Ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, γεννήθηκε στην Αθήνα στο Παλαιό Ψυχικό στις 2 Ιουνίου 1940 και έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης σε ηλικία 83 ετών.
Ήταν ο μοναχογιός του βασιλιά Παύλου Α’ και της βασίλισσας Φρειδερίκης.Φοίτησε στο Εθνικό Εκπαιδευτήριο των Αναβρύτων στο Μαρούσι και παρακολούθησε μαθήματα στις στρατιωτικές σχολές Ευελπίδων, Δοκίμων και Ικάρων, αλλά και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από τα παιδικά του χρόνια είχε μια ιδιαίτερη κλίση στα αθλήματα, αλλά στις τέχνες, συμμετέχοντας σε θεατρικές παραστάσεις του σχολείου του. Μάλιστα, στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης το 1960 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα, με πλήρωμα τον Γεώργιο Ζαΐμη και τον Οδυσσέα Εσκιτζόγλου.
Τον Απρίλιο του 1941, με την αρχή της Γερμανικής Κατοχής, ο Κωνσταντίνος και η οικογένειά του έφυγαν από την Ελλάδα και επανήλθαν πέντε χρόνια αργότερα, μετά από το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου.
Το 1947 ο νεαρός Κωνσταντίνος ορίστηκε διάδοχος του θρόνου, μετά από την ενθρόνιση του πατέρα του, όπως όριζαν οι συνταγματικές διατάξεις. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Παύλου από καρκίνο στις 6 Μαρτίου του 1964, ο Κωνσταντίνος έγινε ο νέος βασιλιάς των Ελλήνων και όχι της Ελλάδας, όπως λάθος αναφέρεται. Βασιλιάς της Ελλάδας, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ήταν μόνο ο Όθωνας. Η ορκωμοσία του έγινε ενώπιον της Βουλής και την ίδια ημέρα ορκίστηκε αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα τους ανώτατους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας (στρατάρχης, αρχιναύαρχος και αρχιπτέραρχος).
Από τον πατέρα του, ο νεαρός Κωνσταντίνος είχε πάρει τα πρώτα μαθήματα διπλωματίας, που τον ακολούθησαν για όσο διάστημα ασκούσε τα καθήκοντά του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συνάντησής του με τον τότε πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας Τίτο, ο οποίος τον είχε προκαλέσει σε αγώνα σκακιού. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε σε θέση νίκης στο τρίτο παιχνίδι. Όμως, ο πατέρας του τον σκούντησε κάτω από το τραπέζι για να του δώσει να καταλάβει ότι έπρεπε να χάσει.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1964 παντρεύεται την πριγκίπισσα της Δανίας Άννα-Μαρία, τριτότοκη κόρη τού βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ’, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά: την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο, την Θεοδώρα και τον Φίλιππο. Αυτός ήταν πρώτος και ο τελευταίος επίσημος γάμος εν ενεργεία μονάρχη που έγινε στην Ελλάδα,προκαλώντας το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Παράνυμφος ήταν η μητέρα του Φρειδερίκη, ενώ την τελετή παρακολούθησαν πλήθος επισήμων καλεσμένων και μέλη βασιλικών οικογενειών από όλη την Ευρώπη.
Ο Κωνσταντίνος και η Άννα- Μαρία είχαν γνωριστεί στη Δανία από το 1957- όταν εκείνος ήταν 17 χρόνων και εκείνη μόλις 11- και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένα τρυφερό αίσθημα, που πολύ αργότερα εξελίχθηκε σε έρωτα. Όταν έγιναν οι αρραβώνες του ζεύγους τον Ιανουάριο του 1963, η Άννα Μαρία είχε δηλώσει: «Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να παντρευτώ έναν Βασιλιά. Ήθελα απλά να είμαι μία γυναίκα ευτυχισμένη με τον σύζυγό της. Ναι, αγαπώ εδώ και καιρό τον Κωνσταντίνο, και εύχομαι ο χρόνος να μας επιτρέψει να ζήσουμε μερικά χρόνια, όπως όλος ο κόσμος».