ΣΙΝΕΜΑ

Η εμβληματική ιστορία της Μπίλι Χόλιντεϊ αναβιώνει στη μεγάλη οθόνη


Αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες, θα απολαύσουμε την Αντζελίνα Τζολί ντυμένη πυροσβέστη να παλεύει στα δάση της Μοντάνα, θα δούμε την Άντρα Ντέι να ενσαρκώνει την εμβληματική κυρία των μπλουζ Μπίλι Χόλιντεϊ -ρόλος που της εξασφάλισε μια Χρυσή Σφαίρα-, ενώ θα παρακολουθήσουμε και πάλι τον αξεπέραστο Πίτερ Σέλερς στον «Ροζ Πάνθηρα».

Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Μπίλι Χόλιντεϊ (The United States vs. Billie Holiday)

Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς

Παίζουν: Άντρα Ντέι, Τρεβάντε Ρόουντς, Γκάρετ Χέντλουντ, Λέσλι Τζόρνταν

Περίληψη: Η Μπίλι Χόλιντεϊ στοχοποιήθηκε από το FBI, το οποίο θεώρησε εμπρηστικό το «Strange Fruit», ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για τον ρατσισμό στις ΗΠΑ και την καταπίεση των μαύρων. Εστιάζοντας στη εξάρτησή της από τα ναρκωτικά, έδωσε την εντολή σε έναν μαύρο αστυνομικό, τον Τζίμι Φλέτσερ να την παρακολουθήσει και να τη συλλάβει.

H ζωή της «κυρίας των μπλουζ» Μπίλι Χολίντεϊ, που χάρισε στην Άντρα Ντέι τη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της και την έστειλε στις υποψηφιότητες για το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου, μεταφέρεται για ακόμα μια φορά στη μεγάλη οθόνη.

Ο κινηματογραφικά άνισος Λι Ντάνιελς («Empire», «The paperboy») εν μέρει βασίζεται στο βιβλίο του Βρετανού δημοσιογράφου Γιχάν Χάρι «Chasing the Scream: The First and Last Days of the War on Drugs», που περιγράφει πώς ο Έντγκαρ Χόυβερ στοχοποίησε τη Χόλιντεϊ με αφορμή τον εθισμό της στα ναρκωτικά, για να αφηγηθεί την ιστορία του περίφημου «Strange Fruit».

Αυτό το εμβληματικό τραγούδι περιγράφει το λιντσάρισμα μαύρων από τους λευκούς -πρόκειται στην ουσία για ένα μελοποιημένο ποίημα του 1931- και η Χόλιντεϊ το τραγουδούσε σε κάθε της εμφάνιση, ως φόρο τιμής στον πατέρα της, που του αρνήθηκαν τη νοσηλεία λόγω του χρώματός του.

Οι Αρχές ενοχλούνταν ιδιαιτέρως από την επιμονή της και ήθελαν με κάθε τρόπο να την εμποδίζουν να το τραγουδάει, κυρίως επειδή τους θύμιζε τα εγκλήματά τους. Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν την εξάρτησή της από την ηρωίνη, της στέρησαν καταρχάς την άδεια να εμφανίζεται σε καμπαρέ και στη συνέχεια τη συνέλαβαν. Εκείνη, όμως, επανήλθε στη σκηνή, αρνούμενη με κάθε κόστος αυτή την «άτυπη λογοκρισία». Λοιδορήθηκε, αρρώστησε, διαλύθηκε, αλλά ακόμα και από το κρεβάτι του νοσοκομείου δεν έκανε πίσω. Αντίθετα, πάντα έλεγε το απαγορευμένο της τραγούδι με τον ίδιο τελετουργικό τόπο: ζητούσε σιωπή από το κοινό, ένας προβολέας τη φώτιζε, εκείνη ερμήνευε ήσυχα τους δυναμικούς στίχους και στο τέλος αποσυρόταν.

Στον απόηχο του #BlackLiveΜatters, η στάση της Χόλιντεϊ σημαίνει πολλά και σίγουρα είναι η ίδια η ιστορία που έφερε μια αρκετά πρόχειρη ταινία στις Χρυσές Σφαίρες και στη short list των Όσκαρ. Και είναι πρόχειρη, γιατί τόσο το σενάριο της βραβευμένης με Πούλιτζερ Παρκς όσο και η σκηνοθεσία του Ντάνιελς επιμένουν στην εξάρτηση της Χόλιντεϊ και «ξεπετούν» αρκετά περιγραφικά σημαντικά κομμάτια της ζωής της, όπως τα παιδικά της χρόνια, όπου η μητέρα της την ανάγκασε να δουλεύει σε πορνείο, αλλά κυρίως την καλλιτεχνική διαδρομή αυτής της εμβληματικής γυναίκας, που με τον σιωπηλό ακτιβισμό της έγινε σύμβολο του αγώνα για τα δικαιώματα της κοινότητάς της.

Με στοιχεία μιούζικαλ και ελάχιστες σκηνές που διαθέτουν στιβαρή δραματουργία, ο Ντάνιελς χάνεται σε μια παραισθησιογόνα θεατρικότητα, που τελικά δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε πολλά για την προσωπικότητα της Χόλιντεϊ. Ταυτόχρονα, παρακολουθούμε και ένα ειδύλλιο ανάμεσα στην ντίβα της τζαζ και έναν πράκτορα του FBI, τον Τζίμι Φλέτσερ (τον υποδύεται ο Τρεβάντε Ρόουντς που είχαμε δει στο «Moοnlight») ο οποίος την παρακολουθεί στενά αλλά τελικά γίνεται φύλακας άγγελός της και εραστής της. Η σχέση τους βέβαια ιστορικά δεν έχει επιβεβαιωθεί, όμως, ο Ντάνιελς την παρουσιάζει ως πραγματικότητα, κυρίως για να δείξει πώς ένα γνήσιο παιδί της Αμερικής αγαπάει τη χώρα του και ό,τι την αντιπροσωπεύει, ακόμα κι όταν εκείνη το δολοφονεί.

Μέσα σε αυτή την παραζάλη, η δυναμική και ταυτόχρονα εύθραυστη Άντρα Ντέι υπερισχύει ξεκάθαρα, με τους υπόλοιπους χαρακτήρες να την πλαισιώνουν απλώς, χωρίς να αποφεύγουν τη σχηματικότητα. Εκείνη, όμως, με τα λουλούδια στα μαλλιά που φορούσε πάντα η Μπίλι, μάς χαρίζει άλλοτε στιγμές γνήσιας συγκίνησης και άλλοτε μεταφέρει τον παλμό της, διατηρώντας μια μοναδική αισθαντικότητα, που χαρακτήριζε και την ηρωίδα της.

Αυτοί που εύχονται τον θάνατό μου (Those Who Wish Me Dead)

Σκηνοθεσία: Τέιλορ Σέρινταν

Παίζουν: Αντζελίνα Τζολί, Φιν Λιτλ, Νίκολας Χουλτ

Περίληψη: Η Χάνα, μία αλεξιπτωτίστρια δασοπυροσβέστης, προσπαθεί να ξεπεράσει τις ενοχές της και βρίσκει παρηγοριά στον πόνο που η ίδια προκαλεί στον εαυτό της. Όταν εμφανίζεται ξαφνικά ο Κόλιν, ένας νευρικός έφηβος μέσα στα αίματα, πρέπει να διασχίσει μαζί του χιλιόμετρα στο πυκνό δάσος. Αντιμέτωποι με φονικές καταιγίδες, οι δυο τους αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν δύο αδίστακτους εκτελεστές και μία ανελέητη πυρκαγιά.

Η Αντζελίνα Τζολί επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τέιλορ Σέρινταν, που διασκευάζει το ομώνυμο best-seller του Μάικλ Κορίτα.

Μια παροπλισμένη δασοπυροσβέστης, η Χάνα, που παλεύει με τις ενοχές της, επειδή σε μια πυρκαγιά δεν κατάφερε να σώσει τη ζωή τριών παιδιών, συναντάει κατά τη διάρκεια της βάρδιάς της έναν έφηβο μέσα στα αίματα. Ο μικρός έχει δει τον πατέρα του να δολοφονείται άγρια και οι ψυχροί εκτελεστές του έχουν εξαπολύσει κυνηγητό εναντίον του, καθώς αυτός είναι και ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος. Η Χάνα έχει την ευκαιρία να εκπληρώσει το χρέος της, όμως, εκτός από τους αδίστακτους δολοφόνους, θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια ανελέητη φωτιά, για ακόμα μια φορά.

Εξαιρετικός σεναριογράφος ταινιών, όπως το «Hell or High Water» και το «Sicario», o Σέρινταν, μετά από το «Wind River» μπαίνει στην αμερικανική ενδοχώρα με πρωταγωνίστρια μια «πολύ σκληρή για να πεθάνει» Αντζελίνα Τζολί, που πρέπει να αντιμετωπίσει από τη μία την αγριότητα των ανθρώπων και από την άλλη τη μανία της φύσης σε ένα ενδιαφέρον, αλλά άνισο νέο-γουέστερν με στοιχεία θρίλερ.

Η αισθητική των αδερφών Κοέν συναντάει τη λογική των εμπορικών disaster movies της δεκαετίας του’70 με τον Σέρινταν να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να αναπτύξει τους χαρακτήρες και τα τραύματά τους. Όμως, συχνά αναγκάζεται να θυσιάσει στον βωμό της δράσης τη μελαγχολική διάθεση που θα μπορούσε να κρύβει αυτή η πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό και το σύμπαν.

Παγιδευμένοι (Shorta)

Σκηνοθεσία: Φρέντερικ Λούις Χβιντ, Άντερς Όλχολμ

 Παίζουν: Τζέικομπ Λόμαν, Σάιμον Σιρς, Ταρέκ Ζαγιάτ, Ντάλφι Αλ-Τζαμπούρι

Περίληψη: Δύο αστυνομικοί αναλαμβάνουν περιπολία σε μια γειτονιά, που βράζει εξαιτίας ενός περιστατικού αστυνομικής βίας απέναντι σε έναν έφηβο μετανάστη. Σύντομα, μέσα από μια σειρά απρόβλεπτων περιστατικών, βρίσκονται παγιδευμένοι, όχι μόνο από αυτούς που υποτίθεται ότι κυνηγούν, αλλά και μέσα στις ίδιες τις πεποιθήσεις τους.

To δημιουργικό δίδυμο των Φρέντερικ Λούις Χβιντ και Άντερς Όλχολμ στο σκηνοθετικό τους ντεμπούτο, που έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Βενετίας στην Εβδομάδα Κριτικής και κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας, καθώς και το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βάζει στο στόχαστρο την αστυνομική βία.

Ένας νεαρός μετανάστης τραυματίζεται σοβαρά και αναίτια από τους αστυνομικούς. Στο γκέτο όπου ζει, η κατάσταση είναι έκρυθμη και δύο άλλοι αστυνομικοί -ο ένας εκ των οποίων ήταν μάρτυρας του συμβάντος- έχουν αναλάβει την περιπολία της περιοχής. Όταν ανακοινώνεται ο θάνατος του νεαρού, η συσσωρευμένη οργή των κατοίκων ξεσπάει και οι αστυνόμοι βρίσκονται παγιδευμένοι, όχι μόνο από όσους υποτίθεται πως τους καταδιώκουν, αλλά από τις δικές τους αντιλήψεις.

Οι συσχετισμοί με τη δολοφονία του Τζορτ Φλόιντ -ο έφηβος Ταλίμπ Μπεν Χάσι φωνάζει από το πρώτο πλάνο «δεν μπορώ να αναπνεύσω»- είναι αναπόφευκτοι σε αυτό το δανέζικο θρίλερ δράσης, που διατηρεί τόσο τα στοιχεία του σκανδιναβικού νουάρ, όσο και τη συνταγή ενός σωστού αστυνομικού.

Με ένταση, ατμόσφαιρα και σαφές αντιρατσιστικό μήνυμα, οι Δανοί δημιουργοί προσεγγίζουν τίμια το θέμα της κατάχρησης εξουσίας, χωρίς να γίνονται επικριτικοί. Από τη μία πλευρά, οι μετανάστες που βιώνουν τον αποκλεισμό, από την άλλη η Shorta (η αραβική λέξη για την αστυνομία) που δουλεύει κάτω από αντίξοες συνθήκες δημιουργούν ένα δυνατό δίπολο για μια πολιτική ταινία, που κατά τύχη έχει μια υπόθεση πιο επίκαιρη από ποτέ.

Ο καλός και ο κακός αστυνομικός, η μητέρα του μετανάστη που κουβαλάει τον πόνο και την οργή για όσα συμβαίνουν, οι αγανακτισμένοι νέοι που ξεσπούν, αντιμετωπίζονται μεν μονοδιάστατα και με προβλέψιμο τρόπο, αλλά όχι επιφανειακά, σε μια ταινία που έχει όλα τα φόντα να αποκτήσει και το αμερικάνικο remake της, αφού συνδυάζει τη δράση με τον κοινωνικό σχολιασμό, καλύπτοντας όλα τα γούστα.

Ο άνθρωπος που πούλησε το δέρμα του

(L' Homme Qui a Vendu Sa Peau / The Man Who Sold His Skin)

Σκηνοθεσία: Καουτέρ Μπεν Χανιά

Παίζουν: Γιάχια Μαχαϊνι, Ντέα Λιάν, Μόνικα Μπελούτσι

Περίληψη: Ένας Σύριος, που βρίσκεται εγκλωβισμένος στον Λίβανο, θα επιτρέψει σε έναν καλλιτέχνη να μετατρέψει την πλάτη του σε έργο τέχνης. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να ταξιδέψει στην Ευρώπη, για να βρει την αρραβωνιαστικιά του και να ζήσει ελεύθερα.

Η Τυνήσια Καουτέρ Μπεν Χανιά υπογράφει μια μαύρη σάτιρα για το προσφυγικό και τα όρια της τέχνης, που ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Το 2007 ο Ελβετός Τιμ Στάινερ έδωσε την άδεια στον Βέλγο καλλιτέχνη Βιμ Ντελβογιέ να ζωγραφίσει την πλάτη του και να πουλήσει αυτό το ζωντανό έργο τέχνης με τον τίτλο «Tim», σε έναν μεγάλο συλλέκτη. Παράλληλα, είχε εκχωρήσει το δικαίωμα μετά από τον θάνατό του, να αφαιρεθεί η ζωγραφιά από το σώμα του και να καδραριστεί για λογαριασμό του αγοραστή. Αυτή η περίεργη υπόθεση είχε τότε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και συζητήσεων γύρω από τα όρια της τέχνης.

Με αυτή ως αφορμή η Καουτέρ Μπεν Χανιά δημιουργεί μια αλληγορία  σχετικά με την ελευθερία, αλλά και το προσφυγικό ζήτημα. Ήρωάς της ένας Σύριος, ο Σαμ Άλι, που αναζητώντας διαβατήριο για την Ευρώπη, βρίσκει τρόπο να αποκτήσει την πολυπόθητη βίζα, πουλώντας το δέρμα του σ' έναν εκκεντρικό καλλιτέχνη, που θέλει να αποτυπώσει την κυνικότητα του σύγχρονου κόσμου.

Ο Σαμ Άλι στην προσπάθειά του να επανενωθεί με την αγαπημένη του, η οικογένεια της οποίας την έχει εξαναγκάσει να παντρευτεί έναν πλούσιο συμπατριώτη της και έχει μετακομίσει στις Βρυξέλλες, είναι έτοιμος να κάνει πολλά για να τη ξαναβρεί. Έτσι, θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια απίστευτη υπόθεση, που κινεί η δηλητηριώδης βοηθός του Γάλλου  καλλιτέχνη -που ενσαρκώνει η Μόνικα Μπελούτσι, σε έναν ρόλο διαφορετικό από αυτούς που την έχουμε συνηθίσει.

Η Μπεν Χανιά, μέσα από μια σειρά συμβολισμών –άλλοτε εύστοχων και άλλοτε φλύαρων- και με ενδιαφέρουσα αφήγηση, καταρχάς αποτυπώνει το πώς η Δύση αντιμετωπίζει το προσφυγικό ζήτημα ως ένα εξωτικό έκθεμα, ενώ παράλληλα είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα στον βωμό της φήμης και του χρήματος.

Από ένα σημείο όμως και μετά, η σκηνοθέτις δεν μπορεί να αποφύγει την παγίδα της επανάληψης, η διαλεκτική της κάνει κύκλους, χωρίς να εξελίσσεται, οπότε τελικά πέφτει στην παγίδα ακριβώς του θέματος που καυτηριάζει: ότι τα πάντα γίνονται θέαμα, σε έναν κόσμο αμοράλ και σκληρό.

Ο Γιάχια Μαχαϊνι. όμως, με καταγωγή από τη Συρία, αποτυπώνει με γνήσια συγκίνηση τη μοναξιά ενός πρόσφυγα και την αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να είναι ελεύθερος, μέσα από εύγλωττες σιωπές και δυναμικά βλέμματα, αποσπώντας δίκαια το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας 2020.

Μόνο αυτοί είδαν τον δολοφόνο (Seules Les Betes / Only The Animals)

Σκηνοθεσία: Ντομινίκ Μολ

Παίζουν: Ντενίς Μενοσέ, Λορ Καλαμί, Νταμιέν Μπονάρ, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι

Περίληψη: Σε μια ορεινή κωμόπολη της Γαλλίας μια γυναίκα εξαφανίζεται. Πέντε άγνωστα μεταξύ τους πρόσωπα σε ένα απομακρυσμένο βουνό βρίσκονται μπλεγμένα σε ένα αναπάντεχο μυστήριο.

Ο βραβευμένος με Σεζάρ Ντομινίκ Μολ επανέρχεται με ένα θρίλερ μυστηρίου με φόντο τη γαλλική επαρχία, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο τμήμα Venice Days του Φεστιβάλ της Βενετίας.

Μια πλούσια Παριζιάνα, η Έβελιν, εξαφανίζεται μυστηριωδώς μια νύχτα με χιονοθύελλα. Μια νοσοκόμα, η Άλις, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν βαρετό γάμο, ενώ παράλληλα έχει σχέσεις με έναν μοναχικό αγρότη. Ο σύζυγός της, ο Μισέλ, με τη σειρά του αναζητάει τον έρωτα στο διαδίκτυο. Ένας νεαρός catfisher από την Ακτή Ελεφαντοστού ψαρεύει τα θύματά του στο ιντερνέτ, ενώ μια νεαρή σερβιτόρα είχε μια περίεργη ερωτική επαφή με την εξαφανισμένη Έβελιν.

Βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κόλιν Νιλ, ο Μολ, που πριν από χρόνια είχε υπογράψει ένα εξαιρετικό σκηνοθετικό ντεμπούτο, αλλά στη συνέχεια δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, προσπαθεί να κάνει ένα δυνατό comeback.

Aξιοποιώντας την ατμόσφαιρα του βιβλίου, αποκαλύπτει, λοιπόν, σχεδόν από την αρχή τη μοίρα της Έβελιν, οπότε χτίζει την πλοκή της ιστορίας του ως ένα τυπικό whodunit. Χωρίζοντας σε κεφάλαια κι ακολουθώντας μια μη γραμμική αφήγηση, ξεδιπλώνει διαφορετικές ιστορίες ανθρώπων που έχουν ένα κοινό -ή μάλλον δύο: θέλουν να βρουν την αγάπη, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να γίνουν εξ ονόματός της δολοφόνοι.

Το πρόβλημα του Μολ είναι ότι το σενάριό του δεν διαθέτει τα στοιχεία εκείνα που χρειάζεται ένα σωστό αστυνομικό για να δημιουργήσει σασπένς, ενώ οι ιστορίες των κεντρικών ηρώων συχνά είναι τόσο υπερβολικές, που δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις. Γιατί, μπορεί η ζωή να είναι γεμάτη συμπτώσεις και ναι, όλοι σε έναν διαδικτυακό κόσμο κάπως συνδεόμαστε, αλλά ο Γάλλος δημιουργός αδυνατεί να βρει ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο για να στηρίξει αυτό τον κυκεώνα, προκαλώντας έως και αμηχανία στον θεατή.

Παίζονται ακόμα:

Η Ράια και ο Τελευταίος Δράκος (Raya and the Last Dragon)

Σκηνοθεσία: Ντον Χολ, Κάρλος Λοπέζ Εστράντα, Πολ Μπριγκς, Τζον Ρίπα

Με τις φωνές των(στα αγγλικά): Οκουαφίνα, Κέλι Μαρί Τραν, Ιζάακ Γουάνγκ, Τζέμα Τσαν και (στα ελληνικά) Αλεξάνδρας Λέρτα, Άντριας Ράπτη, Γιάννου Κοιλάκου, Ίριδας Τσιµπρή, Χρήστου Θάνου, Άγγελου Λιάγκου, ∆ανάης ∆ηµοπούλου.

Περίληψη: Πριν πολλά χρόνια, στο φανταστικό βασίλειο της Κουμάνδρα, δράκοι και άνθρωποι ζούσαν αρμονικά. Με την απειλή των μοχθηρών δαιμόνων Drunn, οι δράκοι θυσιάστηκαν για να σώσουν την ανθρωπότητα. Πεντακόσια χρόνια μετά, οι δαίμονες επανεμφανίστηκαν και η Ράια, μια νέα και γενναία πολεμίστρια, είναι αποφασισμένη να βρει τον τελευταίο δράκο που θα τους σώσει. Στο ταξίδι της, όμως, θα συνειδητοποιήσει ότι χρειάζεται  κάτι παραπάνω για να σωθεί η ανθρωπότητα.

Η τελευταία ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους της Walt Disney Animation Studios ξαναγυρίζει στην 3D-ενότητα των Πριγκιπισσών της Disney, συστήνοντάς μας την άριστη πολεμίστρια Ράια.

Στον φανταστικό κόσμο της Κουμάντρα, για πολύ καιρό άνθρωποι και δράκοι ζούσαν αρμονικά. Αλλά όταν το κακό απειλεί τον τόπο, οι δράκοι αυτοθυσιάζονται για να σώσουν την ανθρωπότητα. Τώρα, πεντακόσια χρόνια μετά, το ίδιο κακό επιστρέφει και η μοναχική πολεμίστρια πρέπει να εντοπίσει τον τελευταίο, θρυλικό δράκο για να ενώσει τον διχασμένο τόπο και τον λαό του. Παρ’ όλα αυτά, στο ταξίδι της, θα μάθει ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω για να σώσει τον κόσμο: εμπιστοσύνη και συνεργασία.

Με χιούμορ και μια πλοκή που εξυπηρετεί την ελαφρότητα των κινούμενων σχεδίων σε συνδυασμό με τις κλασικές αξίες, που αρέσουν στο ευρύ κοινό η Disney στο πνεύμα του #Metoo εισάγει ακόμα έναν γυναικείο χαρακτήρα με πυγμή, σε ένα θεαματικό παραμύθι που θα γοητεύσει κυρίως τους μικρούς της φίλους.

Tom & Jerry

Σκηνοθεσία: Τιμ Στόρι

Παίζουν: Κλόε Γκρέις Μόρετζ, Μάικλ Πένια, Κόλιν Τζοστ

Στα ελληνικά ακούγονται: Χρήστος Θάνος, Φοίβος Ριμένας, Μαριλένα Χατζηνικολαΐδη, Ελισσαίος Βλάχος, Θανάσης Κουρλαμπάς κ.α

Περίληψη: Μία από τις πιο απολαυστικές έχθρες στην Ιστορία του σινεμά, αναζωπυρώνεται, όταν ο Τζέρι μετακομίζει στο καλύτερο ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης λίγο πριν από «τον γάμο του αιώνα», αναγκάζοντας την απεγνωσμένη διοργανώτρια εκδήλωσης, την Κέιλα, να προσλάβει τον Τομ. Σύντομα, όμως, ένα μεγαλύτερο πρόβλημα προκύπτει, όταν αναλαμβάνει δράση ένας φιλόδοξος και ραδιούργος υπάλληλος

Το θρυλικό δίδυμο των Τομ και Τζέρι, που εμπνεύστηκαν οι Χάνα και Μπαρμπέρα, επιστρέφουν με μία μείξη κλασικού κινούμενου σχεδίου με live action, σε νέες περιπέτειες.

Χαριτωμένος, έξυπνος και παμπόνηρος, ο ποντικός Τζέρι ψάχνει να βρει το τέλειο μικρό σπιτάκι στη μεγάλη Νέα Υόρκη. Πέφτει λοιπόν πάνω στον γάτο Τομ που παίζει μουσική για περαστικούς στο Σέντραλ Παρκ. Φυσικά, η αντιπαλότητά τους ξυπνάει και ο Τομ καταλήγει χωρίς δουλειά.

Ο Τζέρι, από την άλλη, καταλήγει στο πιο λουξ ξενοδοχείο της πόλης και απολαμβάνει τη μεγάλη ζωή, κάτω από τη μύτη της Κέιλα, που έχει μόλις προσληφθεί ως υπεύθυνη εκδηλώσεων. Η νεαρή έχει πει μερικά αθώα ψεματάκια στο βιογραφικό της και ελπίζει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια του Τομ, που είναι ο τέλειος θηρευτής ποντικιών. Με την εκδίκηση στο μυαλό του, ο Τομ έχει λίγες μέρες να βρει τον Τζέρι και να τον εξολοθρεύσει, πριν εμφανιστούν οι προσκεκλημένοι του γάμου, που είναι το γεγονός της χρονιάς.

Επαναπροβολές:

Ροζ Πάνθηρας(Pink Panther)

Σκηνοθεσία: Μπλέικ Έντουαρντς

 Παίζουν: Ντέιβιντ Νίβεν, Πίτερ Σέλερς, Ρόμπερτ Βάγκνερ, Κλαούντια Καρντινάλε

Περίληψη: Ο Γάλλος επιθεωρητής Κλουζό ταξιδεύει στη Ρώμη για να στήσει παγίδα σ’ έναν διαβόητο κλέφτη, ο οποίος ετοιμάζεται να ληστέψει το πανάκριβο διαμάντι «Ροζ Πάνθηρας».

H ξεκαρδιστική κωμωδία του 1963, με τον Πίτερ Σέλερς να παραδίδει μία από τις διασημότερες ερμηνείες του ως επιθεωρητής Κλουζό, έρχεται σε νέα ψηφιακή επανέκδοση.

Η Πριγκίπισσα Ντάλα κληρονομεί το μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου, τον Ροζ Πάνθηρα, από τον πατέρα της. Ξεφεύγοντας από τα κοσμικά πλήθη, δραπετεύει σε ένα χειμερινό Ιταλικό θέρετρο στην Κορτίνα, όπου γνωρίζει τον διάσημο πλέιμποϊ σερ Τσαρλς Λίτον, που είναι γνωστός ως «το Φάντασμα» και έχει βάλει το μάτι του το πασίγνωστο διαμάντι, αλλά και τη γοητευτική ιδιοκτήτριά του.

Εντωμεταξύ, ο γκαφατζής επιθεωρητής αστυνομικός Ζακ Κλουζό βρίσκεται στα ίχνη του Φαντάσματος και της βοηθού του, η οποία δεν είναι άλλη από τη σύζυγο του Κλουζό και ερωμένη του σερ Τσαρλς, τη Σιμόν.

Η πρώτη –και η καλύτερη- ταινία της σειράς είναι μια κλασική φαρσοκωμωδία με τον Πίτερ Σέλερς να λανσάρει έναν από τους πλέον αγαπητούς χαρακτήρες της οθόνης. Ο Μπλέϊκ Εντουαρντας με αυτή την ταινία καθιερώθηκε ως μάστορας της σλάπστικ κωμωδίας, ενώ το μουσικό θέμα του Χένρι Μαντσίνι είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στην ιστορία. Η τεράστια επιτυχία του φιλμ οδήγησε σε έξι συνέχειες δύο spin-offs («A Shot in the Dark» και «Inspector Clouseau»), αλλά κι ένα συμπαθητικό remake με τον Στιβ Μάρτιν.

Στη συγκεκριμένη ταινία, ο ρόλος του επιθεωρητή Κλουζό αρχικά θα δινόταν στον Πίτερ Ουστίνοφ, ενώ αυτός της Σιμόν θα πήγαινε στην Άβα Γκάρντνερ. Ο Ουστίνοφ, όμως, αρνήθηκε να συμμετέχει στην παραγωγή λίγες μέρες πριν από το γύρισμα, και τελικά μηνύθηκε από τον Έντουαρντς, ο οποίος κέρδισε τη δίκη. Η Γκάρντερ από την άλλη, απαίτησε ένα ιλιγγιώδες ποσό ως αμοιβή, την οποία η παραγωγή αρνήθηκε. Ύστερα, στράφηκαν στην Τζάνετ Λι, η οποία είχε μόλις παντρευτεί και δεν ήθελε να αφήσει τον άντρα της για να κάνει γυρίσματα στην Κορτίνα. Έτσι τελικά, κατέληξαν στην Κλάουντια Καρντινάλε, που δεν μιλούσε καλά αγγλικά, οπότε την ντουμπλάρισε η Γκέιλ Γκάρνετ.

Σε έναν έρημο τόπο (In a lonely place)

Σκηνοθεσία: Νίκολας Ρέι

Παίζουν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Γκλόρια Γκρέιαμ, Φρανκ Λοβτζόι, Καρλ Μπέντον Ράιντ

Περίληψη: Ένας ξεπεσμένος χολιγουντιανός σεναριογράφος θεωρείται ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία μιας γυναίκας, που τον βοηθούσε με μια διασκευή. Μια νεαρή γειτόνισσα, που γοητεύεται από την προσωπικότητά του, τού παρέχει ψεύτικο άλλοθι, ώστε να αποφύγει τη σύλληψη.

Κλασικό νουάρ κομψοτέχνημα, της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, με έναν υπέροχο Μπόγκαρτ, που απέρριψε πολλές άλλες καλοπληρωμένες προτάσεις για να ερμηνεύσει αυτόν τον σκοτεινό και, σε κάποιο βαθμό, αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.

Η υπόθεση θέλει έναν πάλαι ποτέ σπουδαίος σεναριογράφος Ντίξον Στιλ, γνωστό για τον έντονο και αντικοινωνικό χαρακτήρα του, να έχει αναλάβει μια αφόρητα βαρετή για εκείνον δουλειά: να διασκευάσει για το σινεμά ένα φτηνιάρικο μπεστ-σέλερ. Αναθέτει σε μια κοπέλα που εργάζεται στο μπαρ που συχνάζει, να έρθει στο σπίτι του για να του διαβάσει το βιβλίο. Εκείνη πηγαίνει, αλλά ο Ντίξον τη διώχνει λίγο αργότερα. Το επόμενο πρωί, εκείνη θα βρεθεί δολοφονημένη. Ο Ντίξον, λόγω του βεβαρημένου του παρελθόντος, θεωρείται βασικός ύποπτος. Από τη δύσκολη θέση θα τον βγάλει η όμορφη γειτόνισσα του Λόρελ, που τρέφει αισθήματα για εκείνον. Η σχέση τους φουντώνει, αλλά σύντομα η Λόρελ αρχίζει να έχει αμφιβολίες για την απόφασή της.

Ο Νίκολας Ρέι βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ντόροθι Μπ. Χιουζ και με σύμμαχό του την εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μπουρνέτ Γκάφεϊ, αξιοποιεί στο έπακρο το επιβλητικό κτίριο της Βίλας Πριμαβέρα στο Δυτικό Χόλιγουντ, με το κεντρικό σιντριβάνι να λειτουργεί σαν σκηνή θεάτρου, ενώ γύρω του οι ισπανικού στιλ μεζονέτες στον ρόλο θεατών, παρατηρούν σιωπηλά τον αγώνα απροσάρμοστων χαρακτήρων να συμφιλιωθούν με έναν κόσμο που δεν μπορεί να τους αποδεχτεί.





SHARE