Ο θάνατος του σπουδαίου ηθοποιού Γιάννη Φέρτη, που έφυγε σε ηλικία 86 χρόνων, σκόρπισε θλίψη στον καλλιτεχνικό χώρο. Η είδηση έγινε γνωστή μέσω ανάρτησης του προέδρου του ΣΕΗ Σπύρου Μπιμπίλα. Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει στο Α’ Κοιμητήριο της Αθηνάς την Τρίτη.
Γοητευτικός, με καλλιέργεια, ευγένεια και σπάνιο χιούμορ- ήταν γνωστός για τις πνευματώδεις ατάκες του- ο Γιάννης Φέρτης ξεχώρισε από την αρχή για το ταλέντο, το ιδιαίτερο και ξεχωριστό βαθύ και ζεστό μέταλλο της φωνής του, αλλά και για το χαμηλό προφίλ του. Διακρίθηκε σχεδόν σε όλα τα είδη θεάτρου, και πρωταγωνίστησε σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, σημειώνοντας μια μακρά καριέρα, που κράτησε από το 1961 μέχρι σήμερα.
Ο Γιάννης Φέρτης γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1938 και είχε καταγωγή από το ορεινό χωριό Δάφνη του Νομού Φθιώτιδας. Ο ίδιος είχε αποκαλύψει ότι από μικρή ηλικία έλεγε πως θα γίνει ή χασάπης, το επάγγελμα του πατέρα του, ή ηθοποιός. Πράγματι, εργάστηκε για λίγο καιρό στο κρεοπωλείο του πατέρα του «Τα πέντε αδέρφια», αλλά τελικά τον κέρδισε η υποκριτική, καταφέρνοντας να φοιτήσει στο Θέατρο Τέχνης κι από εκεί να βρεθεί στο ιστορικό Υπόγειο του Κάρολου Κουν.
«Περνούσα από το Θέατρο Τέχνης, έβλεπα τις φωτογραφίες, χάζευα. Μια φορά, με την ποδιά του χασάπη κι ένα μοσχαρίσιο μπούτι, πέρασα από το θέατρο και μετά πήγα στο εστιατόριο εκεί δίπλα, το Ιντεάλ. Ήμουν ψωνισμένος με το Τέχνης και το Εθνικό. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου με πήγε την πρώτη φορά στο θέατρο, στο Ακροπόλ. Είδα τη Συνοδινού και τον Ηλιόπουλο. Εντυπωσιάστηκα. Μετά άρχισα να πηγαίνω και μόνος μου. Στα 16 μου το αποφάσισα. Το ήξεραν και οι καθηγητές μου στο σχολείο. Με απασχολούσε πώς θα το πάρουν οι γονείς μου. Μάζευα τα προγράμματα, διάβαζα τις κριτικές και τις κολλούσα πάνω στο πρόγραμμα. Θυμάμαι ότι μια εφημερίδα έγραφε ότι το Τέχνης δεν έχει λεφτά και σκεφτόμουν ότι αν είχα, θα τους έδινα... Πήγα στο Τέχνης, έδωσα εξετάσεις, πέρασα. Ο Κουν μας έβγαλε από το δεύτερο έτος στο θέατρο. Έπαιξα με τη Μελίνα. Είχα τύχη, θα είχα και προσόντα. Πήγαινα και αγόραζα θεατρικά έργα, διάβαζα ρόλους και τους απήγγελνα», είχε πει σε συνέντευξή του στη Μυρτώ Λοβέρδου για τα πρώτα του βήματα.
H μεγάλη καριέρα του Γιάννη Φέρτη
Ο Γιάννης Φέρτης το 1959 έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο με το έργο «Η ηλικία της νύχτας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν έργα όπως οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, η «Ευρυδίκη» του Ζαν Ανούιγ, «Το Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς, η«Επικίνδυνη στροφή» του Τζον Πρίσλεϊ, η «Άσκηση πέντε δακτύλων» του Πίτερ Σάφερ και πολλά ακόμα.
Από το 1967 και για μια δεκαετία, ως θιασάρχης μαζί με την Ξένια Καλογεροπούλου ανέβασε σημαντικά θεατρικά έργα όπως: «Ο γλάρος» του Άντον Τσέχοφ, «Αφροδίτη και ντέτεκτιβ «του Πίτερ Σάφερ, «Καημένε μου Μάρικ» του Αλεξέι Αρμπούζοφ, «Ο σοβαρός κύριος Ερνέστος» του Όσκαρ Ουάιλντ, «Η ηδονή της τιμιότητας» του Λουίτζι Πιραντέλο, «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» του Λέοναρντ Γκερς, «Ο επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ, «Το αυγουστιάτικο φεγγάρι» του Τζον Πάτρικ, «Λουβ» του Μάρεϊ Σίσγκαλ, «Φτωχέ φονιά» του Πάβελ Κόχουτ, «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή» του Λουίτζι Πιραντέλο, «Ο δάσκαλος» του Μπέρτολτ Μπρεχτ και «Βρικόλακες» του Ερρίκου Ίψεν.
Στα τέλη της δεκαετίας του '70, πρωταγωνίστησε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Νυφικό κρεβάτι» του Γιαν ντε Χάρντογκ, με τον θίασο Καρέζη-Καζάκου στην «Παναγία των δολαρίων» του Γκάρσον Κάνιν και με τους Μάνο Κατράκη και Μελίνα Μερκούρη στο έργο «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Τη δεκαετία του '80, ανέβασε με τον δικό του θίασο στο θέατρο Αθηνά σημαντικά κείμενα, όπως το «Γλυκό πουλί της νιότης του Τενεσί Ουίλιαμς, με συμπρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, το «Μπεντ» του Μάρτιν Σέρμαν, «Το τέλος της κυρίας Τσέινι» του Φ. Λόνσντεϊ με συμπρωταγωνίστρια τη Μιμή Ντενίση, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 συνεργάστηκε με το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου και ερμήνευσε τον «Βόυτσεκ»του Γκέοργκ Μπύχνερ (1990) και τον «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1991 και 1992), στο οποίο επέστρεψε το 2000, ερμηνεύοντας τον «Φάουστ» του Γιόχαν Γκαίτε.
Την περίοδο 1993-1995 ακολούθησε η συνεργασία του με τον Ρώσο σκηνοθέτη Γιούρι Λιουμπίμοφ στον «Γλάρο» του Άντον Τσέχοφ, τους «Δανειστές» του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ και τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ και συνέχισε την πορεία του στο ελεύθερο θέατρο και το αρχαίο δράμα.
Την περίοδο 2000-2001, ο Γιάννης Φέρτης πρωταγωνίστησε στο έργο «Ο θαυματοποιός «του Μπράιαν Φρίελ στο Απλό Θέατρο, για το οποίο απέσπασε το Βραβείο Ερμηνείας Αιμίλιος Βεάκης και το 2003 συνεργάστηκε ξανά μετά από ποολλά χρόνια με το Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» στην παράσταση «Προσωπική συμφωνία» του Ρόναλντ Χάργουντ. Στη συνέχεια και μέχρι το 2019 συνεργάστηκε με διακεκριμένους, αλλά και νεότερους δημιουργούς. Μεταξύ άλλων πρωταγωνίστησε στους «Ήρωες» του Ζεράρ Σιμπλερά σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς και τιμήθηκε για την ερμηνεία του με το Θεατρικό Βραβείο Κοινού.
Στον κινηματογράφο, ο Γιάννης Φέρτης πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 30 ταινίες. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1961 στην ταινία «Ποια είναι η Μαργαρίτα» με την Τζένη Καρέζη, ενώ την επόμενη χρονιά ερμήνευσε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα » σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, ταινία που απέσπασε 25 διεθνείς διακρίσεις (μεταξύ των οποίων και υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας). Το 2008 κέρδισε το Βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία «Σκλάβοι στα δεσμά τους» σε σκηνοθεσία Τώνη Λυκουρέση.
Στην τηλεόραση, ο Γιάννης Φέρτης έπαιξε σε περισσότερες από 15 σειρές, με σημαντικότερες τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και τον «Συμβολαιογράφο» το 1979. Έχει ασχοληθεί και με το τραγούδι, ερμηνεύοντας το 1971, μαζί με την Αφροδίτη Μάνου, το ντουέτο «Σαν με κοιτάς», συνεργάστηκε ως αφηγητής με τη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης, τον Μανώλη Μητσιά στον δίσκο «Αργοναύτες» και στο μεγάλο ορχηστρικό έργο με θεματικό χαρακτήρα «Μέρες Επιταφίου», που βασίστηκε στο πρωτότυπο κείμενο του Νίκου Γκάτσου και μελοποίηση του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Τέλος, με την ιδιαίτερα εκφραστική φωνή του έχει ντύσει πληθώρα διαφημίσεων στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
Οι γυναίκες της ζωής του Γιάννη φέρτη
Ο Γιάννης Φέρτης ήταν ένας τζέντλεμαν, που απολάμβανε να ζει την κάθε στιγμή της ζωής του, ενώ από την αρχή που βγήκε στο θέατρο μέχρι και τα τελευταία χρόνια διατηρούσε την απαράμιλλη γοητεία του. Ο ίδιος θα αναφέρει σε συνέντευξή του στη Μυρτώ Λοβέρδου: «Είναι κληρονομικό, τα γονίδιά, και όχι αποτέλεσμα καλής ζωής. Ποια καλή ζωή; Κάπνιζα εξήντα τσιγάρα τη μέρα, ξενυχτούσα, νεότερος, έμενα ξύπνιος ως τις οκτώ-εννιά το πρωί για να δω το ξημέρωμα. Κι ας ήμουν αφοσιωμένος στο θέατρο. Έκανα παράλληλα και τη ζωή μου, πράγματα που μου έκαναν κέφι. Κάποιες φορές πηγαίναμε για πόκα μετά την παράσταση και παίζαμε μέχρι την άλλη μέρα, που είχαμε διπλή παράσταση. Κι ας μην το επέτρεπε φυσικά ο Κουν... Ήμουν βέβαια σχεδόν παιδί τότε».