O Ζεράρ Ντεπαρντιέ σε μια από τις απολαυστικότερες ερμηνείες των τελευταίων χρόνων, ο Ρίτσαρντ Γκιρ στο Κύριο Τίποτα και μια ταινία με καστ γνωστών Ελλήνων ηθοποιών μέσα στις κινηματογραφικές επιλογές αυτής της εβδομάδας...
- Afterimage
- (Powidoki)
- Σκηνοθεσία: Αντρέι Βάιντα
- Παίζουν: Μπόγκουσλαβ Λίντα, Αλεξάντρα Τζούστα, Μπρονισλάβα Ζαμακόβσκα
Περίληψη:
Η συγκλονιστική ιστορία ενός πρωτοποριακού καλλιτέχνη που στάθηκε μόνος απέναντι στο καθεστώς, με κόστος την ίδια του τη ζωή. Το κύκνειο άσμα του μεγάλου σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα, που έφυγε πριν από λίγους μήνες σε ηλικία ενενήντα ετών, είναι ένας φόρος τιμής στην ελευθερία της έκφρασης και στη σημασία της τέχνης. Στη μεταπολεμική Πολωνία, ο ζωγράφος Βλάντισλαβ Στρεμίνσκι, ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, δουλεύει ως καθηγητής στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών. Ιδιοφυής καλλιτέχνης, εκρηκτική προσωπικότητα, τον λατρεύουν οι φοιτητές του, γοητεύει τις γυναίκες και χαίρει σεβασμού από τους ομότεχνούς του. Φιλελεύθερος και μαχητικός αγωνίστηκε για την ελευθερία, πήρε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου έχασε το χέρι και το πόδι του, και τώρα πια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιμένει μια εποχή ειρήνης. Όμως οι μεγάλες αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη, τον διαψεύδουν. Το Κόμμα θέλει μια τέχνη στρατευμένη στις αρχές και στα πρότυπα του σοσιαλισμού, ενώ ο Στρεμίνσκι υπηρετεί με πάθος την τέχνη που εξυμνεί τη ζωή και την ομορφιά ως απόλυτα επαναστατική πράξη. Οι «ακραίες» ιδέες του θα τον φέρουν σε αντιπαράθεση με το υπουργείο πολιτισμού, θα χάσει τη θέση στη σχολή και θα βρεθεί άνεργος, σε μια χώρα που ζει στη δίνη μιας τεράστιας αλλαγής. Χωρίς να μπορεί να πάρει κουπόνια για φαγητό, αφού στον «κομουνισμό όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει », θα βρεθεί στα όρια της λιμοκτονίας. Στο πλευρό του, η μικρή του κόρη, ένα πλάσμα δυνατό, που μέσα από τα αθώα της μάτια βλέπει μια νέα πραγματικότητα να ανατέλλει και προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σ' ένα σύστημα, που δεν καταλαβαίνει. Ο Στρεμίνσκι δεν μιλάει ποτέ για την πολιτική, μιλάει όμως πολιτικά, και οι θέσεις που πρεσβεύει είναι άκρως επικίνδυνες για οποιοδήποτε σύστημα, γιατί προτάσσουν ως απόλυτη ανάγκη την ελευθερία του ανθρώπου. Γι’ αυτό και τιμωρείται σκληρά από την ίδια του τη χώρα. Ο Βάιντα καταγράφει ένα οδοιπορικό στην κομμουνιστική κοινωνία, που προσπαθεί να αφομοιώσει την καινούρια της ταυτότητα, περιγράφοντας με αδρές γραμμές και κυνικό χιούμορ όλα τα «στρατόπεδα».
Ταυτόχρονα όμως τοποθετείται απέναντι στο ερώτημα που απασχολεί τους καλλιτέχνες σήμερα σχετικά με τον ρόλο της τέχνης, προτάσσοντας την ομορφιά ως απόλυτη αξία. «Δεν αρκεί να κοιτάς, πρέπει να βλέπεις αλλιώς», μοιάζει να λέει ο Βάιντα διά στόματος του Στρεμίνσκι και με την σοφία των ενενήντα του χρόνων υπογράφει μια συνταρακτική ταινία, παρουσιάζοντας το άτομο απέναντι στο σύστημα και στην κοινωνία. Χωρίς να χάνει την ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική και στην ανθρώπινη διάσταση του μεγάλου ζωγράφου, αν και η σχέση του με τη γυναίκα του και επίσης διάσημη γλύπτρια Καταρίνα Κόμπρο μένει στο περιθώριο, τελικά παραδίδει μια βιογραφία με έντονα κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, στιγμές σπάνιας ευαισθησίας, αποφεύγοντας όμως τους καταγγελτικούς τόνους, όχι όμως και την κριτική διάθεση. Ο Μπόγκουσλαβ Λίντα δίνει σάρκα και οστά στον πρωτοποριακό καλλιτέχνη με απίστευτη υποκριτική δεξιοτεχνία, κι έτσι ο Βάιντα μάς αποχαιρετά με ένα μικρό διαμάντι, που έρχεται να μας θυμίσει την προσωπική μας ευθύνη απέναντι στην Ιστορία.
- Ηνωμένες Πολιτείες Αγάπης
- (United States of Love)
- Σκηνοθεσία: Τόμας Βασιλέφσκι
- Παίζουν: Τζούλια Κιζόφσκα, Μαγκνταλένα Τσιελέκα, Ντορότα Κόλακ, Μάρτα Νιεράντκιεβιτς, Τόμεκ Τίντικ
Περίληψη: Πολωνία, 1990. Το πρώτο χαρούμενο έτος ελευθερίας, αλλά και αβεβαιότητας για το μέλλον. Τέσσερις φαινομενικά ευτυχισμένες γυναίκες, διαφορετικών ηλικιών αποφασίζουν ότι έχει έρθει η στιγμή να αλλάξουν τις ζωές τους και να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. To «τρομερό παιδί» του πολωνικού σινεμά , ο Τόμας Βασιλέφσκι, υπογράφει την πιο γυναικεία ταινία της χρονιάς και αποσπάει το Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Βερολίνου. Σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του Βάιντα, ο Βασιλέφσκι τοποθετεί τη δράση της ταινίας όχι στην αρχή του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά σε μια άλλη περίοδος βαθιάς αλλαγής, στο 1990, όπου πλέον η χώρα περνάει στην δημοκρατική της φάση και πρέπει να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της. Μέσα σε ένα αβέβαιο κι ασταθές πολιτικό περιβάλλον που διαρκώς υπονοείται, ο Πολωνός σκηνοθέτης ακολουθεί τις ιστορίες τεσσάρων γυναικών, που αναζητούν τον έρωτα και πειραματίζονται με τη σεξουαλικότητά τους. Η Αγκάτα είναι μια νεαρή μητέρα, παγιδευμένη σε έναν δυστυχισμένο γάμο, η οποία αποκτάει μια εμμονή με τον ιερέα της ενορίας, αναζητώντας τον έρωτα σε ένα άνδρα που δεν της δίνει καμία απολύτως σημασία. Η Ρενάτα, μια μεγαλύτερη σε ηλικία δασκάλα, παρακολουθεί γοητευμένη τη γειτόνισσά της, Μαρζένα. Εκείνη με τη σειρά της είναι μια πρώην βασίλισσα της ομορφιάς και νυν δασκάλα αερόμπικ, που ενώ αναζητά έναν τρόπο για να ξαναβγεί στο φως της δημοσιότητας, πέφτει θύμα βιασμού. Οι σκηνές όπου παραδίδει μαθήματα υπό τους ήχους αμερικανικής ποπ μουσικής σε μια αίθουσα που παραπέμπει ευθέως στο ανατολικό μπλοκ είναι ενδεικτικό του πώς ο Βασιλέφσκι επιλέγει να περιγράψει μέσα από προσωπικές ιστορίες την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της περιόδου. Τέλος, η Ίζα είναι διευθύντρια σχολείου και διατηρεί παράνομο δεσμό με τον πατέρα μιας μαθήτριάς της. Όταν η γυναίκα εκείνου πεθαίνει, η Ίζα διεκδικεί μια θέση στη ζωή του, χωρίς αποτέλεσμα, γεγονός που την οδηγεί σε παράλογες συμπεριφορές. Με ελάχιστους διαλόγους, αλλά ενδοσκοπική παρατήρηση στα πρόσωπά του, ο Βασιλέφκι επηρεασμένος σαφώς από τον Κισλόφσκι, χρησιμοποιεί μια αποχρωματισμένη παλέτα, που δίνει την αίσθηση των παγωμένων εσωτερικών τοπίων των τεσσάρων ηρωίδων του. Σκύβει με αγάπη, σχεδόν ερωτική αφοσίωση πάνω τους, και καταδύεται στον ψυχισμό τους, υπογράφοντας αν και άνδρας μια λεπτομερή ανατομία της γυναικείας φύσης. Έχοντας μάλιστα στο καστ τέσσερις εξαιρετικές ηθοποιούς που μιλούν μέσα από τις σιωπές και υποστηρίζουν με δύναμη τα σφιχτά μακράς διάρκειας πλάνα του, προσδίδοντας δραματικές εντάσεις χωρίς ίχνος υπερβολής, πετυχαίνει να αποκαλύψει σκοτεινές πλευρές του έρωτα, δικαιολογώντας εύστροφα τον ειρωνικό τίτλο της ταινίας του. Έτσι αποδεικνύει ότι είναι μια σημαντική δύναμη του ευρωπαϊκού σινεμά που αξίζει την προσοχή σας.
- Ο κύριος Τίποτα
- ( Norman: Τhe moderate rise and tragic fall of a New York fixer)
- Σκηνοθεσία – Σενάριο: Τζόζεφ Σένταρ
- Παίζουν: Ρίτσαρντ Γκιρ, Λιόρ Ασκενάζι, Μάικλ Σιν, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Νταν Στίβενς, Στιβ Μπουσέμι, Χανκ Αζάρια, Τζόναθαν Αβίγκντορι
Περίληψη: Ο Νόρμαν Όπενχαϊμερ ζει μια μοναχική ζωή στο περιθώριο της δύναμης και του χρήματος που υπόσχεται η Νέα Υόρκη. Είναι φιλόδοξος και διαρκώς εμπνέεται σχέδια, που όμως δεν αποδίδουν ποτέ καρπούς. Μη έχοντας ουσιαστικά να προσφέρει κάτι, ο Νόρμαν πασχίζει να γίνει φίλος με τους πάντες, αλλά το διαρκές networking τον οδηγεί στο απόλυτο πουθενά. Ο Τζόζεφ Σένταρ σκηνοθετεί την ιστορία ενός σύγχρονου Εβραίου μεσάζοντα- με στοιχεία από τον σαιξπηρικό Σάιλοκ και τον Φάγκιν του «Ολιβερ Τουίστ»- που προσπαθεί να βρει ένα τρόπο να υπάρξει στη Νέα Υόρκη, αλλά συντρίβεται τελικά από το παιχνίδι που προσπαθεί να στήσει. Ο Νόρμαν κάνει ένα πολύ περίεργο επάγγελμα: αναλαμβάνει να προσφέρει υπηρεσίες σε ανθρώπους με υψηλές θέσεις. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να δημιουργήσει ένα δίκτυο ισχυρών γνωριμιών. Οι αποτυχημένες του προσπάθειες δεν τον πτοούν και όταν συναντάει έναν φέρελπι ισραηλινό πολιτικό, τον Μίχα Έσελ, τον προσεγγίζει αγοράζοντάς του ένα πανάκριβο ζευγάρι παπούτσια, μια κίνηση που συγκινεί τον νεαρό άντρα βαθύτατα. Τρία χρόνια αργότερα ο Μίχα γίνεται πρωθυπουργός του Ισραήλ και τότε ο Νόρμαν συνειδητοποιεί ότι για πρώτη φορά έχει ποντάρει στο « σωστό άλογο». Κατακλυσμένος από ένα μοναδικό αίσθημα επιτυχίας και απολαμβάνοντας τη «φιλία» ενός ισχυρού ηγέτη, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το όνομα του Έσελ για να κλείσει τη μεγαλύτερη δουλειά της ζωής του. Την ίδια ώρα ο νέος πρωθυπουργός προσπαθεί να επιτύχει την ειρήνη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Το σχέδιο όμως του Νόρμαν μπάζει νερά κι έτσι θα προκαλέσει άθελά του ένα διεθνές διπλωματικό επεισόδιο και θα απειλήσει τη μεγάλη συμφωνία. Τελικά θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια σκοτεινή υπόθεση, που ίσως μόνος του έχει προκαλέσει και θα συντριβεί. Ο κεντρικός χαρακτήρας του Σένταρ είναι ένας ανθρωπάκος, που δεν γίνεται συμπαθής ούτε στο περιβάλλον ούτε στους θεατές.
Αντίθετα μιλάει πολύ, λέει ψέματα, εκμεταλλεύεται κερδοσκοπικά τους πάντες και τα πάντα. Έχει όμως μια μοναξιά, είναι ένας άνθρωπος χωρίς τη δική του ζωή, που αναζητάει με εμμονή την προσοχή των άλλων, όχι για να βγάλει χρήματα, ούτε για να κερδίσει εξουσία, αλλά απλώς για να υπάρξει. Κι αυτό το ανθρωπάκι στο οποίο κανείς δεν δίνει σημασία γίνεται ξαφνικά η πέτρα του σκανδάλου, εν μέρει λόγω της προσωπικής ευθύνης, εν μέρει γιατί έτσι επιβάλλει το σύστημα. Το γεγονός ότι ο Σένταρ περιστρέφει την υπόθεση της ταινίας γύρω από μια ειρήνη που σήμερα τουλάχιστον μοιάζει μάλλον αδύνατη και βάζει έναν απλό πολίτη να μπορεί να την κάνει πραγματικότητα, ή να την καταστρέψει έχει ενδιαφέρον, αλλά ο τρόπος που χειρίζεται την όλη ιστορία συχνά δημιουργεί ασάφειες. Επιλέγει τον δύσκολο δρόμο, αναφερόμενος σε ένα θέμα μείζονος πολιτικής σημασίας, ίσως γι’ αυτό οι προσπάθειές του να αποκαλύψουν την ευάλωτη πλευρά ενός καιροσκόπου δεν έχουν αποτέλεσμα. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ όμως, ίσως στην καλύτερη ερμηνεία της ζωής του, σε έναν ρόλο τελείως διαφορετικό από όσους τον έχουμε συνηθίσει απεκδύεται την γοητευτική του περσόνα και υποδύεται μοναδικά αυτόν τον απίστευτο loser, υπηρετώντας με μέτρο τις υπερβολές του και προσδίδοντάς του μια παιδική αθωότητα. Τελικά ο Κύριος Τίποτα δεν απαντάει στο αν οι άνθρωποι μπορούν να επηρεάσουν το σύστημα ή είναι έρμαία του, αλλά παρόλα αυτά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ταινία, που με ανορθόδοξο τρόπο εισβάλλει στα άδυτα μια πολιτικής παραδοξολογίας.