Drive my car
Drive my car
ΣΙΝΕΜΑ

Drive my car: Μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς κατέφτασε στις ελληνικές αίθουσες


Αυτή την εβδομάδα, ο οσκαρικός Ριουσούκε Χαμαγκούτσι υπογράφει μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, ο Τομ Τζορτζ μάς ταξιδεύει στο θεατρικό Λονδίνο της δεκαετίας του ’50, η Σάλι Χόκινς συναντάει τον Ριχαρδό Γ΄ σ' ένα πάρκινγκ στο Λέστερ, ενώ ο μοναδικός Ντέιβιντ Μπάουι «ζωντανεύει» μέσα από ένα ντοκιμαντέρ, που διατρέχει όλη την πορεία του.

Drive My Car (Doraibu mai kâ)

Σκηνοθεσία: Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι

Παίζουν: Χιντεντόσι Νισιζίμα

Περίληψη: Ένας καταξιωμένος θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης προσπαθεί να διαχειριστεί την αιφνιδιαστική απώλεια της συζύγου του, ενώ αναλαμβάνει μια νέα θεατρική παραγωγή του «Θείου Βάνια» στη Χιροσίμα.

Ιαπωνικό δράμα του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, που απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας και το βραβείο σεναρίου στις Κάννες.

Ο Γιουσούκε Καφούκου, θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, είναι παντρεμένος με την αγαπημένη του Ότο, μια ταλαντούχα σεναριογράφο, που παράλληλα έχει σχέση με κάποιον άλλο άντρα. Όταν εκείνη πεθαίνει ξαφνικά από εγκεφαλική αιμορραγία, ο Καφούκου δεν μπορεί να ξεπεράσει την απώλειά της, αδυνατώντας να κατανοήσει την αλήθεια για τη σχέση τους. Δύο χρόνια αργότερα, δέχεται μια πρόταση να σκηνοθετήσει τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ σ’ ένα θεατρικό φεστιβάλ στη Χιροσίμα. Εκεί γνωρίζει τη Μισάκι, μια απρόσιτη γυναίκα με τα δικά της τραύματα, που έχει αναλάβει καθήκοντα σοφέρ. Στον χρόνο που περνάνε μαζί μέσα στο κόκκινο Saab του, αλλά και μέσα από την επαφή του με τα μέλη του θιάσου, ο Καφούκου οδηγείται σε μια προσωπική αναγέννηση, όπως ακριβώς και η Χιροσίμα, η πόλη που τον φιλοξενεί.

Βασισμένος στο διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι «Μen wihout  women» και σαφώς επηρεασμένος από την τσεχοφική δραματουργία- οι σκηνές από τον «Θείο Βάνια»  κυριαρχούν και συνδέονται άψογα με την εσωτερική διαδρομή του Καφούκου- ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι μετά από τις «Ιστορίες της Τύχης και της φαντασίας» γίνεται ο πρώτος Ιάπωνας σκηνοθέτης που φτάνει στα Όσκαρ, παραδίδοντας μια από τις πιο συγκινητικές ταινίες της χρονιάς.

Επενδύοντας στο σενάριο και στον διάλογο, με μια συγκλονιστική απλότητα, ακολουθεί σε αυτό το ιδιόρρυθμο road trip δυο ήρωες, που βιώνουν όλα τα στάδια του πένθους, στέκεται παρηγορητικά πάνω από τις πληγές τους, αγαπώντας ταυτόχρονα τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους, όπως ακριβώς έκανε και ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας στα έργα του, και συμπονετικά διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή, προσφέροντας μια λυτρωτική εμπειρία όχι μόνο στα πρόσωπά του, αλλά και στους θεατές.

Με μια κινηματογραφική γλώσσα που πλέον σπανίζει, ο Χαμαγκούτσι δεν φοβάται να επιμένει στον άνθρωπο και να τον βλέπει στην ολότητά του, χωρίς να έχει ανάγκη από σκηνοθετικούς εντυπωσιασμούς, και μέσα σε περίπου τρεις ώρες καταφέρνει να μας παρασύρει σε μια αποκαλυπτική κατάδυση, που τελικά γίνεται παρηγορητική και θεραπευτική.

Κοίτα τους πώς Τρέχουν! (See How They Run)

Σκηνοθεσία: Τομ Τζορτζ

Παίζουν: Σαμ Ρόκγουελ, Σίρσα Ρόναν, Έιντριεν Μπρόντι, Ντέιβιντ Ογιελόβο, Ρουθ Γουίλσον, Χάρις Ντίκινσον

Περίληψη: Στο West End του Λονδίνου της δεκαετίας του 1950, τα σχέδια για την κινηματογραφική μεταφορά ενός επιτυχημένου θεατρικού έργου διακόπτονται απότομα, όταν ένα βασικό μέλος του συνεργείου δολοφονείται. Ο αποτραβηγμένος από τον κόσμο επιθεωρητής Στόπαρντ και η πρόθυμη αρχάρια Κόνσταμπλ Στόκερ αναλαμβάνουν την υπόθεση, αλλά βρίσκονται μπλεγμένοι σε ένα αινιγματικό παιχνίδι.

Κομψό φιλμ μυστηρίου στα χνάρια του «Κnives out».

Ένας λονδρέζικος θίασος τη δεκαετία του 50’ ετοιμάζεται να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την «Ποντικοπαγίδα» της Αγκάθα Κρίστι, υπό τις οδηγίες ενός αλαζόνα Αμερικανού σκηνοθέτη-παραγωγού, που βρίσκεται στη Μαύρη Λίστα. Ένα από τα μέλη του συνεργείου όμως δολοφονείται, οπότε ο αλκοολικός και μισάνθρωπος επιθεωρητής Στόπαρντ με τη βοήθεια της ενθουσιώδους βοηθού του, Κόνσταμπλ Στόκερ, αναλαμβάνει να λύσει την υπόθεση. Σύντομα, οι δυο τους βρίσκονται μπλεγμένοι σε έναν θανάσιμο ιστό, που θα θέσει σε απειλή την ίδια τους τη ζωή.

Από την αρχή, ακούμε σε voice over τον Έιντριεν Μπρόντι να απαριθμεί τις συμβάσεις του whodunit, τις οποίες αποδομεί στη συνέχεια με κέφι ο τηλεοπτικά έμπειρος Τομ Τζορτζ («This country»), σε μια μαύρη κωμωδία, που αξιοποιεί ευφάνταστα ένα αταίριαστο δίδυμο- ο Ρόκουελ και η Ρόναν είναι από τα κινηματογραφικά ζευγάρια που χαίρεσαι να βλέπεις- και ανατρέπει με χιούμορ τα κλισέ των ταινιών μυστήριου. Διατηρώντας το σασπένς ενός καθαρόαιμου αστυνομικού και με υπαινικτικές αναφορές στη βρετανική πραγματικότητα, το «Κοίτα τους πώς τρέχουν» επιφυλάσσει μικρές εκπλήξεις, χωρίς να χάνει το στυλ του, ενώ διατηρεί τη σατιρική του διάθεση μακριά από κακόγουστες ευκολίες.

Ο χαμένος βασιλιάς (The Lost King)

Σκηνοθεσία: Στίβεν Φρίαρς

Παίζουν: Σάλι Χόκινς, Στιβ Κούγκαν, Χάρι Λόιντ, Μαρκ Άντι

https://youtu.be/3ZutvKubB0s

Περίληψη: Το 2012, μετά από 500 χρόνια, αποκαλύπτονται σε ένα πάρκινγκ του Λέστερ τα χαμένα λείψανα του Βασιλιά Ριχάρδου Γ’. Η έρευνα οργανώθηκε με πρωτοβουλία της ερασιτέχνη ιστορικού, Φιλίππα Λάνγκλι, της οποίας η ανυποχώρητη στάση δεν έγινε ποτέ κατανοητή ούτε από τον κύκλο της, ούτε από τους ειδικούς και τους ακαδημαϊκούς.

Ο Στίβεν Φρίαρς ξετυλίγει ένα συναρπαστικό κυνήγι της αλήθειας πίσω από τους ιστορικούς μύθους, ενορχηστρωμένο από μία ανυποχώρητη ερασιτέχνη ιστορικό.

Το 2012, η Φιλίπα Λάνγκλεϊ, διαζευγμένη και μητέρα δυο παιδιών, σε πείσμα της ακαδημαϊκής κοινότητας, είναι πεπεισμένη πως έχει βρει το σημείο, όπου θάφτηκε η σορός του Ριχάρδου Γ΄, τα ίχνη της οποίας έχουν χαθεί εδώ και 500 χρόνια. Το ενδιαφέρον της Λάνγκλεϊ πυροδοτήθηκε, όταν αγόρασε ένα βιβλίο για τον Ριχάρδο το 1998. Επί σειρά ετών πάσχιζε να αποδείξει αυτό που οι επιστήμονες θεωρούσαν αστικό θρύλο, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα τη φήμη του «Χαμένου βασιλιά», ο οποίος δεν ήταν το «δύσμορφο τέρας» που περιγράφει ο Σαίξπηρ, αλλά μάλλον ένας δίκαιος ιδεαλιστής. Τελικά, πράγματι σε ένα παρκινγκ στο Λέστερ, οι ανασκαφές απέδειξαν πως η πεισματάρα Φιλίππα είχε δίκιο.

Ο δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ Στίβεν Φρίαρς, επιμένοντας στη μεταφορά αληθινών ιστοριών, με τη συνδρομή του Στιβ Κούγκαν και του Τζεφ Πόουπ, που επιστρέφουν ως σεναριακό δίδυμο μετά από την οσκαρική «Philomena», εστιάζει στο πώς μια παθιασμένη γυναίκα τα έβαλε με τις αυθεντίες, και με βρετανικό wit στήνερι ένα σύγχρονο κυνήγι  χαμένου θησαυρού. Αν και διαχειρίζεται μια ιστορία ειδικού ενδιαφέροντος, καταφέρνει μέσα από έναν ανάλαφρο κωμικό τόνο να επικοινωνήσει αυτή την υπόθεση με το ευρύ κοινό, εστιάζοντας στη δύναμη της θέλησης, αντιπαραβάλλοντας παράλληλα τον κόσμο του ενστίκτου με τον στείρο ορθολογισμό. Οπότε ακόμα κι αυτοί που ελάχιστα ενδιαφέρονται για την τύχη του Ριχάρδου και τις αρχαιολογικές έρευνες, θα βρουν ένα κομμάτι που θα τους αγγίξει σε αυτή τη φινετσάτη δραμεντί, η οποία διατηρεί την ατμόσφαιρα των παλιών καλών  βρετανικών ταινιών, και ταυτόχρονα χρωστάει πολλά στην υπέροχη Σάλι Χόκινς, που παραδίδει μια ακόμα υποδειγματική ερμηνεία.

Μoonage Daydream

Σκηνοθεσία: Μπρετ Μόργκεν

Περίληψη: Ψυχεδελικό ντοκιμαντέρ για τον Ντέιβιντ Μπόουι.

Ο Μπρετ Μόργκεν («Cobain: Montage of Heck») επιχειρεί ένα πρωτόγνωρο σινε-πορτρέτο του θρυλικού καλλιτέχνη, το μόνο που έχει την έγκριση των συγγενών του.

Ο βραβευμένος ντοκιμαντερίστας είχε έρθει σε επαφή από το 2007 με τον ίδιο τον Μπάουι για ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με την καριέρά του, το οποίο όμως δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν. Έτσι μετά από τον θάνατο του εμβληματικού σταρ, δεν δυσκολεύτηκε να βρει στήριξη από το Bowie Εstate, που του εξασφάλισε πρόσβαση στο αρχείο του δημιουργού.

Έχοντας στα χέρια του ακυκλοφόρητο υλικό από συναυλίες, αλλά και προσωπικές στιγμές, ο Μόργκεν πάει ένα βήμα παρακάτω από τα πλαίσια ενός συμβατικού ντοκιμαντέρ, επιχειρώντας ένα ψυχεδελικό κολάζ, όπως θα άρεσε και στον Μπάουι, το οποίο βρίθει εικόνων, επιρροών και αισθητικών τάσεων.

Με ένα εξαιρετικό, καταιγιστικό μοντάζ και τη μουσική του Μπάου να παίζει στο τέρμα, οι φανατικοί του Ziggy σίγουρα θα ενθουσιαστούν και οι υπόλοιποι - αν υπάρχει δηλαδή κανείς που δεν είναι φανατικός του Μπάουι- θα καταλάβουν γιατί αυτό το εξώκοσμο πλάσμα, που πάντα ήθελε να βρει το διαφορετικό και πήγαινε κόντρα στις συμβάσεις, έγινε ορόσημο της ποπ κουλτούρας.

Η Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες (Halloween Ends)

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν

Παίζουν: Τζέιμι Λι Κέρτις, Αντι Μάτιτσακ, Τζέιμς Τζουντ Κόρτνεϊ

Περίληψη: Τέσσερα χρόνια μετά από τα γεγονότα της «Νύχτας με τις Μάσκες 2», ο μανιακός δολοφόνος Μάικλ Μάγιερς έχει φαινομενικά πάψει να εμφανίζεται, οπότε η Λόρι νιώθει πως είναι ασφαλής. Πόσο όμως θα διατηρηθεί η ησυχία στο νέο σπιτικό της;

Η reboot τριλογία του κλασικού slasher horror ολοκληρώνεται με την υπογραφή του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν.

Τέσσερα χρόνια μετά από τα γεγονότα του «Halloween Kills», η Λόρι ζει με την εγγονή της Άλισον, ενώ ολοκληρώνει τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Ο Μάικλ Μάιερς δεν έχει εμφανιστεί, οπότε εκείνη έχει αποφασίσει να απελευθερωθεί από τον φόβο. Η Άλισον είναι πλέον νοσοκόμα και αναπτύσσει μια ρομαντική σχέση με τον εσωστρεφή Κόρεϊ, ο οποίος θα κατηγορηθεί για τη μυστηριώδη δολοφονία του αγοριού, που πρόσεχε τη νύχτα του Halloween του 2019. Όμως αν και ο Κόρεϊ αθωώνεται, η μικρή πόλη τον αντιμετωπίζει σαν παρία. Μάλιστα, κάποιοι ντόπιοι έφηβοι τον εκφοβίζουν, οπότε η Λόρι αναλαμβάνει να τον υπερασπιστεί, ενθαρρύνοντας τη σχέση του με την εγγονή της. Όσο το ειδύλλιό τους εξελίσσεται, η Άλισον αρχίζει να απομακρύνεται από τη γιαγιά της, ενώ η προσωπικότητα του Κόρεϊ φαίνεται να αλλάζει. Αυτό το γεγονός θα πυροδοτήσει έναν νέο καταιγισμό φόνων και μια ατμόσφαιρα τρόμου, που θα αναγκάσει τη Λόρι να αντιμετωπίσει ξανά το «κακό», το οποίο δεν κατάφερε ποτέ πραγματικά να σταματήσει.

Ήδη ο τίτλος αποτελεί από μόνος του spoiler, αφού μας προετοιμάζει για το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία του Μάικλ Μάγιερς, ο οποίος επιστρέφει αποφασισμένος να συνεχίσει τη σφαγή.

Σε μια τελική αναμέτρηση, βουτηγμένη στο αίμα, ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν ολοκληρώνει την τριλογία αναβίωσης του δημοφιλούς μύθου, που δεν έχει ταυτότητα και πρόσωπο, με ένα αμφίσημο τέλος, το οποίο αν και αλληγορικά συμβολίζει τον φαύλο κύκλο της βίας, άτεχνα και βεβιασμένα ακυρώνει κάθε στοιχείο τρόμου, καταλήγοντας σε μια αδικαιολόγητη παρωδία.





SHARE