσει την Αμερική να προσφέρει τη βοήθειά της. Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Λίζα Έβανς, η σκηνοθέτης Λόνε Σέρφινγκ υπογράφει μια χαριτωμένη και πνευματώδη κομεντί, που εκτυλίσσεται σε μια εποχή -αυτή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου- για την οποία πολλά έχουν ειπωθεί, όχι όμως σχετικά με το ρόλο του κινηματογράφου. Με στοιχεία γυναικείας χειραφέτησης, η ταινία περιγράφει πώς μια νεαρή σεναριογράφος συμμετέχει σε μια κινηματογραφική παραγωγή που στόχο έχει να αντιμετωπίσει το καταρρακωμένο ηθικό του Βρετανικού λαού , αλλά και να πείσει τους Αμερικανούς να συνδράμουν στον πόλεμο. Με χιούμορ και φινέτσα , στο στυλ των κωμωδιών της δεκαετίας του ’40 και του’50, η Σέρφινγκ αφηγείται μια σκοτεινή περίοδο της ανθρωπότητας, δείχνοντας πως η ζωή υπερνικάει του θανάτου και υπογραμμίζει την αξία της τέχνης, ακόμα και ως όχημα προπαγάνδας. Η Κάτριν και ο στενός της συνεργάτης, ο Μπάκλι, μπορεί να αντιμετωπίζουν πολλά, να αναγκάζονται να υπακούουν στις εντολές των εκάστοτε υπουργείων, να γράφουν ενώ οι βομβαρδισμοί μαίνονται, όμως η ανάγκη να πουν μια καλή ιστορία είναι μεγαλύτερη από οτιδήποτε άλλο.
Η Κάτριν θα γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο του πολέμου, θα θα βρει την αληθινή αγάπη και θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη φιλία με έναν βετεράνο ηθοποιό, που αρνείται να αποδεχτεί ότι η ζωή πρέπει να γίνει μίζερη, επειδή κάποιοι αποφάσισαν τον πόλεμο. Το ενδιαφέρον της ταινίας είναι πως ενώ μοιάζει σαν μια τυπική και αναμενόμενη ρομαντική κομεντί, κάνει ένα twist προς το φινάλε, αποκαλύπτοντας το τραγικοκωμικό της ζωής, που μπορεί να συνεχίζει ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ταυτόχρονα , χωρίς τυμπανοκρουσίες , μιλάει για τη γυναικεία χειραφέτηση, βάζοντας στο επίκεντρο μια ηρωίδα που μπορεί, χωρίς να χάνει τη θηλυκότητά της, να διεκδικεί, αλλά και να κερδίζει την ανεξαρτησία της. Η Τζέμα Άρτερτον με την ιδιαίτερη ομορφιά της, δίνει στην Κάτριν ευαισθησία και δυναμική. Με τον Σαμ Κλάφλιν αποτελούν ένα ιδανικό ζευγάρι, όχι όμως με την χολιγουντιανή έννοια του όρου- είναι από αυτά που θα σας άρεσαν πολύ στην αληθινή ζωή. Όμως αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο απολαυστικός Μπιλ Νάι στο ρόλο του παράξενου ηθοποιού Αμπρόουζ : με τη χαρακτηριστική του τρέλα και με μποέμ διάθεση, δημιουργεί μια περσόνα που αποκλείεται να μην σας κατακτήσει. Το βασικό όμως στο «Τheir finest» είναι πως μας υπενθυμίζει ότι το σινεμά έχει τη δύναμη και μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων, γιατί περιγράφει την «πραγματικότητα, αλλά χωρίς τα βαρετά της σημεία », όπως λέει και ο Μπάκλι.
- Η μυστική γραφή
- (The secret scripture)
- Σκηνοθεσία: Τζιμ Σέρινταν
- Παίζουν: Ρούνι Μάρα, Τέο Τζέιμς, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, Έρικ Μπάνα, Έινταν Τέρνερ
Περίληψη:
Η Λαίδη Ρόουζ είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, που ζει σε ψυχιατρική κλινική για πάνω από 50 χρόνια. Η περίπτωσή της τραβά το ενδιαφέρον του Δρ. Στέφεν Γκριν, που τη βοηθά να ξαναθυμηθεί το παρελθόν της και να κερδίσει την ελευθερία της. Μέσα από τη μυστική γραφή της Ρόουζ αναδύεται μία συγκλονιστική ζωή γεμάτη έρωτα, αδικία, ενώ αποκαλύπτεται η προσωπικότητα μίας αξιόλογης και θαρραλέας νέας γυναίκας, της οποίας το μόνο έγκλημα ήταν ότι άφησε τον έρωτα να κυριαρχήσει στη ζωή της. Ο έξι φορές υποψήφιος για Όσκαρ Τζιμ Σέρινταν επιστρέφει με μια ακόμα Ιρλανδική ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρυ, αφηγούμενος μια ιστορία αγάπης κι εξιλέωσης , που δυστυχώς δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το επίπεδο μιας σαπουνόπερας. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, η λαίδη Ρόουζ, βρίσκεται σε μια ψυχιατρική κλινική και κατηγορείται ότι σε νεαρή ηλικία σκότωσε το παιδί της. Ο ψυχίατρος που την παρακολουθεί , ο Δρ. Γκριν, δείχνει ενδιαφέρον για την περίπτωσή της και μέσα από τα ημερολόγιά της, τη «μυστική της γραφή», προσπαθεί να ανασυνθέσει το παρελθόν. Με φλας μπακ παρακολουθούμε πώς η νεαρή και πανέμορφη Ρόουζ είχε γίνει μήλον της έριδος στη μικρή κοινωνία που ζούσε. Η σαγήνη που υποτίθεται ότι ασκούσε στους άνδρες την καταδίκασε σε απομόνωση, ενώ ένας μάλλον διαταραγμένος ψυχικά ιερέας, που την είχε ερωτευτεί, καταφέρνει να την καταστρέψει. Παράλληλα βλέπουμε τη ρομαντική της ιστορία με έναν Βρετανό, γεγονός που προκαλεί τους Ιρλανδούς συμπολίτες της και επιβαρύνει τη θέση της.
Ο Σέρινταν προσπαθεί μεν να περιγράψει την υποκρισία της κοινωνίας, όμως το όποιο πολιτικό υπόβαθρο της ταινίας δίνει τη θέση του σε γλυκερές σκηνές, που σκοπό έχουν να μας κάνουν να λυπηθούμε την κεντρική πρωταγωνίστρια. Σίγουρα το δράμα της Ρόουζ είναι συγκινητικό, όμως ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί τελικά αυτή η νεαρή γυναίκα έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος. Περισσότερο μοιάζει με ένα ευάλωτο σεμνό κορίτσι που δεν προκαλεί κανένα, οπότε ο θεατής εύλογα θα αναρωτηθεί γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Παράλληλα η σκιαγράφηση του περιβάλλοντος μένει σε στερεότυπα, αν κι αποκαλύπτει τον διχασμό Βρετανών και Ιρλανδών ακόμα και μέσα σε έναν πόλεμο, χωρίς όμως να γίνεται αντιληπτό ποιοι κώδικες ορίζουν τελικά την ηθική αυτής της μικρής κοινωνίας. Η αισθηματική ιστορία της Ρόουζ με τον Μάικλ από την άλλη παραείναι ροζ, αν συνυπολογίσει κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτυλίσσεται, ενώ η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, μια μεγάλη ηθοποιός αναμφίβολα, υποδυόμενη την ηλικιωμένη λαίδη Ρόουζ δεν μπορεί να καλύψει τα σεναριακά κενά. Η λύση του μυστηρίου που μάλλον απασχολεί τον Δρ. Γκριν συμβαίνει βιαστικά, θυμίζει καθημερινές σειρές και δεν στηρίζεται σε καμία απολύτως λογική: όλα γίνονται γιατί απλώς πρέπει να υπάρχει ένα φινάλε, πράγμα που δεν μας αφήνει να ταυτιστούμε με κανένα από τα πρόσωπα ούτε πραγματικά να τα συμπονέσουμε, όπως πιθανόν θα ήθελε ο Σέρινταν. Οι περισσότερες σκηνές συνοδεύονται από μουσικό χαλί (Μπράιαν Μπερν) που υπογραμμίζει συνεχώς τα συναισθήματα των προσώπων , αλλά η αμετροέπεια που επιδεικνύει σε αυτό το κομμάτι η ταινία, αντί να την ενισχύει , την αποδυναμώνει.