Shutterstock/wavebreakmedia
Shutterstock/wavebreakmedia
30|07|2018 14:46
SHARE
TOP 5

Τα πέντε βιβλία που πρέπει να βάλεις στη βαλίτσα σου για τις καλοκαιρινές διακοπές


Φτιάχνοντας τη βαλίτσα των φετινών διακοπών  δεν ξεχνάμε να πάρουμε μαζί μας βιβλία που θα μας κρατήσουν συντροφιά τις πολύτιμες μέρες της χαλάρωσης.

Επιλέγουμε τέσσερα από τα πιο ωραία μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα κι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο που ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το δοκίμιο. 

Μέρες εγκατάλειψης της Elena Ferrante 

Οι πρώτες λέξεις 
 «Ένα απομεσήμερο του Απρίλη, αμέσως μετά το φαγητό, ο άντρας μου, μου ανακοίνωσε ότι ήθελε να με παρατήσει. Αυτό το έκανε ενώ μαζεύαμε το τραπέζι, τα παιδιά τσακώνονταν ως συνήθως στο διπλανό δωμάτιο και το σκυλί ονειρευόταν γρυλίζοντας πλάι στο καλοριφέρ. Μου είπε ότι ήταν μπερδεμένος, ότι περνούσε δύσκολες στιγμές, ότι ένιωθε κουρασμένος, ανικανοποίητος, ως και τιποτένιος ακόμα. Μίλησε κάμποση ώρα για τα δεκαπέντε χρόνια του γάμου μας, για τα παιδιά μας, και παραδέχτηκε ότι δεν είχε κανένα παράπονο ούτε από εκείνα ούτε από εμένα. Η στάση του ήταν συγκρατημένη όπως πάντα, αν εξαιρέσουμε μια υπερβολική κίνηση που έκανε με το δεξί του χέρι, καθώς μου εξηγούσε μ’ έναν παιδιάστικο μορφασμό για κάποιες σιγανές φωνές, ένα είδος ψιθύρου, που τον έσπρωχναν αλλού. Έπειτα, αφού επωμίστηκε την ευθύνη για όλα όσα συνέβαιναν, έκλεισε διακριτικά την πόρτα πίσω του, αφήνοντάς με αποσβολωμένη δίπλα στον νεροχύτη». 

Με λίγα λόγια
Η Όλγα, παντρεμένη εδώ και δεκαπέντε χρόνια, ζει μια ήρεμη και γεμάτη ζωή με τον σύζυγο και τα δυο παιδιά τους, σε ένα όμορφο σπίτι στο Τορίνο. Ο αγγελικά πλασμένος κόσμος της γκρεμίζεται την ημέρα που ο αγαπημένος της σύζυγος της ανακοινώνει ότι την εγκαταλείπει. Εκείνος δεν την αγαπάει πια, κι εκείνη, που πάντα πίστευε ότι θα γεράσουν μαζί, πρέπει να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα. Η Όλγα μόνη πια στο σπίτι ξενυχτάει, ξαναφέρνει στο νου της την κοινή τους ζωή και προσπαθεί να καταλάβει πώς αυτοί οι άλλοτε ευτυχισμένοι έφτασαν σε αυτό το σημείο. Καταλήγει να στροβιλίζεται ανάμεσα στα φαντάσματα της παιδικής της ηλικίας στη Νάπολη, εκεί όπου παραμονεύει ο μεγαλύτερος φόβος της: ότι θα γίνει σαν εκείνη τη γειτόνισσα που όλοι την φώναζαν «Κακομοίρα»   ̶ μια γυναίκα που την παράτησε ο άντρας της κι εκείνη, αφού τρελάθηκε, αυτοκτόνησε. 

Η γνώμη της Bovary
Η  Έλενα Φερράντε είναι η πιο πολυσυζητημένη συγγραφέας των τελευταίων χρόνων· η περίφημη «Τετραλογία της Νάπολης» υπήρξε μια παγκόσμια εκδοτική επιτυχία, ενώ η αληθινή της ταυτότητα παραμένει ένα μυστήριο. Το «Μέρες Εγκατάλειψης» έχει γραφτεί πριν την «Τετραλογία», αλλά διαθέτει την ίδια μαεστρία στην αφήγηση. Η συγγραφέας παίρνει ένα συνηθισμένο θέμα και το μεταμορφώνει σε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που συμπαρασύρει τον αναγνώστη στα πιο μαύρα και οδυνηρά βάθη της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Η πρωταγωνίστρια, μια γυναίκα που έχει μάθει να ζει βάσει των επιθυμιών του συζύγου της, θα χρειαστεί να κάνει μια βουτιά βαθιά μέσα της, να αναθεωρήσει σχέσεις και συναισθήματα  κι -αν τα καταφέρει- να ξαναβγεί σώα στην επιφάνεια. 
Ο δρόμος δεν θα είναι καθόλου εύκολος, καθώς είναι σπαρμένος με προσωπικούς δαίμονες και τρομακτικά φαντάσματα. Η Όλγα θα φτάσει στα όρια της τρέλας. 
Το «Μέρες Εγκατάλειψης» είναι μια σπουδή πάνω στο θέμα του χωρισμού και της εγκαταλελειμμένης συζύγου. Ένα μυθιστόρημα απίστευτης έντασης γεμάτο γνώριμες, για πολλές γυναίκες, εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα, που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. 
Elena Ferrante | Μέρες Εγκατάλειψης | Εκδόσεις Πατάκη 


Η Μοναδική Ιστορία
 

Οι πρώτες λέξεις 
«Θα προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα. Ίσως να επισημάνετε -και σωστά- ότι δεν πρόκειται για πραγματικό ερώτημα. Επειδή δεν έχουμε επιλογή. Εάν είχαμε επιλογή, τότε θα ήταν όντως ερώτημα. Αλλά δεν έχουμε, άρα δεν είναι. Ποιος μπορεί να ρυθμίσει πόσο θα αγαπήσει; Αν μπορείς να ελέγξεις το συναίσθημα, τότε δεν πρόκειται για έρωτα. Δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορεί να ονομαστεί, έρωτας όμως δεν είναι. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μόνο μια ιστορία να αφηγηθούμε. Δεν θέλω να πω ότι μας συμβαίνει ένα μονάχα πράγμα όσο ζούμε: στο διάβα της ζωής μας συντελούνται αναρίθμητα γεγονότα τα οποία μετατρέπουμε σε αναρίθμητες ιστορίες. Όμως ένα μονάχα έχει σημασία, ένα μονάχα αξίζει πραγματικά να το αφηγηθούμε. Και να πιο είναι το δικό μου». 

Με λίγα λόγια
Βρισκόμαστε σε ένα συντηρητικό προάστιο του Λονδίνου, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο Πολ είναι 19 χρόνων και σπουδάζει στο πανεπιστήμιο. Όταν γυρίζει για τις καλοκαιρινές διακοπές στο σπίτι του, γράφεται στην τοπική λέσχη του τέννις. Στο τουρνουά του μεικτού διπλού, παρτενέρ του είναι η Σούζαν Μακλέοντ, μια γυναίκα όλο αυτοπεποίθηση και ειρωνεία. Η Σούζαν είναι 48 ετών, παντρεμένη με δυο μεγάλες κόρες. Πολύ γρήγορα ο Πολ και η Σούζαν θα ερωτευτούν παράφορα ο ένας τον άλλο και θα ακολουθήσουν τα βήματα που υπαγορεύει η καρδιά τους. 


Η γνώμη της Bovary
O βραβευμένος Βρετανός συγγραφέας Τζούλιαν Μπάρνς παίρνει μια κοινότυπη ιστορία -ένας έρωτας ανθίζει, ωριμάζει και πεθαίνει- και τη μεταμορφώνει σε μια «μοναδική ιστορία». Στην αρχή, ο Πολ περιγράφει την αρχή της σχέσης τους με τη Σούζαν· ο ερωτάς τους αδιαφορεί για τις κοινωνικές συμβάσεις και τον γεμίζει δύναμη. Στη συνέχεια, τον λόγο παίρνει ο αφηγητής για να εξιστορήσει την κοινή τους ζωή στο Λονδίνο. Η καθημερινότητα αρχίζει σιγά σιγά να διαβρώνει το ερωτευμένο ζευγάρι, ενώ η Σούζαν απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον Πολ κυνηγώντας τα δικά της φαντάσματα. Στο τρίτο μέρος ο Πολ είναι πια πενήντα χρονών, ζει μόνος και αναστοχάζεται το παρελθόν «το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να αλλάξει». 
Ο Τζούλιαν Μπάρνς γράφει ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για την πρώτη αγάπη· εκείνη που μπορεί να στιγματίσει τη ζωή ενός ανθρώπου. Ο αργός ρυθμός, οι μικρές λεπτομέρειες, οι βαθύτερες σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, ο στοχασμός πάνω στον έρωτα, στη ζωή και στη μνήμη, η γοητευτική αφήγηση και η καλλιεργημένη γλώσσα μάς δίνουν ένα λογοτεχνικό έργο αξιώσεων. «Η μοναδική ιστορία» είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που μπορούν να μας κάνουν να μιλάμε ώρες για τα θέματα που θίγουν. Το αρχικό ερώτημα του βιβλίου δεν μένει αναπάντητο -αν και είναι στο χέρι του κάθε αναγνώστη να δώσει τη δική του απάντηση αναπολώντας τη δική του «μοναδική ιστορία».
Julian Barnes | Η Μοναδική Ιστορία | Εκδόσεις Μεταίχμιο 


Η Μπριτ-Μαρί ήταν εδώ 

Οι πρώτες λέξεις 
«Η αλήθεια είναι ότι η Μπριτ-Μαρί δεν είναι άνθρωπος που κρίνει τους άλλους, αλλά κανείς πολιτισμένος άνθρωπος δεν θα σκεφτόταν να τακτοποιήσει με διαφορετικό τρόπο τα κουτάλια και τα μαχαιροπίρουνα στο συρτάρι μιας κουζίνας· είναι ή δεν είναι έτσι; Η Μπριτ-Μαρί δεν κρίνει κανέναν, αλλά είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε ζώα. Είναι Δευτέρα, Γενάρης μήνας. Η Μπριτ-Μαρί κάθεται μπροστά σε ένα μικρό τραπέζι σε ένα μικρό γραφείο της Υπηρεσίας Εύρεσης Εργασίας. Η παρουσία της εκεί δεν έχει σχέση με κουτάλια και μαχαιροπίρουνα, αυτά όμως αποτελούν ένα σύμπτωμα όλων εκείνων των πραγμάτων που πήγαν στραβά κι ανάποδα. Τα κουτάλια και τα μαχαιροπίρουνα πρέπει να είναι τοποθετημένα στο συρτάρι τους με τον συνηθισμένο τρόπο, γιατί η ίδια η ζωή πρέπει να κυλάει με τον συνηθισμένο τρόπο. Οι συνηθισμένες ζωές είναι ευπαρουσίαστες· καθαρίζεις την κουζίνα σου, φροντίζεις τα παιδιά σου, συγυρίζεις το μπαλκόνι σου. Γιατί το να έχεις μπαλκόνι απαιτεί πολύ περισσότερη δουλειά απ’ όσο νομίζεις. Όταν κάνεις μια συνηθισμένη ζωή, δεν πας να κάθεσαι στην Υπηρεσία Εύρεσης Εργασίας»

Με λίγα λόγια
Η Μπριτ-Μαρί είναι μια γυναίκα εξήντα τριών ετών. Τα τελευταία σαράντα χρόνια κάνει μια δουλειά πολύ σημαντική -φρόντιζει το σπιτικό της, τον Κέντ και τα παιδιά του. Και μια μέρα όλα αλλάζουν... Η Μπριτ-Μαρί, που φοβάται ότι θα πεθάνει μόνη κι έρημη χωρίς να το καταλάβει κανείς, αποφασίζει να αναζητήσει μια εργασία εκτός σπιτιού επειδή «όταν έχεις δουλειά, κάποιος προσέχει πως δεν είσαι εκεί». Η Υπηρεσία Εύρεσης Εργασίας της προτείνει μια δουλειά στο Μποργ, ένα ερειπωμένο χωριό, κατεστραμμένο από την οικονομική κρίση. Η Μπριτ-Μαρί γίνεται η νέα προπονήτρια ποδοσφαίρου της ομάδας εφήβων του χωριού, μιας ομάδας που δεν έχει καμιά ελπίδα διάκρισης. Η ζωή καμιά φορά παίζει παράξενα παιχνίδια: εκείνη που σιχαίνεται το ποδόσφαιρό, τους θορύβους και τη βρωμιά, ζει πλέον σε έναν χώρο γεμάτο φωνακλάδικα παιδιά, πατάει σε λασπωμένα πατώματα κι αποκτά ως κατοικίδιο έναν αρουραίο. Και όμως σ’ αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον η Μπριτ-Μαρί νιώθει πως γίνεται κάθε μέρα και πιο χρήσιμη στους γύρω της, νιώθει κάθε μέρα πιο ευτυχισμένη. 

Η γνώμη της Bovary
Ο Φρέντρικ Μπάκμαν έγινε γνωστός στην Ελλάδα με την περσινή εκδοτική επιτυχία «Η γιαγιά μου σας χαιρετά και ζητάει συγνώμη», ένα βιβλίο διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ. Στο νέο του μυθιστόρημα, η αξιολάτρευτη Μπριτ-Μαρί αποφασίζει πως ήρθε η στιγμή να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και να αναζητήσει τον δικό της σκοπό. Πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη συναισθήματα, αστεία και τρυφερή, χαρούμενη και νοσταλγική. Η γενναιόδωρη Μπριτ Μαρί είναι μια αλησμόνητη ηρωίδα που έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η ζωή μας μπορεί να γίνει το πιο συναρπαστικό μυθιστόρημα, αρκεί να το αποφασίσουμε. Τίποτε δεν είναι αδύνατον, τίποτε δεν μας εμποδίζει να αλλάξουμε σχέδιο πορείας και ποτέ δεν είναι αργά. Η ζωή είναι γεμάτη νέες ευκαιρίες και οι καλύτερες σχέσεις δημιουργούνται εκεί που δεν το περιμένεις. Ένα τρυφερό μυθιστόρημα γεμάτο χιούμορ και συγκινήσεις. Μια λοξή ματιά στη βαρετή καθημερινότητα που θα μας φτιάξει τη διάθεση και θα μας κάνει να χαμογελάσουμε επειδή απλώς «η ζωή είναι ωραία»!
Fredrik Backman | Η Μπριτ-Μαρί ήταν εδώ | Εκδόσεις Κέδρος 


Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα

Οι πρώτες λέξεις 
«Στις έξι και μισή το πρωί της εικοστής πρώτης Ιουνίου 1922, τη στιγμή που ο κόμης Αλεξάντρ Ίλιτς Ροστόφ περνούσε φρουρούμενος τις πύλες του Κρεμλίνου κι έβγαινε στην Κόκκινη Πλατεία, ο καιρός ήταν αίθριος και δροσερός. Ισιώνοντας τους ώμους χωρίς να διακόψει τον διασκελισμό του, ο κόμης ανάσανε τον αέρα σαν να είχε μόλις βγει από το κολύμπι του. Ο ουρανός είχε το ίδιο γαλανό χρώμα με τους τρούλους του Αγίου Βασιλείου. Τα ροζ, τα πράσινα και τα χρυσαφιά τους λαμπύριζαν λες κι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης μιας θρησκείας ήταν να υμνεί τον Δημιουργό της, Ακόμα και οι νεαρές μπολσεβίκες που στέκονταν μπροστά στις βιτρίνες του Κρατικού Εμπορικού Καταστήματος έμοιαζαν σαν να είχαν ντυθεί για να γιορτάσουν τις πρώτες μέρες της άνοιξης». 

Με λίγα λόγια
Το καλοκαίρι του 1922, ο κόμης Αλεξάντρ Ίλιτς Ροστόφ καταδικάζεται σε ισόβιο εγκλεισμό στο εμβληματικό ξενοδοχείο Μετροπόλ της Μόσχας επειδή τόλμησε να γράψει ποίηση. Η ποινή σε περίπτωση που επιχειρήσει να βγει έξω από το ξενοδοχείο είναι ο θάνατος. Οι Μπολσεβίκοι έτσι κι αλλιώς μισούν τους αριστοκράτες. Ο κόμης Ροστόφ οδηγείται στη σοφίτα του ξενοδοχείου μαζί με τα ελάχιστα υπάρχοντά του· ανάμεσα στα λιγοστά έπιπλα που του επέτρεψαν να κρατήσει,  εκείνος διάλεξε ένα πορσελάνινο σερβίτσιο, το πορτρέτο της νεκρής αδελφής του και όλα τα βιβλία του. 
Αυτή η μικρή σοφίτα, οι χώροι του ξενοδοχείου, το προσωπικό αλλά και οι επισκέπτες του θα γίνουν ο νέος κόσμος του κόμη Ροστόφ , ένας κόσμος που θα του χαρίσει χαρές, συγκινήσεις και απογοητεύσεις. Είναι απίστευτο το πόσο γεμάτη μπορεί να είναι μια ζωή περιορισμένη σε τέσσερις τοίχους.

Η γνώμη της Bovary
Ο Αμερικανός Amor Towles γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην καρδιά της ρωσικής Επανάστασης. Στις σελίδες του αναφέρονται μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας Ιστορίας, όπως η άνοδος του Στάλιν και η Μεγάλη Εκκαθάριση, η κατάρρευση του μετώπου το καλοκαίρι του ’41, η γεωπολιτική μοιρασιά της Ευρώπης, τα γκουλάγκ και ο Ψυχρός Πόλεμος. Στις σελίδες του βιβλίου η μεγάλη Ιστορία συνομιλεί με τη μικρή ιστορία, με την καθημερινότητα, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις των απλών ανθρώπων. Το ξενοδοχείο Μετροπόλ είναι ένας ολόκληρος ξεχωριστός κόσμος -με τους δικούς του πρωταγωνιστές, τους δικούς του «πολέμους» και τις δικές του «νίκες». Κι ενώ έξω όλα αλλάζουν, ο μικρόσμος του Μετροπόλ παραμένει σταθερός. Ωστόσο, η μεγάλη δύναμη του μυθιστορήματος είναι ο απολαυστικός ήρωάς του. Ένας μορφωμένος και πολυταξιδεμένος αριστοκράτης που δεν ξιπάζεται ποτέ και εκπέμπει γνήσια αγάπη για τη ζωή. Μπορεί τα πράγματα να άλλαξαν –προς το χειρότερο– αλλά εκείνος δεν γκρινιάζει ποτέ. Μέσα στη «χρυσή» φυλακή του, ο κόμης εξακολουθεί να είναι ένας απίστευτα αξιοπρεπής άνθρωπος που δεν χάνει ποτέ το χιούμορ και την καλή του διάθεση.  Δεν του ξεφεύγει τίποτε, παρατηρεί τα πάντα, σχολιάζει τα πάντα· η ζωή του είναι γεμάτη σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα. Ο ευγενικός κόμης διαθέτει ανεξάντλητη δύναμη και καλοσύνη στην καρδιά του. Ένα γοητευτικό μυθιστόρημα που το διαβάζουμε αργά απολαμβάνοντας την κάθε λέξη. 
Amor Towles | Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα | Εκδόσεις Διόπτρα 

Λετισιά ή Το τέλος των ανδρών

Οι πρώτες λέξεις 
«Η Λετισιά Περαί απήχθη τη νύχτα της 18ης προς 19η Ιανουαρίου 2011. Ήταν μια δεκαοχτάχρονη σερβιτόρα που κατοικούσε στο Πορνίκ, στο νομό Λουάρ-Ατλαντίκ. Ζούσε μια ήσυχη ζωή στην ανάδοχη οικογένεια όπου είχε τοποθετηθεί μαζί με τη δίδυμη αδερφή της. Ο δολοφόνος συνελήφθη έπειτα από δύο ημέρες, αλλά χρειάστηκαν κάμποσες εβδομάδες για να βρεθεί η σορός της Λετισιά. Η υπόθεση συγκίνησε βαθύτατα όλη τη χώρα. Κάνοντας λόγο για πλημμελή επιτήρηση του δολοφόνου μετά την αποφυλάκισή του, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Νικολά Σαρκοζί επέρριψε την ευθύνη στους δικαστές, στους οποίους δεσμεύτηκε να επιβάλλει “κυρώσεις” ως απάντηση για τα “σφάλματά” τους. Οι δηλώσεις του έγιναν αφορμή για μια απεργία που πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις στην ιστορία του δικαστικού σώματος. Τον Αύγουστο του 2011 -σαν υπόθεση μέσα στην υπόθεση- ο ανάδοχος πατέρας προφυλακίστηκε για σεξουαλική κακοποίηση της αδερφής τής Λετισιά. Μέχρι σήμερα, αγνοούμε αν η ίδια η Λετισιά είχε πέσει θύμα βιασμού, είτε από τον ανάδοχο πατέρα είτε από τον δολοφόνο της» 

Με λίγα λόγια
Η Λετισιά Περαί απήχθη πενήντα μέτρα από το σπίτι της και κατέληξε μαχαιρωμένη και στραγγαλισμένη. Η αστυνομία χρειάστηκε πολλές εβδομάδες μέχρι να βρει το πτώμα της. Η Λετισιά μεγάλωσε σε ανάδοχη οικογένεια και ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών. Ήταν ένα παιδί κακοποιημένο που μεγάλωσε μέσα στη μοναξιά και τον φόβο. Με αφορμή αυτή την είδηση του αστυνομικού δελτίου που συγκλόνισε τη γαλλική κοινή γνώμη,  ο Ιβάν Ζαμπλονκά παρακολουθεί τη δίκη του δολοφόνου το 2015 και ανασυνθέτει κομμάτι–κομμάτι την τραγική ιστορία της Λετισιά.

Η γνώμη της Bovary
Το «Λετισιά» είναι ένα βιβλίο που ξεφεύγει από τους κανόνες· ακροβατεί ανάμεσα στο κοινωνικό δοκίμιο και το μυθιστόρημα, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ο συγγραφέας μελετάει τη δολοφονία και τη ζωή της Λετισιά σαν ιστορικό αντικείμενο και σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας σπαρακτικής πλευράς της κοινωνίας που όσο και να θέλουμε να αγνοούμε είναι πάντα παρούσα. 
Ο Ιβάν Ζαμπονκά ανασυγκροτεί τη συνταρακτική ιστορία, δίνοντας τον λόγο σε πολλούς ανθρώπους -ο κάθε αφηγητής συμπληρώνει τον άλλο ή αναδεικνύει μια διαφορετική πλευρά της ιστορίας. Κανείς δεν λείπει από τη δολοφονία της Λετισιά: ο Τύπος, η αστυνομία, οι δικαστές, ο ίδιος ο δολοφόνος, η  πολύκροτη δίκη, αλλά και η παιδική ηλικία της Λετισιά, η οικογένεια της και η ανάδοχη οικογένεια που τη φιλοξένησε. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα κεφάλαια που δείχνουν την πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης, αφού μετατράπηκε σε εργαλείο καταστολής.
Το «Λετισιά» δεν είναι ένα ανάλαφρο μυθιστόρημα· είναι ένα άκρως ενδιαφέρον και συχνά προκλητικό βιβλίο που μιλάει για τη σύγχρονη κοινωνία, για τις φτωχές και διαλυμένες οικογένειες, για εκείνα τα παιδιά που κακοποιούνται και υποφέρουν βουβά. Τα μη προνομιούχα παιδιά συντρίβονται από την ίδια τη  ζωή, πριν καλά καλά αρχίσουν να ζουν. Η βία είναι πανταχού παρούσα: στην οικογένεια, στο σχολείο, στην κοινωνία  -κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η μοίρα των γυναικών είναι να την υπομένουν –παρενοχλήσεις, ξυλοδαρμοί, βιασμοί, φόνοι. 
Ένα μυθιστόρημα –κραυγή που απευθύνεται σε όλους μας. 
Ivan Jablonka | Λετισιά ή το Τέλος των Ανδρών | Εκδόσεις Πόλις 
 

Χριστίνα Δρούζα