ΣΙΝΕΜΑ

Ο απίστευτος Άντονι Χόπκινς, η «αδίστακτη» Σκάρλετ Γιόχανσον και ο Δημήτρης Καταλειφός πρωταγωνιστούν στα θερινά


Aυτή την εβδομάδα, ο Σερ Αντόνι Χόπκινς σε μια σπουδαία ερμηνεία, για την οποία τιμήθηκε με ένα ακόμα Όσκαρ, δίνει σάρκα και μορφή στην έννοια της «μνήμης», η Σκάρλετ Γιόχανσον παρέα με τη Φλόρενς Πιου και τη Ρέιτσελ Βάις μάς αποκαλύπτουν την ιστορία της «Black Widow», ενώ ένα ποιητικό ντοκιμαντέρ-δοκίμιο για τον μεγάλο μας ποιητή Νίκο Καρούζο θα μας οδηγήσει στο «άβατον» μιας καλλιτεχνικής ευφυΐας.

Ο Πατέρας (The Father)

Σκηνοθεσία: Φλοριάν Ζελέρ

Παίζουν: Άντονι Χόπκινς, Ολίβια Κόλμαν, Μαρκ Γκάτις, Ιμοτζέν Πουτς, Ρούφους Σίγουελ, Ολίβια Γουίλιαμς

Περίληψη: Όταν η Αν, κόρη του Άντονι, ενός συνταξιούχου μηχανικού, του ανακοινώνει ότι θα φύγει για να ζήσει στο Παρίσι, εκείνος δηλώνει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του στο Λονδίνο. Η Αν ανησυχεί, καθώς ο πατέρας της δείχνει σημάδια άνοιας, κι έτσι αποφασίζει να προσλάβει μια νοσοκόμα, για να τον φροντίζει. Όμως, ο Άντονι επιμένει ότι δε χρειάζεται βοήθεια, ενώ αρχίζει να υποπτεύεται ότι όλοι τον μπερδεύουν ηθελημένα για να τον πείσουν ότι κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό του.

Η μοναδική ερμηνεία του σερ Άντονι Χόπκινς που του χάρισε -δικαίως- το δεύτερο Όσκαρ της μακράς καριέρας του, αξίζει μια βαθιά υπόκλιση.

O Φλοριάν Ζέλερ είναι καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας με αξιοσημείωτες επιτυχίες στις ευρωπαϊκές σκηνές. Το συγκεκριμένο έργο μάλιστα, στο οποίο είναι βασισμένη και η ταινία, είναι μέρος μιας τριλογίας (τα άλλα δύο είναι «Ο Γιος» και «Η Μητέρα») κι έχει αποσπάσει μια σειρά από βραβεία και έσπασε ταμεία όπου κι αν παίχτηκε. Αυτό λοιπόν επέλεξε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη στο σκηνοθετικό του κινηματογραφικό ντεμπούτο, έχοντας μαζί του στη συγγραφή του σεναρίου τον θρυλικό Κρίστοφερ Χάμπτον των «Επικίνδυνων σχέσεων» και του «Atonement». Και φαίνεται πως έκανε πολύ καλά, αφού το «Τhe Father» κατάφερε να αποσπάσει έξι υποψηφιότητες για τα φετινά Όσκαρ, (μια και για τον δικό μας Γιώργο Λαμπρινό, που υπογράφει το μοντάζ).

Ο Άντονι είναι ένας ιδιότροπος ηλικιωμένος άνδρας, που αντιμετωπίζει τον εφιάλτη της άνοιας: καθημερινά πληροφορίες και μνήμες μπερδεύονται στο κεφάλι του, ο χρόνος και η πραγματικότητα γίνονται ένα βασανιστικό παζλ, το οποίο δεν μπορεί να λύσει και ο τρόμος απέναντι στην απώλεια του εαυτού του τον κάνει ευάλωτο. Η κόρη του, Αν, τον φροντίζει, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να βρει μια νοσοκόμα που θα τον αναλάβει, καθώς εκείνη θέλει να φύγει για το Παρίσι.

Αυτή είναι η μία εκδοχή της αλήθειας. Όμως μέσα στο μυαλό του Άντονι υπάρχουν και πολλές άλλες. Τα παιχνίδια που του παίζει η αρρώστια τού προκαλούν σύγχυση: το πρόσωπο της κόρης του αλλάζει μορφή -άλλοτε η Ολίβια Κόλμαν κι άλλοτε η Ολίβια Ουίλιαμς στέκονται με αγάπη και υπομονή στο πλευρό του, πληρώνοντας το χρέος στον άνθρωπο που τις γέννησε. Η μορφή του γαμπρού του δεν είναι σταθερή, ο ίδιος αδυνατεί να αποφασίσει αν το διαμέρισμα που μένει είναι δικό του ή απλώς φιλοξενείται, η νοσοκόμα που έρχεται να τον αναλάβει, άλλοτε μοιάζει με μια χαριτωμένη νεαρή που του θυμίζει την άλλη του κόρη, τη Λούσι, που μάλλον φαίνεται να τον έχει εγκαταλείψει, κι άλλοτε μια μητρική φιγούρα, στην αγκαλιά της οποίας θα καταλήξει στο τέλος σαν μωρό, κλείνοντας τον κύκλο της ζωής, με τον ίδιο τρόπο που ξεκινάει.

Αυτό το χάος επίτηδες συντηρείται από το σενάριο, αλλά και από τη σκηνοθεσία του Ζέλερ, ο οποίος, αφήνοντας κατά μέρος τη θεατρική καταβολή του έργου, αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες του σινεμά: το αποτύπωμα ενός κάδρου στον τοίχο, το ρολόι που ο Άντονι συνεχώς ψάχνει, οι μικρές λεπτομέρειες που αποκαλύπτει η κάμερα, όπως το τρέμουλο στο σαγόνι του Χόπκινς σε μια στιγμή διαύγειας του ήρωά του, που συνειδητοποιεί τι του συμβαίνει για να το ξεχάσει το επόμενο λεπτό, αποκτούν μια ποιητική διάσταση -συμβάλλει σε αυτό και το εξαιρετικό μοντάζ του Λαμπρινού- και τελικά λειτουργούν ως αλληγορίες για τον χρόνο που φεύγει, αλλά και για το τέλος που πλησιάζει.

Σε αυτή τη λογική, η ιστορία επαναλαμβάνεται σε λούπες, που καταγράφουν την πορεία της αρρώστιας, γεγονός που, από ένα σημείο και μετά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν αρκούν να ανατροφοδοτήσουν το ενδιαφέρον του θεατή. Κι ίσως, πράγματι αυτό να συνέβαινε, όμως ο Ζέλερ -κι εμείς μαζί του- είναι τυχερός, γιατί έχει στο καστ του τον μεγάλο Άντονι Χόπκινς, να δίνει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής. Από την καχυποψία στην οργή, από τον φόβο στην απόγνωση, από την απόγνωση στο βιτριολικό χιούμορ, ο μεγάλος αυτός ηθοποιός, σε έναν ρόλο ζωής, μετέρχεται όλα τα στάδια ενός ανθρώπου που βαδίζει προς το τέλος. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως, έμπνευση για την ερμηνεία του αποτέλεσε ο δικός του πατέρας, ο οποίος, αν και δεν υπέφερε από άνοια, του έμαθε τι σημαίνει «να έρχεται κάποιος αντιμέτωπος με τον θάνατο».

Χωρίς να συγκινείται από το δράμα του ήρωά του, μας συγκινεί ανελέητα: με δεξιοτεχνία αποφεύγει τους εύκολους μελοδραματισμούς, ισορροπεί αξιοθαύμαστα ανάμεσα στο βαθιά τραγικό και στην κωμωδία και εμφανίζεται με χίλια διαφορετικά πρόσωπα, που όμως πάντα κουβαλούν αγάπη για τη ζωή και ταυτόχρονα τη φιλοσοφική αποδοχή του τέλους ως αναπόφευκτη μοίρα.

Γοητευτικός και ευάλωτος, μεταφέρει την παιδικότητα και τη σοφία της τρίτης ηλικίας για να καταλήξει σε μια συγκλονιστική σεκάνς, όπου κυριολεκτικά φυλλοροεί, όπως και τα δέντρα έξω από το παράθυρό του, μέχρι που λυτρώνεται και μας λυτρώνει με ένα σπαραξικάρδιο φινάλε, που απλώς θες να σηκωθείς και να χειροκροτήσεις.

Black Widow

Σκηνοθεσία: Κέιτ Σόρτλαντ

Παίζουν: Σκάρλετ Τζοχάνσον, Φράσις Πιου, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Ρέιτσελ Βάις, Ντέιβιντ Χάρμπουρ, Ρέι Γουινστόουν, Γουίλιαμ Χαρτ

Περίληψη: Η Νατάσα Ρομανόφ, ή «Μαύρη Χήρα», αντιμετωπίζει τις σκοτεινότερες πλευρές του παρελθόντος της, όταν μπλέκεται σε μια επικίνδυνη συνομωσία. Μια δύναμη την καταδιώκει, που δεν θα σταματήσει μπροστά σε τίποτα για να την καταστρέψει, οπότε η Νατάσα αναγκάζεται να παλέψει με όλες τις δυνάμεις.

Στην πρώτη ταινία της τέταρτης φάσης του κινηματογραφικού σύμπαντος της Μarvel, η Black Widow γίνεται πρωταγωνίστρια και εμείς ανακαλύπτουμε το παρελθόν της.

Η Νατάσα Ρομανόφ δεν είναι Ρωσίδα, αλλά Αμερικανίδα πολίτης, γεννημένη στο Οχάιο, και στρατολογείται σε μικρή ηλικία από την KGΒ. Κι ενώ εκείνη έχει διαφύγει πια από το σκληρό  πρόγραμμα που την εκπαίδευσε, η μικρή της αδελφή, η Γελένα, είναι παγιδευμένη σε ένα  φρικτό πείραμα. Υπεύθυνος ο στρατηγός Ντράκοφ, που μετατρέπει νεαρά κορίτσια σε φονικές μηχανές, ελέγχοντας το μυαλό τους. Η Νατάσα και η Γελένα αποφασίζουν να εκδικηθούν τον άνδρα που αμαύρωσε τα παιδικά τους χρόνια και ταυτόχρονα να απελευθερώσουν όλες τις υπόλοιπες «Μαύρες Χήρες», που, όπως μαθαίνουμε, είναι πολλές. Μόνο που για να τον νικήσουν θα χρειαστούν τη βοήθεια των γονιών τους, γεγονός που θα φέρει στο φως θαμμένες αλήθειες.

Ξεκινώντας μετά από τα γεγονότα του «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος», η Κέιτ Σόρτλαντ («Berlin Syndrome»),που αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, κινείται σε δύο βασικούς άξονες: το γυναικείο ζήτημα από τη μία και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου από την άλλη, όπου φυσικά η πλάστιγγα γέρνει προς τους καλούς Αμερικανούς, που περνούν τα μύρια όσα από τους δαιμονικούς Ρώσους.

Η Σκάρλετ Γιόχανσον χωρίς ρετούς -η ίδια έχει δηλώσει ότι δεν θα ανεχθεί πια παραποιήσεις της εικόνας τη- δανείζει τη γοητεία της στην Βlack Widow και μαζί με την ανερχόμενη Φλόρενς Πιου αποτελούν ένα δυνατό δίδυμο, ενώ η Σόρταλαντ τις σιγοντάρει, δίνοντας έμφαση στο υπερθέαμα και στα εφέ, αν και δεν της λείπει η φεμινιστική διάθεση -που είναι της μόδας στο Χόλιγουντ. Χιουμοριστικές ατάκες που επίσης θεωρούνται must τελευταία στις υπερηρωικές ταινίες και μια προσπάθεια δραματικής εμβάθυνσης συνδυάζονται με εντυπωσιακές σκηνές, που δεν ανανεώνουν το είδος ούτε όμως και απογοητεύουν τους φανς των κόμικ.

Νίκος Καρούζος -Ο Δρόμος για το Έαρ

Σκηνοθεσία: Γιάννης Καρπούζης, Πρωταγωνιστεί ο Δημήτρης Καταλειφός

Περίληψη: Ένας επίμονος ερευνητής εξετάζει την ταραχώδη ζωή και το ανεξερεύνητο έργο του μοντερνιστή ποιητή Νίκου Καρούζου. Καταδύεται έτσι σε ένα πλήθος αρχείων, ταινιών γυρισμένων σε φιλμ σούπερ 8 και ιστορικών γεγονότων, περνάει από τη συννεφιασμένη Αθήνα, το Ναύπλιο, την Κρονστάνδη και τη Στοκχόλμη, για να καταλήξει στο «έαρ», στην «άνοιξη» της ιστορίας που δεν έχει έρθει ακόμη.

Ο Γιάννης Καρπούζης εξερευνά τη ζωή και το έργο του μεγάλου ποιητή Νίκου Καρούζου μέσα από ένα ντοκιμαντέρ-δοκίμιο με στοιχεία μυθοπλασίας.

Ένας επίμονος ερευνητής -που υποδύεται ποιητικά, όπως θα ταίριαζε στον Καρούζο, ο Δημήτρης Καταλειφός-, μέσα από αρχεία, συνεντεύξεις, αλλά και κινηματογραφημένες σκηνές, αναζητεί ta πολλά πρόσωπα αυτής της sui generis προσωπικότητας, που η επίδρασή της στα ελληνικά γράμματα υπήρξε καθοριστική.

Tα πρώτα χρόνια του στο Ναύπλιο, όπου πάντα ξαναγύριζε, η άφιξή του στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική, η εξορία του στη Μακρόνησο, λόγω των πολιτικών του φρονημάτων αργότερα, η Κροστάνδη, οι σχέσεις του με τους συντέχνους του και η επιρροή που τους άσκησε, οι γυναίκες της ζωής του, το ταξίδι στη Σουηδία για να παραλάβει, όπως όλοι πίστευαν, το Νόμπελ, και η απογοήτευση, αλλά και το δραματικό του τέλος, συνδυασμένα με τους μοναδικούς στίχους, συνθέτουν, όχι μόνο το πορτρέτο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, αλλά ολόκληρης της Ελλάδας.

Ο Καρπούζης, ξεκινώντας από το τέλος του ποιητή όταν, πάμφτωχος και χωρίς να έχει πάρει την τιμητική σύνταξη που δικαιούταν -θα την κερδίσει τελικά λίγο αργότερα, για να τη σκίσει μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φίλων του, επειδή ήταν «δεύτερης κατηγορίας»- παλεύει με τον θάνατο και αναρωτιέται στην ουσία για τη μοίρα ενός σπάνιου πνεύματος μέσα σε έναν κόσμο που φοβάται την ποίηση. 

Κι όπως ο Καρούζος, που όταν δεν ήταν στις καλές του συνήθιζε να λέει με το βιτριολικό χιούμορ του πως «υπέφερε από ύπαρξη», έτσι και αυτή η εικονοποιημένη πραγματεία, που δεν στερείται του βάθους της σκέψης του, αποπνέει σε κάθε πλάνο της αυτή την μπεκετική ματαιότητα, με την οποία φλέρταρε τόσο μοναδικά ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τη ζωή.

Παίζονται ακόμα:

Καινούργιος Ουρανός: Οι Γυναίκες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος

Σκηνοθεσία: Γιάννης Ξύδας και Τάσος Κωνσταντόπουλος

Περίληψη: Μαχήτριες της αντίστασης αφηγούνται τις εμπειρίες τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και του Εμφυλίου.

Δεκαετίες μετά από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, οι γυναίκες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας μοιράζονται τις αναμνήσεις τους.

Μετά από τη συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φλεβάρη του 1945, χιλιάδες αγωνίστριες και αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, καθώς και οι οικογένειές τους κυνηγιούνται από κρατικούς και παρακρατικούς σχηματισμούς. Εμπρησμοί, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, δολοφονίες, φυλακίσεις και εξορίες δημιουργούν έναν ασφυκτικό κλοιό, εξωθώντας τους καταδιωκόμενους να ανέβουν στο βουνό και να σχηματίσουν ομάδες, που θα αποτελέσουν τη μαγιά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).

Γυναίκες διωκόμενες, γυναίκες που συνειδητά επιλέγουν να πολεμήσουν, γυναίκες επιστρατευμένες συνθέτουν το βιωματικό ψηφιδωτό ενός καταστροφικού πολέμου σε αυτό το βιωματικό-αφηγηματικό ντοκιμαντέρ, που με έναν τρόπο είναι αφιερωμένο και σε όσες πια δεν μπορούν να αφηγηθούν την ιστορία τους.

Oνειρομπελάδες (Dreamuilders)

Σκηνοθεσία: Κιμ Χάγκεν Γιένσεν, Τόνι Ζινκ

Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Λυδίας Τζανουδάκη, Θανάση  Κουρλαμπά, Μελίνας Κατσακούλη, Πηνελόπης Σκαλκώτου, Χάρη Φραγκούλη

Περίληψη: Η ήσυχη ζωή της δωδεκάχρονης Μίνας αναστατώνεται, όταν εμφανίζεται η θετή αδελφή της, Τζένη. Η Τζένη είναι ενοχλητική και η Μίνα θέλει να την ξεφορτωθεί. Μία νύχτα, όμως, συναντά τους δημιουργούς ονείρων και ανακαλύπτει ότι μπορεί να αλλάξει την Τζένη. Μόνο που αυτή η απόφαση έχει απρόσμενες επιπτώσεις.

Ένα σύγχρονο παραμύθι κινουμένων σχεδίων γύρω από τις περιπέτειες μιας δωδεκάχρονης, που αποκαλύπτει τον μαγικό κόσμο των ονείρων.

Καθώς η ζωή της Μίνα αλλάζει με την εισβολή της θετής αδελφής της, Τζένη, και την καινούρια σύντροφο του πατέρα της, την Ελένα, χρησιμοποιεί τον κόσμο των ονείρων για να επανακτήσει τον έλεγχο της ζωής της. Ο Γκαφ, ο νευρικός οικοδόμος των ονείρων της, την προειδοποιεί ξανά και ξανά. Όμως, η τρυφερότητά του για την προστατευόμενή του δεν του επιτρέπει να την εμποδίσει εγκαίρως.

Επαναπροβολές:

Κραυγές και Ψίθυροι (Cries and whispers)

Σενάριο-σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Παίζουν: Λιβ Ούλμαν, Ίνγκριντ Τούλιν, Χάριετ Άντερσον

Περίληψη: Ο φακός του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν καταγράφει με ανήλεη τρυφερότητα τον πόνο και την εξιλέωση, με φόντο ένα υπέροχο αρχοντικό του 18ου αιώνα, όπου τρεις αδελφές ξανασμίγουν για να αποχαιρετήσουν τη μία από αυτές που αργοπεθαίνει.

Η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Μπέργκμαν στις ΗΠΑ (υποψήφια για πέντε Όσκαρ και βραβευμένη με το χρυσό αγαλματίδιο για την αριστουργηματική φωτογραφία της) επιστρέφει στα θερινά.

Στο γύρισμα του 19ου αιώνα, σε μία εξοχική έπαυλη μοναδικής ομορφιάς, τρεις αδερφές ανταμώνουν για να παρηγορήσουν τη μία που πεθαίνει από καρκίνο. Η Άγκνες είναι μόλις 37 ετών, αλλά η ζωή της πλησιάζει στο τέλος της. Παίζει λίγο πιάνο, ζωγραφίζει, αλλά είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, που μοιράζεται την καθημερινότητά της μόνο με την οικιακή βοηθό.

Όταν η κατάσταση της υγείας της επιδεινώνεται, έρχονται στο οικογενειακό αρχοντικό οι δύο αδελφές της, για να χαρίσουν στην ετοιμοθάνατη παρηγοριά και αγάπη. Όλες τους είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους: η μεγαλύτερη, η Κάριν, παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν άτυχο γάμο με κάποιον μεγαλύτερό της, που μισεί και σιχαίνεται. Κάτω από την κοινωνικό προσωπείο που με μεγάλη επιμέλεια συντηρεί, είναι δυστυχισμένη και οργισμένη για το αδιέξοδο στην προσωπική της ζωή.

Η μικρότερη αδελφή, η Μαρία, εξωστρεφής, καλοπαντρεμένη και ευτυχισμένη, είναι μια ρηχή, φιλάρεσκη γυναίκα, που η μόνη της έννοια είναι να περνάει καλά και να γίνεται αρεστή στους άλλους.

Οι εκρηκτικές ψυχοσυνθέσεις των γυναικών θα οδηγήσουν σε έντονες συγκρούσεις, καθώς οι τρεις αδερφές θυμούνται και επαναξιολογούν την κοινή τους πορεία, αλλά και τις ξεχωριστές διαδρομές της ζωής τους.

Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ (L' Annee Derniere a Marienbad)

Σκηνοθεσία: Αλέν Ρενέ

Παίζουν: Ντελφίν Σεϊρίγκ, Τζιόρτζιο Αλμπερτάτσι, Σασά Πιτοέφ

Περίληψη: Σε ένα άδειο πολυτελές ξενοδοχείο, ένας άντρας προσπαθεί να θυμίσει σε μια παντρεμένη γυναίκα την ερωτική ιστορία που είχαν την προηγούμενη χρονιά στο Μάριενμπαντ και να την πείσει να φύγει μαζί του.

Το απόλυτο σινεφιλικό παζλ, που θεωρήθηκε η εικονογράφηση της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, κυκλοφορεί σε νέες κόπιες.

Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην εξοχή, ένας άντρας (Χ) χρησιμοποιεί κάθε μέσο, για να πείσει μια παντρεμένη γυναίκα (Α) να φύγει μαζί του. Εκείνη με τη σειρά της μόλις και μετά βίας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της την ερωτική ιστορία που είχαν -ή δεν είχαν- τον προηγούμενο χρόνο στο Μάριενμπαντ. Ο σύζυγος, ή συνοδός (Μ), παραμένει διακριτικά στο πλευρό της, ρωτώντας κάθε λίγο για την υγεία της, αδιαφορώντας για τα αισθήματά της.

Δυσοίωνοι οργανικοί ήχοι επαναλαμβάνονται, ο άντρας προσπαθεί να ανασκευάσει την καχυποψία της γυναίκας και να την πείσει ότι έχουν ξαναβρεθεί εδώ ή κάπου αλλού. Η μνήμη ξεγλιστρά, η αμφισημία  κυριαρχεί, ο άντρας της γυναίκας (ή μήπως είναι κάτι άλλο;) γυροφέρνει με ένα πένθιμο ύφος, ενώ ο Χ επαναλαμβάνει συνεχώς σαν σύνθημα τη λέξη «Πέρυσι» σε κάθε συνάντησή του με τη γυναίκα, που κάθε φορά λαμβάνει χώρα σε διαφορετική τοποθεσία.

Η απορία μένει μετέωρη: η περσινή τους επαφή ήταν απλώς ένα ξελόγιασμα ή κάτι άλλο; Ένα δυστοπικό σύμπαν, όπου το καλό και το κακό, η εξαπάτηση και η αλήθεια παίζουν κρυφτό μπροστά στην κάμερα του Αλέν Ρενέ, αποκαλύπτεται.

Η ταβέρνα της Τζαμάικα(Jamaica Inn)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ

Παίζουν: Τσαρλς Λότον, Μορίν Ο’ Χάρα, Λέσλι Μπανκς

Περίληψη: Στις ακτές της Κορνουάλης του 1800 μια ομάδα πειρατών που εδρεύει στο «Jamaica Inn» προκαλεί ναυάγια για να ληστεύει το πολύτιμο φορτίο των πλοίων. Όταν η ανιψιά της γυναίκας του ιδιοκτήτη φτάνει στο πανδοχείο για να μείνει με τη θεία της, η εγκληματική δράση των κακοποιών αρχίζει να ξεσκεπάζεται, ενώ ο ιδιόρρυθμος άρχοντας της περιοχής δεν αργεί να γοητευτεί από την όμορφη νεαρή.

Η τελευταία ταινία που γύρισε επί αγγλικού εδάφους ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, το 1939.

Σε μία απόκρημνη και βραχώδη ακτή της Κορνουάλης γύρω στα 1800, μία συμμορία κακοποιών ληστεύει πλοία που ναυαγούν και δολοφονεί όσους επιβιώνουν, ώστε να μην μπορούν να τους καταδώσουν. Μόνο που τα ναυάγια είναι προσχεδιασμένα από τον μυστηριώδη αρχηγό τους. Στο ξενοδοχείο, όπου εδρεύουν οι ληστές, καταφτάνει μια όμορφη Αγγλίδα για να επισκεφτεί τον θείο της, αγνοώντας ότι και ο ίδιος είναι μέλος της συμμορίας. Ταυτόχρονα, οι ναυτιλιακές εταιρίες στέλνουν στην περιοχή έναν «δικό τους άνθρωπο», προκειμένου να εξιχνιάσει τα απανωτά ναυάγια. Κι αυτός καταλύει στο ίδιο πανδοχείο. Όταν όμως οι ληστές ανακαλύπτουν τον πραγματικό λόγο της παρουσίας του, αποφασίζουν να τον σκοτώσουν.

Αρκετά από τα βιβλία της Δάφνη ντι Μωριέ μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, όπως η «Ρεβέκκα» (1938) και τα «Πουλιά» (1963) που επίσης σκηνοθέτησε ο Χίτσκοκ. Εδώ όμως, ο μετρ αποδεικνύει πως δεν  ξέρει μόνο να δημιουργεί σασπένς, αλλά να δομεί στιβαρά δράματα, συνεπικουρούμενος από μια πέρα από κάθε κριτική ερμηνεία του πρωταγωνιστή του, Τσαρλς Λότον.

Αμέσως μετά από αυτή την ταινία, ο Χίτσκοκ εγκατέλειψε οριστικά τη Μεγάλη Βρετανία για να μετακομίσει στο Χόλιγουντ, όπου τον περίμενε μια νέα καριέρα. Η «Ταβέρνα της Τζαμάικα», όμως, παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο ιδιόμορφα έργα του, που κανείς λάτρης του δεν πρέπει να χάσει.





SHARE