Οι ταινίες της εβδομάδας
Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας
ΣΙΝΕΜΑ

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο θρυλικός «Τελευταίος αυτοκράτορας» του Μπερτολούτσι επιστρέφει


Αυτή την εβδομάδα, ένα γερμανικό ερωτικό δράμα από το φεστιβάλ Βερολίνου, το τρυφερό φιλμ της Μαρί Αματσουκελί και η αλληγορική δημιουργία του Κάρολου Ζωναρά έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.

Κάποια Μέρα θα Πούμε ο Ένας στον Άλλο τα Πάντα (Irgendwann Werden wir Uns Alles Erzählen /Someday We'll Tell Each Other Everything)

Σκηνοθεσία: Έμιλι Ατέφ

Παίζουν:  Μαρλένε Μπάροου, Φέλιξ Κράμερ

Περίληψη:Τ ο καλοκαίρι του 1990 στα εδάφη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, μια δεκαεννιάχρονη συνάπτει μια παθιασμένη ερωτική σχέση - ταμπού με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της αγρότη.

H νέα ταινία της Έμιλι Ατέφ («Πιο Πολύ Από Ποτέ», «Τρεις Μέρες στο Κίμπερον») ενώνει ένα καταραμένο έρωτα και την ιστορία μιας οικογένειας μετά από την Πτώση του Τείχους.

Μια πολυμελής οικογένεια αγροτών παλεύει να τα φέρει βόλτα στην επαρχιακή Θουριγγία του 1990, τη δύσκολη περίοδο της μετάβασης από τη διχοτομημένη Γερμανία στην επανενοποίηση. Ο γιος τους, που έχει μανία με τη φωτογραφία -μάλιστα πρόσφατα έχει αποκτήσει και μία καινούργια μηχανή από συγγενείς από τη δυτική πλευρά- είναι αρραβωνιασμένος με τη Μαρία, μία εσωστρεφή κοπέλα, που προτιμάει να κάνει μοναχικές βόλτες και να διαβάζει λογοτεχνία, κυρίως Ντοστογιέφσκι. Όταν εκείνη ερωτεύεται παράφορα τον σαραντάρη γείτονά της, έναν μοναχικό και αγροίκο κτηνοτρόφο, με κακή φήμη, θα βρεθεί ανάμεσα σε ένα πάθος που της «τρώει τα σωθικά» και στην ασφαλή επιλογή ενός συνομήλικου μνηστήρα.

Η Ντανιέλα Κρίεν, στηριγμένη σε βιωματικές μνήμες, διασκευάζει ένα δημοφιλές μυθιστόρημα του 2011, με τίτλο «Someday We’ll Tell Each Other Everything» και η ιρανικής καταγωγής Γερμανίδα σκηνοθέτης Έμιλι Ατέφ, γνωστή και από το τηλεοπτικό «Killing Eve» μάς μεταφέρει σε ένα βουκολικό περιβάλλον μία κρίσιμη περίοδο για τη Γερμανία, αφηγούμενη την περιπέτεια μιας ενηλικίωσης.  Ακολουθώντας τη Μαρία τόσο στις ερωτικές της συναντήσεις όσο και στην καθημερινότητά της με την οικογένεια που τη φιλοξενεί, η Ατέφ με μια νοσταλγική διάθεση -για το παρελθόν της Λαϊκής Δημοκρατίας καιτην αυθεντική κρέμα που έφτιαχναν τότ,ε ή για μία χαμένη άνοιξη άραγε;- μέσα από τις συμπεριφορές των δεύτερων χαρακτήρων φτιάχνει το μωσαϊκό μιας ολόκληρης εποχής, αποτυπώνοντας τις συνέπειες της ενοποίησης με μία ελαφρώς ειρωνική διάθεση απέναντι στην καινούργια πραγματικότητα.

Η ερωτική ιστορία όμως, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ξεδιπλώνεται μέσα από σεξουαλικές περιπτύξεις, οι οποίες αν και τολμηρές οπτικά, παραμένουν συντηρητικές  σεναριακά, οπότε η αγωνία του θεατή για την απόφαση της  Μαρίας, που ίσως στο μυαλό της Ατέφ ταυτίζεται και με την επιλογή που έπρεπε να πάρει ο κάθε Γερμανός τότε, δεν ανανεώνεται, αν και η ίδια η ηρωίδα παραμένει ένα ισχυρό σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης.

Μάμα Γκλόρια (Ama Gloria)

Σκηνοθεσία: Μαρί Αματσουκελί

Παίζουν: Λουίζ Μορό-Πανζανί, Ίλσα Μορένο Ζέγκο, Αρνό Ρεμποτίνι

Περίληψη: Η εξάχρονη Κλεό αγαπά την νταντά της, την Γκλόρια, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όταν η γυναίκα γυρίζει πίσω στην πατρίδα της, η Κλεό θα την επισκεφτεί για να περάσουν μαζί ένα τελευταίο καλοκαίρι, που θα τις αλλάξει και τις δυο.

To τρυφερό φιλμ της Μαρί Αματσουκελί, που άνοιξε την Εβδομάδα Κριτική του Φεστιβάλ Καννών το 2023 και κέρδισε το Χρυσό Αλέξανδρο στο τμήμα Newcomers του 64ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η μικρή Κλεό μεγαλώνει με τον πάτερα της στο Παρίσι και την νταντά της, την Γκλόρια από το Πράσινο Ακρωτήρι, την οποία έχει ως μητρικό πρότυπο, αφού η δική της μητέρα έχει πεθάνει. Όταν η Γκλόρια αναγκάζεται να επιστρέψει την πατρίδα της, η Κλεό συντρίβεται και έτσι ο πατέρας της της επιτρέπει να περάσει τις διακοπές μαζί της. Σε ένα διαφορετικό παραβάλλον από αυτό που έχει συνηθίσει, η μικρή θα γνωρίζει τους δύο γιους της Γκλόρια, ένας εκ των οποίων τη θεωρεί υπεύθυνη για την απουσία της μητέρας του, και μαζί έναν καινούργιο κόσμο.

Η Αματσουκελί («Party girl») παρακολουθώντας στενά με την κάμερα της την εξάχρονη εξαιρετική της πρωταγωνίστρια Λουίζ Μορό-Πανζανί, από την οποία καταφέρνει να αποσπάσει μία πολυσύνθετη ερμηνεία, αποτυπώνει με ευαισθησία την πορεία ενηλικίωσης ενός ανθρώπου. Μπορούμε να μιλήσουμε για ενηλικίωση παρά την μικρή ηλικία της ηρωίδας, μιας και η Κλεό στο ταξίδι αυτό θα ανακαλύψει μια άλλη πλευρά της ζωής, που διαφέρει από τη δική της προνομιούχα κατάσταση, θα καταλάβει ότι δεν είναι αυτή το κέντρο του σύμπαντος,  θα αισθανθεί πρωτόγνωρα συναισθήματα και θα έρθει αντιμέτωπη με την απώλεια και μάλιστα εις διπλούν-τόσο της φυσικής και της «θετής» της μητέρας.

Η δημιουργός ακριβώς επειδή επιλέγει για πρωταγωνίστριά της ένα μικρό παιδί, την οπτική του οποίου μεταφέρει μέσα από το εύρημα των animation, βλέπει με κατανόηση τα λάθη και τις αρνητικές της πλευρές, σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Ταυτόχρονα, μέσα από έναν θηλυκό κύκλο, που περιστοιχίζει την Κλεό, καταγράφει με λεπτούς χειρισμούς και διεισδυτικότητα τους διαφορετικούς ρόλους της γυναίκας, αλλά και τις ταξικές ανισότητες, που έχει δημιουργήσει η Δύση για την ευμάρεια των δικών της παιδιών.

Ένας Φανταστικός Φίλος (Imaginary)

Σκηνοθεσία: Τζεφ Γουάντλοου

Παίζουν: ΝτεΓουάντα Γουάιζ, Τομ Πέιν, Τέγκεν Μπερνς

Περίληψη: Ένα δαιμονικό λούτρινο αρκουδάκι ξυπνάει εφιάλτες.

Ταινία τρόμου από τους παραγωγούς του «Πέντε Νύχτες στου Φρέντι».

Όταν η Τζέσικα επιστρέφει στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας με την οικογένειά της, η μικρότερη θετή κόρη της, Άλις αναπτύσσει μια απόκοσμη προσκόλληση με μια λούτρινη αρκούδα, τον Τσόνσι, που βρίσκει στο υπόγειο. Η μικρή αρχίζει να παίζει παιχνίδια με τον Τσόνσι, που σταδιακά γίνονται όλο και πιο απαίσια. Καθώς η συμπεριφορά της αλλάζει ανησυχητικά, η Τζέσικα επεμβαίνει μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι ο Τσόνσι είναι πολύ περισσότερο από ένα αθώο κουκλάκι.

Ο Τζεφ Γουάντλοου («Θάρρος ή Αλήθεια;», «Fantasy Island») επαναλαμβάνει τη συνταγή-κονσέρβα της Blumhouse, χρησιμοποιώντας αφειδώς κλισέ jump scares και σεναριακές ανατροπές, που έχουμε ξαναδεί πολλές φορές. Το εύρημα του φανταστικού κόσμου, που θα μπορούσε να είναι μια τονωτική ένεση σε ένα κατά άλλα κοινότοπο θρίλερ, το οποίο εκτελείται χωρίς έμπνευση, μόνο σκηνογραφικά  λειτουργεί, με τον Γουάντλοου να καίει έτσι και τον τελευταίο άσσο στο μανίκι του.

Transit (Tranzit)

Transit Tranzit

Σκηνοθεσία: Κάρολος Ζωναράς

Παίζουν: Παντελής Δεντάκης, Τζέο Πακίτσας, Δημήτρης Πουλικάκος

Περίληψη: Ένα πειραγμένο sci fi θρίλερ για τη ζωή, τον θανάτο και το τι μπορεί να υπάρχει ανάμεσά τους.

H νέα ταινία του Κάρολου Ζωναρά («Μπιγκ Χιτ», «Πέντρο Νούλα») είναι ένα ασπρόμαυρο ιδιοσυγκρασιακό sci-fi.  

Μετά από το δυσεπίλυτο αίνιγμα του θανάτου τους, Πατέρας και Γιος ξανασμίγουν στο Tranzit σε ένα φαντασιακό́ επέκεινα, που ελέγχεται από αφηρημένες μαθηματικές αρχές . Εκεί, οι νεκροί καλούνται να αποφασίσουν, αν θα αποδεχτούν τη διαδικασία αποϋλοποίησής τους, ή θα παραμείνουν σε απροσδιοριστία για πάντα.

Στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Ζωναράς επιχειρεί μια αλληγορία, που για τις συνθήκες των ελληνικών παραγωγών, δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί, επιλέγοντας να κινηθεί στο genre της επιστημονικής φαντασίας. Φυσικά, εδώ δεν έχουμε ένα εντυπωσιακό υπερθέαμα, αντίθετα- και σωστά- ο Έλληνας σκηνοθέτης επιλέγει μια πιο δωρική μορφή, που θυμίζει στο στήσιμό της αρχαία τραγωδία, για να μας μεταφέρει στη μετά θάνατο ζωή. Σε αυτό τον άνυδρο μη χώρο λοιπόν, άνθρωποι κινούνται ουσιαστικά μέσα σε έναν κύκλο, την ώρα που ένας επιστήμονας προσπαθεί να αποδείξει μαθηματικά ένα θεώρημα, που θα τον γυρίσει πίσω.

Η ιδέα της επαναληπτικότητας και της διαδοχής που ορίζεται από τον κύκλο, η υπαρξιστική θεώρηση της ζωής μέσα από το γεγονός του θανάτου, αλλά και η μνήμη ως αντίστιξη στην ιδέα του οριστικού τέλους, καταγράφονται μέσα από βαρύγδουπούς συχνά διαλόγους και θεατρικής λογικής πλάνα, όμως το θάρρος του Ζωναρά να αφοσιωθεί σε ένατόσο δύσκολο εγχείρημα και η πίστη στο πείραμά του  είναι αδιαμφισβήτητη.

Σκύλος & Γάτα: Μια Τρελή Καταδίωξη  (Chien et Chat)

Σκηνοθεσία: Ριμ Κερίσι

Παίζουν: Φρανκ Ντιμπόσκ, Ριμ Κερίσι, Φιλίπ Λασό

Περίληψη:  Μία γάτα influencer κι ένα αδέσποτο κουτάβι  μπλέκουν σε μια απίστευτη περιπέτεια.

Προβάλλεται και με ελληνική μεταγλώττιση.

Γαλλική κωμική περιπέτεια για όλη την οικογένεια.

Η Ντίβα είναι μία γάτα ινφλουένσερ, με εκατομμύρια ακολούθους. O Τούλης είναι ένα αδέσποτο κουτάβι, που καταπίνει κατά λάθος ένα ρουμπίνι ανεκτίμητης αξίας , το οποίο μόλις έχει κλέψει ο διαβόητος απατεώνας Τζακ. Μέσα από μία σειρά ατυχών γεγονότων, τα δύο κατοικίδια βρίσκονται κυνηγημένα από έναν διεφθαρμένο αστυνομικό, που θα κάνει τα πάντα για να πάρει στα χέρια του το πολύτιμο ρουμπίνι. Όσο η Μόνικα και ο Τζακ, οι ιδιοκτήτες τους, τους αναζητούν, η Ντίβα και ο Τούλης πρέπει να αφήσουν στην άκρη τις διαφορές τους για να γλιτώσουν από αυτή την τρελή καταδίωξη, που τα οδηγεί από το Μόντρεαλ μέχρι τη Νέα Υόρκη.

Επαναπροβολή:

Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας (The Last Emperor)

Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

Παίζουν:  Τζον Λον, Τζόαν Τσεν, Πίτερ Ο' Τουλ, Ριουίτσι Σακαμότο

Περίληψη: Η ιστορία του Που-Γι, ο οποίος ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο σε ηλικία μόλις 3 ετών για να κυβερνήσει τον κινέζικο λαό, ακολουθώντας μια παράδοση χιλιετιών.

To αριστουργηματικό έπος του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι για τον τελευταίο Κινέζο Αυτοκράτορα.

Πεκίνο, 1908. Ένα αγόρι τριών ετών αρπάζεται από τη μητέρα του και μεταφέρεται μέσα στη νύχτα στην Απαγορευμένη Πόλη, στην καρδιά της αρχαίας Κίνας. Το όνομά του είναι Που Γι. Μερικές μέρες αργότερα, στέφεται αυτοκράτορας και γίνεται «Ο Άρχοντας των 10 Χιλιάδων Ετών», «Ο Γιος των Ουρανών», εξουσιαστής σχεδόν του μισού πληθυσμού της Γης.

Ο Που Γι περιτριγυρίζεται από αξιωματούχους, αυλικούς και πάνω από 1.500 ευνούχους, οι οποίοι του συμπεριφέρονται σαν να είναι θεός. Μόνο που δεν του επιτρέπεται να βγει έξω από το παλάτι, ούτε και να γνωρίσει την πραγματικότητα του κινεζικού λαού.

Όταν όμως, το 1912 η Κίνα γίνεται δημοκρατία, τελειώνουν 3.000 χρόνια αυτοκρατορικής διακυβέρνησης. Ο μόνος που δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις σαρωτικές ιστορικές αλλαγές είναι ο μικρός αυτοκράτορας, αφού ο μεσαιωνικός τρόπος ζωής στην Απαγορευμένη Πόλη δεν αλλάζει.

Το 1924 ,ο Που Γι εξορίζεται και  τότε αρχίζει να αναζητεί τη χαμένη του ταυτότητα. Μέσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας, την εξορία, τη φυλακή, τη φαντασίωση και τη σκληρή πραγματικότητα, καταλήγει στο τέλος της ζωής του κηπουρός στους Βοτανικούς Κήπους του Πεκίνου, πιο ελεύθερος από ποτέ. Έτσι, έγινε παράδειγμα πολίτη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ώσπου πέθανε το 1967.

Μέσα από την αυτοβιογραφία του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με μια σειρά από φλας-μπακ παρουσιάζει την ταραχώδη ιστορία της Κίνας από τις αρχές 20ού αιώνα έως τη δεκαετία του ’80.

«Ο τελευταίος αυτοκράτορας» το 1988 κέρδισε εννέα Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Πρωτότυπης Μουσικής, Φωτογραφίας, Μοντάζ, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Κοστουμιών, Ήχου) και έγινε μία από τις πιο πολυβραβευμένες ταινίες του θεσμού. Συνολικά, απέσπασε 40 ακόμα κινηματογραφικά βραβεία ,μεταξύ των οποίων BAFTA, Χρυσές Σφαίρες, Σεζάρ και Βραβεία  Κριτικών.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ





SHARE