Νίκος Ξανθόπουλος
Νίκος Ξανθόπουλος
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Νίκος Ξανθόπουλος: Το «παιδί του λαού» που κράτησε χαμηλό προφίλ ως το τέλος της ζωής του


Την εποχή του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ενσάρκωσε τον πόνο αλλά και την ντομπροσύνη των φτωχών ανθρώπων, μέσα από τα τραγούδια και τους ρόλους του και έτσι καταξιώθηκε ως ένας από τους πλέον αγαπημένους ηθοποιούς της μεγάλης οθόνης. Κι όπως στις ταινίες, έτσι και στη ζωή, ο Νίκος Ξανθόπουλος, που έφυγε πλήρης ημερών μετά από έναν μήνα νοσηλείας στα 89 του χρόνια.

«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να 'μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να 'μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Άγκυρα».

Φωτογραφία: Nikox Xanthopoulos/ Facebook

Παιδί προσφύγων που πάλευαν για το μεροκάματο, μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία και γνώρισε από πρώτο χέρι τι σημαίνει φτώχεια. Από μικρός όμως διάβαζε πολύ, μια συνήθεια που δεν εγκατέλειψε ποτέ -μάλιστα διαθέτει μια εξαιρετική βιβλιοθήκη- και ονειρευόταν να γίνει φιλόλογος, ενώ παράλληλα έπαιζε και ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ ως έφηβος. Το μικρόβιο της υποκριτικής μπήκε μέσα του, όταν είδε τον Μάνο Κατράκη, του οποίου ήταν μεγάλος θαυμαστής. Κάπως έτσι βρέθηκε να δίνει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου και έγινε δεκτός.

Ξεκίνησε την καριέρα του από το θέατρο, παίζοντας στην κομεντί του Μ. Αντρέ «Βιργινία». Από το 1957 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, συμμετείχε σε παραστάσεις του ελεύθερου θεάτρου. Από τις πιο σημαντικές του στιγμές ήταν όταν έπαιξε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, αλλά και η συνεργασία του με τον Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη.

Με τον Γιώργο Μητσάκη /Facebook /Nikos Xanthopoulos

Όμως μέσα από τον κινηματογράφο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Αν και καθιερώθηκε ως δραματικός ηθοποιός, ξεκίνησε με την κωμωδία «Το εισπρακτοράκι» πλάι στον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Νίκο Ρίζο. Στην αρχή, οι σκηνοθέτες τού έδιναν συνήθως τους ρόλους του κακού και σκληρού άνδρα, ενώ συμμετείχε και σε «τολμηρές» για την εποχή τους ταινίες.

Ώσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη και παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο της ΚΛΑΡΚ ΦΙΛΜ,  με την οποία είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 μέχρι το 1971. Έτσι, πρωταγωνίστησε σε μια σειρά από μελοδράματα -«Περιφρόνα με γλυκιά μου» (1965), «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Άδικη κατάρα» (1967), «Ξεριζωμένη γενιά» (1968), «Η σφραγίδα του Θεού» (1969), «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» και το λαϊκό έπος «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969)- κι έγινε το «παιδί του λαού». Οι ταινίες του σημείωναν τεράστια εισπρακτική επιτυχία και πολλές φορές δεν έκαναν καν πρώτη προβολή, αλλά παίζονταν απευθείας σε συνοικιακούς  κινηματογράφους, όπου γινόταν κυριολεκτικά χαμός.

Η άλλη μεγάλη αγάπη του ήταν πάντα το τραγούδι. Η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου και ο Απόστολος Καλδάρας του έμαθαν τα μυστικά, καταρχάς για τα τραγούδια που χρειάστηκε να ερμηνεύσει στις ταινίες, όπου πρωταγωνιστούσε. Αργότερα, τη δεκαετία του ’70, όταν πια η λεγόμενη «Χρυσή εποχή» του σινεμά είχε παρέλθει, στράφηκε στη δικογραφία. Κυκλοφόρησε 9 δίσκους και 55 singles, ερμηνεύοντας συνολικά 300 τραγούδια σημαντικών συνθετών μας, όπως του Άκη Πάνου, του Χρήστου Νικολόπουλου του Σταύρου Ξαρχάκου κ.ά. Στις συναυλίες που έδινε εκείνη την περίοδο εντός και εκτός Ελλάδας, γινόταν πραγματικά το αδιαχώρητο, γιατί ο Ξανθόπουλος είχε τον δικό τρόπο να μιλάει στις καρδιές των ανθρώπων.

Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά «Αγρίμια». Οκτώ χρόνια μετά, το 1981, παίζει στο σίριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού», ενώ το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά «Στην κόψη του ξυραφιού». Το 1989 συνεργάζεται και πάλι με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλλη στο «Μινόρε μιας καρδιάς», που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και κατόπιν παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Κατόπιν, προέκυψε το «Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα» και πήρε μέρος σε δυο βιντεοπαραγωγές, που έγιναν από το κανάλι ΑΝΤ1 το 1992. Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση, μετά από απουσία 24 ετών, έρχεται το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο».



Ο Νίκος Ξανθόπουλος με τα τέσσερα παιδιά του /Facebook

Στα τέλη του 2005 εκδίδει σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του, όπου περιέγραψε τη ζωή του και αποκάλυψε το πραγματικό του πρόσωπο, το οποίο, όπως έλεγε, κανείς δεν ήξερε πραγματικά. Μάλιστα, είχε πει πως αυτό το βιβλίο είναι σαν «μια εξομολόγηση στον πνευματικό του». «Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει. Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου ‘λεγε, “Χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου”», γράφει χαρακτηριστικά.

Αν και σταρ, ο Ξανθόπουλος υπήρξε πάντα συνετός και μετρημένος, συνήθιζε να κυκλοφορεί με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, για να μην πάρουν αέρα τα μυαλά του, όπως έλεγε ο ίδιος. Άλλωστε πάντα του άρεσε να έχει επαφή με τον κόσμο, γιατί ήθελε να βλέπει πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι και τι τραβάνε, όπως δήλωνε, για να μπορεί να μεταφέρει τη φωνή τους μέσα από τους ρόλους του.

Παρά τη δημοφιλία του, κατάφερε να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα την προσωπική του ζωή. Γι' αυτό και λίγοι γνωρίζουν ότι παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος γάμος του ήταν με την ηθοποιό Ελένη Καρπέτα, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Παναγιώτη που του χάρισε τον εγγονό του Νίκο. Η μεγάλη αγάπη της ζωής του όμως ήταν η Εριφύλη, η οποία στεκόταν στο πλευρό του μέχρι την τελευταία μέρα. Για εκείνη είχε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή του: «Η μεγαλύτερη επιτυχία στη ζωή μου δεν είναι τα έργα μου, είναι ο γάμος μου». Δεν αποκάλυψε ποτέ πώς γνωρίστηκαν, απλώς έλεγε ότι οι δρόμοι τους συναντήθηκαν επεισοδιακά. Μαζί απέκτησαν άλλα τρία παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Το κτήμα, όπου ζούσαν στην Παιανία, έχει μάλιστα το δικό της όνομα.

Facebook /Nikos Xanthopoulos

Κάποια στιγμή, το 2021 θέλησε να ευχηθεί δημόσια στον γιο του, Γιώργο, για τα γενέθλιά του. «Χρόνια πολλά Γιώργο μου... Πολύχρονος κι ευτυχισμένος να ‘σαι πάντα, γιέ μου. Να σε χαιρόμαστε που ‘σαι λεβέντης», έγραψε στο Facebook. Μόνο που δεν περίμενε ότι η ανιψιά του, ανιψιά της πρώην γυναίκας του για την ακρίβεια, θα του έκανε «επίθεση». «Θείε Νίκο να χαιρόμαστε τον Γιώργο. Έχεις όμως και άλλο γιο. Από τον πρώτο σου γάμο με τη θεία μου, Ελένη Καρπέτα από τη Χιλιαδού, που ήταν επίσης ηθοποιός. Τον λένε Παναγιώτη Ξανθόπουλο και ήταν αρχιτυπογράφος στο συγκρότημα Μπόμπολα. Σου έχει χαρίσει εγγόνια. Μήπως να το ανέφερες κάποτε; Το λέω με αγάπη», σχολίασε και εκείνος αμέσως έσπευσε να της απαντήσει, λύνοντας αυτή την μικρή παρεξήγηση: «Έχει γίνει αναφορά και στον Παναγιώτη και μάλιστα πολλές φορές όπως και στο εγγονό μου το Νίκο».

Τα τελευταία χρόνια ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε αποσυρθεί στο κτήμα του, όπου ασχολούταν με τον κήπο του και την οικογένειά του, ενώ δεν παρέλειπε να επικοινωνεί με το κοινό του μέσα από τα social media.





SHARE