Σε έναν από τους πιο σημαντικούς εξπρεσιονιστικούς πίνακες όλων των εποχών ο Νορβηγός Έντβαρτ Μουνκ αποτύπωσε την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου με τον πλέον συγκλονιστικό τρόπο.
Η περιβόητη «Κραυγή» του που την ζωγράφισε το 1893 δεν απεικονίζει έναν άνθρωπο που φωνάζει, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά έναν άνθρωπο που κλείνει τα αυτά τους στις κραυγές. Ο ίδιος ο ζωγράφος είχε γράψει στο ημερολόγιο του περιγράφοντας την στιγμή της έμπνευσής του: «Ένα δειλινό περπατούσα σ’ ένα δρομάκι με δυο φίλους, την ώρα που ο ήλιος άρχισε να δύει. Ο ουρανός, ξαφνικά, έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα σ’ έναν φράχτη. Έβλεπα αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιορδ και την πόλη. Οι φίλοι μου προχώρησαν κι εγώ έμεινα εκεί, τρέμοντας από την αγωνία. Κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση». Μάλιστα, ο πρώτος τίτλος του έργου ήταν «Η Κραυγή της Φύσης».
Ζώντας κοντά σε μια αδερφή που έπασχε από σχιζοφρένεια και όντας ο ίδιος ταλαιπωρημένος από την κατάθλιψη, που αργότερα τον οδήγησε στον αλκοολισμό, έφτιαξε ένα έργο προς τιμή των ανθρώπων που υποφέρουν και στην ουσία κανείς δεν τους ακούει. Το 1978, ένα μελετητής του Μουνκ, ο Robert Rosenblum δήλωσε πως το παράξενο, άφυλο ον που απεικονίζει ο πίνακας μοιάζει με μία Περουβιανή μούμια, που πιθανώς είδε ο ζωγράφος το 1889 σε μία έκθεση στο Παρίσι.