Blue Velvet
Φωτογραφία: Αndrew Valko
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ CHIT CHAT

«Ο Χρήστος δεν μένει πια εδώ» -Ένα σινεφιλικό chit chat με τον ιδρυτή της δημοφιλούς σελίδας


Από τον Γκοντάρ στον Ντέιβιντ Λιντς και από τον Γουές Άντερσον στον Κισλόφσκι και τον Βιμ Βέντερς, «ο Χρήστος Δεν Μένει Πια Εδώ» είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες σινεφιλικές σελίδες στο ελληνικό facebook.

Σκηνές που σου έχουν χαραχτεί στη μνήμη, και άλλες λιγότερο γνωστές που σε βάζουν στο τρυπάκι να αναζητήσεις την εκάστοτε ταινία, απόψεις περί του σινεμά στα σχόλια, ιδιοσυγκρασιακά captions που ανοίγουν νέες προοπτικές στις εικόνες και επιλεγμένα σχόλια για την επικαιρότητα είναι τα βασικά συστατικά του κοκτέιλ που αποτελεί η σελίδα που «τρέχει» τόσο επιτυχημένα ο Χρήστος Πολίτης.

Ο ίδιος έχοντας σπουδάσει δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη και κινηματογράφο στο Λονδίνο πέρασε από τις Νύχτες Πρεμιέρας στο Cinemagazine με πολλές ενδιάμεσες μένοντας πάντα στον πλανήτη «σινεμά». Στο κινηματογραφικό chit chat που ακολουθεί, αποκαλύπτει μεταξύ άλλων με ποιους σκηνοθέτες θα έβγαινε για μπίρα και ποιος θα σκηνοθετούσε ιδανικά το 2020, αν γινόταν ταινία.

Γιατί ο Χρήστος «δεν μένει πια εδώ»; Πού μένει τελικά ο Χρήστος πραγματικά (και πού νοερά);

Πολλοί με ρωτάνε για την ονομασία της σελίδας. Σε μερικούς το χαλάω όταν τους λέω ότι έχει ως αφορμή την ταινία του Σκορσέζε «Η Αλίκη δε Μένει Πια Εδώ», ή στ’ αλήθεια πως ο Χρήστος είναι ένας νομάς που είχε διαφορετικές βάσεις κάθε φορά, αυτή τη στιγμή στην Αθήνα. Άλλοι πάλι το μεταφράζουν πως δε μένει εδώ, αλλά κατοικεί στον κόσμο του σινεμά. Όλα το ίδιο είναι για μένα.

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το σινεμά και τι κάνεις τώρα;

Από πολύ νωρίς κατάλαβα πως αγαπούσα το σινεμά και ήθελα να ασχοληθώ μαζί του, αλλά σίγουρα όχι με έναν πρακτικό τρόπο. Αγαπούσα τις ταινίες που έβλεπα και ήθελα κάπως να διαβάσω πίσω από αυτές. Ξεκίνησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ως φοιτητής, η πρώτη μου σοβαρή ενασχόληση ήταν στις Νύχτες Πρεμιέρας, ύστερα η Feelgood Entertainment, ο κινηματογράφος Δαναός και το Cinobo, και τώρα, σαν κύκλος, επέστρεψα στις Νύχτες Πρεμιέρας και στο Cinemagazine. Είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, σίγουρα έχουν να κάνουν με σινεμά, αλλά με κάτι που έχει να κάνει με το πριν της ταινίας ή το μετά της. Και αυτό έχει ένα ενδιαφέρον. Αλλά νομίζω πως πια θα ήθελα να μπω και στο ενδιάμεσο κομμάτι να δω πως γυρίζεται actually μια ταινία.

Είναι οι Έλληνες σινεφίλ;

Είναι, με τον τρόπο τους. Εμφανίζονται και γεμίζουν τις αίθουσες όταν υπάρχει ένα φεστιβάλ στην πόλη τους και μετά γίνονται πολύ επιλεκτικοί μέσα στην υπόλοιπη χρονιά. Θα αναζητήσουν σίγουρα τις επανεκδόσεις του καλοκαιριού ή τις ταινίες από τα μεγάλα φεστιβάλ, είναι κράχτες εξάλλου τέτοιοι τίτλοι, οπότε και θα προσεγγίσουν αυτού του είδους το σινεμά.

Πώς προλαβαίνεις να ποστάρεις στον “Χρήστο” Γιατί δημιούργησες τη σελίδα εξαρχής; 

Επειδή είναι το daylife μου η σελίδα δεν το βλέπω σαν υποχρέωση. Σίγουρα υπάρχει μια συχνότητα που διατηρεί την επαφή με τον «αναγνώστη» και γι’ αυτό πέρα από τα αφιερωματικά ή τα «τυχαία», υπάρχει και η επικαιρότητα. Οπότε είναι σαν να συνομιλώ με μένα αρχικά και μετά με τους φίλους μου -και βγαίνει η «σελίδα», όπως βγαίνει. Αβίαστα.

Φτιάξε το dream cast της αγαπημένης σου ταινίας. 

Θα σου πω αγαπημένες μου κινηματογραφικές φιγούρες που δεν ξέρω πως θα έδεναν μαζί σε μια ταινία, αλλά η Ιζαμπέλ Ιπέρ, η Έμα Στόουν, ο Λουί Γκαρέλ, ο Έντουαρντ Νόρτον, η Νάταλι Πόρτμαν, η Λόρα Ντερν, η Τζέσικα Λανγκ είναι κάποια από τα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό.

Ποια είναι η πρώτη ταινία που θυμάσαι να βλέπεις στο σινεμά;

Θυμάμαι στο θερινό του χωριού μου να βλέπουμε απανωτά το «Μόνος στο Σπίτι» τότε στις αρχές του ’90, αλλά ήταν η αίσθηση του σινεμά που υπήρχε, οπότε δεν σε ένοιαζε η ταινία. Να βλέπω μόνος μου και να καταλαβαίνω σινεμά ήταν το «Αυτή η Νύχτα Μένει» του Νίκου Παναγιωτόπουλου σε DVD, όταν ήρθε στο χωριό και να ψάχνω τον έρωτα από τότε και πώς αποτυπώνεται αυτός στο σινεμά. Ίσως αυτές οι αναζητήσεις ήταν οι απαρχές του «Χρήστου Δε Μένει Πια Εδώ». Θα μπορούσε να είναι και «Ο Έρωτας Δε Μένει Πια Εδώ», σαν ένα τραγούδι της Αρβανιτάκη.

Ποια ταινία θα βλέπεις πάντα σε θερινό και ποια θα βλέπεις πάντα σε κλειστή αίθουσα;

Δεν κάνω κανέναν τέτοιο διαχωρισμό, γιατί τα τελευταία χρόνια έχω απολαύσει πολλές «κλειστές» ταινίες σε θερινά σινεμά, λόγω των επανεκδόσεων, όπως το «Don’t Look Now» του Νίκολας Ρεγκ. Αλλά θα μου άρεσε να δω μια «ανοιχτή» ταινία που είδα σε κλειστή αίθουσα όπως το «Lalaland» του Νταμιάν Σαζέλ σε ένα θερινό. Εδώ και πέντε χρόνια, με μια παρέα πέντε παιδιών κάνουμε το Parthenώn Film Festival, ένα τριήμερο φεστιβάλ στον Παρθενώνα Χαλκιδικής με κλασικές ταινίες. Εκεί έναρξη έκαναν τα «400 Χτυπήματα» του Τριφό, που είναι για μένα η «πιο» ταινία μου και χάρηκα που είδα την ελευθερία της σε ένα open air σινεμά να απλώνεται. Οπότε έχει η κάθε ταινία τους ρυθμούς της.

Η καλύτερη συζήτηση/ατάκα που έχεις κρυφακούσει μετά την προβολή μιας ταινίας.

Για αρκετά χρόνια δούλευα στην είσοδο του κινηματογράφου Δαναού, που είναι από τις «πιο» δουλειές μου, πραγματικά την αγαπούσα αυτή την καθημερινή τριβή, την αποφόρτιση από την πρωινή μου δουλειά να έρχομαι σε επαφή με κόσμο. Εκεί μετά την ταινία ακούς τα πάντα, από το πώς τους φάνηκε η ταινία μέχρι τα σχόλιά τους για τους πρωταγωνιστές και οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι τόσο η ατάκα, όσο η διάθεση του κόσμου να συζητήσει μαζί με κάποιον που βρίσκεται εκεί, άγνωστός του εν μέρει, εν προκειμένω εγώ, για το οτιδήποτε μέσα στην ταινία. Και το αγαπούσα αυτό, το περίμενα.

Ποιες είναι οι 10 ταινίες που πρέπει κανείς να δει έστω μία φορά στη ζωή του.

Είχε πει κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις πως «η υποχρεωτική κουλτούρα είναι βαρβαρότητα», οπότε επειδή πολλές φορές με ρωτούν για κάποια αγαπημένη μου ταινία, συνήθως δεν λέω. Είχα γράψει κάποτε στον «Χρήστο» και ακόμα το πιστεύω, ρώτα κάποιον πρώτα αν θέλει ντε και καλά να δει Ταρκόφσκι και Γκοντάρ. Μπορεί και να μη θέλει. Άστον να δει ό,τι θέλει να δει. Αν θελήσει να φτάσει στον Ταρκόφσκι, θα φτάσει μόνος του και θα τον κάνει Θεό, αν τον κάνει, μόνος του. Οπότε, ας δει ο καθένας ό,τι θέλει κι αν βρει τον δρόμο του στο σινεμά, θα τον βρει.

Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς «Woody Allen»;

Εμένα ο Γούντι Άλεν μου βγάζει μια ηρεμία, μια πολύ ιδιαίτερη ηρεμία που την απλώνει στους χαρακτήρες του. Θυμάμαι με νοσταλγία πως μέσα στην καραντίνα είδα αρκετές του ταινίες, και πάντοτε θα επιστρέφω στην ζεστασιά του «Η Χάνα και οι Αδελφές της». Μπορεί να μην υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, διαφορετικά μιλούν στον καθένα, η κάθε ταινία. Ίσως ήταν η στιγμή και η συνθήκη και αυτή η αίσθηση της οικογένειας, της τόσο διαφορετικής οικογένειας, με πλησίασε πολύ.

Αν το 2020 γινόταν ταινία ποιος θα ήθελες να την σκηνοθετήσει; 

Επειδή ήταν μια χρονιά που τη σκέφτομαι σαν μια πολύ αργή χρονιά, που όλα κυλούσαν πολύ αργά και πολλές φορές σε σύμβολα επιστρέφαμε, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος θα μπορούσε να σκηνοθετήσει μια τέτοια ψυχρή χρονιά σαν αυτή που έφυγε.

Θα ήθελες να πρωταγωνιστήσεις σε μία ταινία του Νόλαν ή του Σκορσέζε;

Σίγουρα του Σκορσέζε. Αγαπώ τον «Ταξιτζή» του, την «Αλίκη που δε Μένει Πια Εδώ», μου άρεσε πολύ η «Σιωπή» και μένω άφωνος πάντα στο «Οργισμένο Είδωλο».

Τελικά τι ψιθύρισε ο Μπιλ Μάρεϊ στην Σκάρλετ Γιόχανσον στο Χαμένοι στη μετάφραση;

Πραγματικά η πιο ευφυής σκηνή της ταινίας, τη κλειδώνει τόσο έξυπνα η Κόπολα αυτή τη σχέση μέσα σε έναν ψίθυρο που δεν σε νοιάζει καν αν αυτοί οι δυο άνθρωποι θα είναι μαζί. Κλείνει ένας έρωτας -αν ήταν έρωτας-, ένας κύκλος με δυο λόγια που δεν θα ακούσουμε ποτέ.

Χρήστος Πολίτης
O Xρήστος Πολίτης

Κλείνεις ή φεύγεις από μία ταινία που δεν σου αρέσει η πεισμώνεις και τη βλέπεις πριν το τέλος;

Σπάνια έφευγα παλιότερα, τώρα πια, ίσως θυμώνω λίγο παραπάνω και θέλω να εγκαταλείπω. Ίσως, μας μένει λίγος χρόνος να δούμε τα πάντα στο σινεμά, γιατί να σπαταλάμε χρόνο στο κακό σινεμά, ή σε κάτι που δεν μας ταιριάζει, δεν μας αρέσει, μας κουράζει;

Κλείνεις τραπέζι για 4, για χαλαρή μπίρα. Ποιους 3 σκηνοθέτες καλείς;

Το κάνω για 5. Σπάικ Τζόνζι, Γουές Άντερσον, Νόα Μπάουμαχ, Γιώργο Λάνθιμο.

Για ποιους σκηνοθέτες λέμε περισσότερα ψέματα ότι έχουμε δει τις ταινίες τους;

Συνήθως για τους παλιότερους, αν έχεις δει πολύ Όρσον Γουέλς, ή Κουροσάβα ή Αγγελόπουλο. Εδώ όμως είναι και πάλι αυτή η μεγάλη μου διαφωνία. Ας δει ο καθένας ό,τι πραγματικά θέλει να δει κι ας μη ντραπεί να πει ότι δεν έχει πολύ ή δεν έχει δει καθόλου από κάποιον «σημαντικό» σκηνοθέτη. Όταν έρθει η ώρα, θα έρθει και ο σκηνοθέτης.

Σε ποιο κινηματογραφικό “ρεύμα” (πόλη/εποχή) θα ήθελες να έχεις ζήσει; Nouvelle Vague, Γερμανικός εξπρεσσιονισμός, ιταλικός νεορεαλισμός, Χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, B-movies των 70s;

Έχω μια αγάπη στη Nouvelle Vague και στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ζακ Ντεμί, αλλά θα ήθελα να ζω στα road movies των 70-80s, άντε και όταν μπαίνουμε στα 90s. Δεν είναι στ’ αλήθεια ρεύμα, μα η αίσθηση αυτής της ελευθερίας, όπως το «Cafe Bagdad» του Πέρσι Άλτον, ή το «Παρίσι, Τέξας» του Βιμ Βέντερς, ακόμα και το «Θέλμα και Λουίζ» του Ρίντλεϊ Σκοτ ή η «Νεμπράσκα» του Αλεξάντερ Πέιν στο πιο σήμερα είναι πολύ «εγώ», ή τουλάχιστον θα ήθελα να είναι πολύ «εγώ». Αυτό το εφήμερο, μια εδώ, μια εκεί, μια αλλού, παίρνει το μυαλό μου.

Πώς βλέπεις το ελληνικό σινεμά; Ποιες ταινίες ξεχώρισες φέτος;

Είναι πολύ αισιόδοξο ότι φέτος το καλοκαίρι έκαναν πρεμιέρα στα θερινά ελληνικές ταινίες που άλλοτε τα γραφεία διανομής δεν συζητήσουν καν. Φέτος, τα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου και το «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη που ξεπέρασαν τα 10.000 εισιτήρια, το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη και το «Monday» του Αργύρη Παπαδημήτρόπουλου, ο «Ράφτης» της Σόνιας Λίζα Κέντερμαν είναι ενδεικτικές περιπτώσεις πως το κοινό θα ψάξει το ελληνικό σινεμά. Θα πάω με τα «Μήλα», γιατί είναι μια πιο δύσβατη ταινία από τις υπόλοιπες, μα έχει μια τεράστια καρδιά και τελικά μίλησε στον θεατή απευθείας.





SHARE