Αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες, θα απολαύσουμε την Αντζελίνα Τζολί ντυμένη πυροσβέστη να παλεύει στα δάση της Μοντάνα, θα δούμε την Άντρα Ντέι να ενσαρκώνει την εμβληματική κυρία των μπλουζ Μπίλι Χόλιντεϊ -ρόλος που της εξασφάλισε μια Χρυσή Σφαίρα-, ενώ θα παρακολουθήσουμε και πάλι τον αξεπέραστο Πίτερ Σέλερς στον «Ροζ Πάνθηρα».
Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Μπίλι Χόλιντεϊ (The United States vs. Billie Holiday)
Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς
Παίζουν: Άντρα Ντέι, Τρεβάντε Ρόουντς, Γκάρετ Χέντλουντ, Λέσλι Τζόρνταν
Περίληψη: Η Μπίλι Χόλιντεϊ στοχοποιήθηκε από το FBI, το οποίο θεώρησε εμπρηστικό το «Strange Fruit», ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για τον ρατσισμό στις ΗΠΑ και την καταπίεση των μαύρων. Εστιάζοντας στη εξάρτησή της από τα ναρκωτικά, έδωσε την εντολή σε έναν μαύρο αστυνομικό, τον Τζίμι Φλέτσερ να την παρακολουθήσει και να τη συλλάβει.
H ζωή της «κυρίας των μπλουζ» Μπίλι Χολίντεϊ, που χάρισε στην Άντρα Ντέι τη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της και την έστειλε στις υποψηφιότητες για το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου, μεταφέρεται για ακόμα μια φορά στη μεγάλη οθόνη.
Ο κινηματογραφικά άνισος Λι Ντάνιελς («Empire», «The paperboy») εν μέρει βασίζεται στο βιβλίο του Βρετανού δημοσιογράφου Γιχάν Χάρι «Chasing the Scream: The First and Last Days of the War on Drugs», που περιγράφει πώς ο Έντγκαρ Χόυβερ στοχοποίησε τη Χόλιντεϊ με αφορμή τον εθισμό της στα ναρκωτικά, για να αφηγηθεί την ιστορία του περίφημου «Strange Fruit».
Αυτό το εμβληματικό τραγούδι περιγράφει το λιντσάρισμα μαύρων από τους λευκούς -πρόκειται στην ουσία για ένα μελοποιημένο ποίημα του 1931- και η Χόλιντεϊ το τραγουδούσε σε κάθε της εμφάνιση, ως φόρο τιμής στον πατέρα της, που του αρνήθηκαν τη νοσηλεία λόγω του χρώματός του.
Οι Αρχές ενοχλούνταν ιδιαιτέρως από την επιμονή της και ήθελαν με κάθε τρόπο να την εμποδίζουν να το τραγουδάει, κυρίως επειδή τους θύμιζε τα εγκλήματά τους. Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν την εξάρτησή της από την ηρωίνη, της στέρησαν καταρχάς την άδεια να εμφανίζεται σε καμπαρέ και στη συνέχεια τη συνέλαβαν. Εκείνη, όμως, επανήλθε στη σκηνή, αρνούμενη με κάθε κόστος αυτή την «άτυπη λογοκρισία». Λοιδορήθηκε, αρρώστησε, διαλύθηκε, αλλά ακόμα και από το κρεβάτι του νοσοκομείου δεν έκανε πίσω. Αντίθετα, πάντα έλεγε το απαγορευμένο της τραγούδι με τον ίδιο τελετουργικό τόπο: ζητούσε σιωπή από το κοινό, ένας προβολέας τη φώτιζε, εκείνη ερμήνευε ήσυχα τους δυναμικούς στίχους και στο τέλος αποσυρόταν.
Στον απόηχο του #BlackLiveΜatters, η στάση της Χόλιντεϊ σημαίνει πολλά και σίγουρα είναι η ίδια η ιστορία που έφερε μια αρκετά πρόχειρη ταινία στις Χρυσές Σφαίρες και στη short list των Όσκαρ. Και είναι πρόχειρη, γιατί τόσο το σενάριο της βραβευμένης με Πούλιτζερ Παρκς όσο και η σκηνοθεσία του Ντάνιελς επιμένουν στην εξάρτηση της Χόλιντεϊ και «ξεπετούν» αρκετά περιγραφικά σημαντικά κομμάτια της ζωής της, όπως τα παιδικά της χρόνια, όπου η μητέρα της την ανάγκασε να δουλεύει σε πορνείο, αλλά κυρίως την καλλιτεχνική διαδρομή αυτής της εμβληματικής γυναίκας, που με τον σιωπηλό ακτιβισμό της έγινε σύμβολο του αγώνα για τα δικαιώματα της κοινότητάς της.
Με στοιχεία μιούζικαλ και ελάχιστες σκηνές που διαθέτουν στιβαρή δραματουργία, ο Ντάνιελς χάνεται σε μια παραισθησιογόνα θεατρικότητα, που τελικά δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε πολλά για την προσωπικότητα της Χόλιντεϊ. Ταυτόχρονα, παρακολουθούμε και ένα ειδύλλιο ανάμεσα στην ντίβα της τζαζ και έναν πράκτορα του FBI, τον Τζίμι Φλέτσερ (τον υποδύεται ο Τρεβάντε Ρόουντς που είχαμε δει στο «Moοnlight») ο οποίος την παρακολουθεί στενά αλλά τελικά γίνεται φύλακας άγγελός της και εραστής της. Η σχέση τους βέβαια ιστορικά δεν έχει επιβεβαιωθεί, όμως, ο Ντάνιελς την παρουσιάζει ως πραγματικότητα, κυρίως για να δείξει πώς ένα γνήσιο παιδί της Αμερικής αγαπάει τη χώρα του και ό,τι την αντιπροσωπεύει, ακόμα κι όταν εκείνη το δολοφονεί.
Μέσα σε αυτή την παραζάλη, η δυναμική και ταυτόχρονα εύθραυστη Άντρα Ντέι υπερισχύει ξεκάθαρα, με τους υπόλοιπους χαρακτήρες να την πλαισιώνουν απλώς, χωρίς να αποφεύγουν τη σχηματικότητα. Εκείνη, όμως, με τα λουλούδια στα μαλλιά που φορούσε πάντα η Μπίλι, μάς χαρίζει άλλοτε στιγμές γνήσιας συγκίνησης και άλλοτε μεταφέρει τον παλμό της, διατηρώντας μια μοναδική αισθαντικότητα, που χαρακτήριζε και την ηρωίδα της.
Αυτοί που εύχονται τον θάνατό μου (Those Who Wish Me Dead)
Σκηνοθεσία: Τέιλορ Σέρινταν
Παίζουν: Αντζελίνα Τζολί, Φιν Λιτλ, Νίκολας Χουλτ
Περίληψη: Η Χάνα, μία αλεξιπτωτίστρια δασοπυροσβέστης, προσπαθεί να ξεπεράσει τις ενοχές της και βρίσκει παρηγοριά στον πόνο που η ίδια προκαλεί στον εαυτό της. Όταν εμφανίζεται ξαφνικά ο Κόλιν, ένας νευρικός έφηβος μέσα στα αίματα, πρέπει να διασχίσει μαζί του χιλιόμετρα στο πυκνό δάσος. Αντιμέτωποι με φονικές καταιγίδες, οι δυο τους αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν δύο αδίστακτους εκτελεστές και μία ανελέητη πυρκαγιά.
Η Αντζελίνα Τζολί επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τέιλορ Σέρινταν, που διασκευάζει το ομώνυμο best-seller του Μάικλ Κορίτα.
Μια παροπλισμένη δασοπυροσβέστης, η Χάνα, που παλεύει με τις ενοχές της, επειδή σε μια πυρκαγιά δεν κατάφερε να σώσει τη ζωή τριών παιδιών, συναντάει κατά τη διάρκεια της βάρδιάς της έναν έφηβο μέσα στα αίματα. Ο μικρός έχει δει τον πατέρα του να δολοφονείται άγρια και οι ψυχροί εκτελεστές του έχουν εξαπολύσει κυνηγητό εναντίον του, καθώς αυτός είναι και ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος. Η Χάνα έχει την ευκαιρία να εκπληρώσει το χρέος της, όμως, εκτός από τους αδίστακτους δολοφόνους, θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια ανελέητη φωτιά, για ακόμα μια φορά.
Εξαιρετικός σεναριογράφος ταινιών, όπως το «Hell or High Water» και το «Sicario», o Σέρινταν, μετά από το «Wind River» μπαίνει στην αμερικανική ενδοχώρα με πρωταγωνίστρια μια «πολύ σκληρή για να πεθάνει» Αντζελίνα Τζολί, που πρέπει να αντιμετωπίσει από τη μία την αγριότητα των ανθρώπων και από την άλλη τη μανία της φύσης σε ένα ενδιαφέρον, αλλά άνισο νέο-γουέστερν με στοιχεία θρίλερ.
Η αισθητική των αδερφών Κοέν συναντάει τη λογική των εμπορικών disaster movies της δεκαετίας του’70 με τον Σέρινταν να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να αναπτύξει τους χαρακτήρες και τα τραύματά τους. Όμως, συχνά αναγκάζεται να θυσιάσει στον βωμό της δράσης τη μελαγχολική διάθεση που θα μπορούσε να κρύβει αυτή η πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό και το σύμπαν.
Παγιδευμένοι (Shorta)
Σκηνοθεσία: Φρέντερικ Λούις Χβιντ, Άντερς Όλχολμ
Παίζουν: Τζέικομπ Λόμαν, Σάιμον Σιρς, Ταρέκ Ζαγιάτ, Ντάλφι Αλ-Τζαμπούρι
Περίληψη: Δύο αστυνομικοί αναλαμβάνουν περιπολία σε μια γειτονιά, που βράζει εξαιτίας ενός περιστατικού αστυνομικής βίας απέναντι σε έναν έφηβο μετανάστη. Σύντομα, μέσα από μια σειρά απρόβλεπτων περιστατικών, βρίσκονται παγιδευμένοι, όχι μόνο από αυτούς που υποτίθεται ότι κυνηγούν, αλλά και μέσα στις ίδιες τις πεποιθήσεις τους.
To δημιουργικό δίδυμο των Φρέντερικ Λούις Χβιντ και Άντερς Όλχολμ στο σκηνοθετικό τους ντεμπούτο, που έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Βενετίας στην Εβδομάδα Κριτικής και κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας, καθώς και το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βάζει στο στόχαστρο την αστυνομική βία.
Ένας νεαρός μετανάστης τραυματίζεται σοβαρά και αναίτια από τους αστυνομικούς. Στο γκέτο όπου ζει, η κατάσταση είναι έκρυθμη και δύο άλλοι αστυνομικοί -ο ένας εκ των οποίων ήταν μάρτυρας του συμβάντος- έχουν αναλάβει την περιπολία της περιοχής. Όταν ανακοινώνεται ο θάνατος του νεαρού, η συσσωρευμένη οργή των κατοίκων ξεσπάει και οι αστυνόμοι βρίσκονται παγιδευμένοι, όχι μόνο από όσους υποτίθεται πως τους καταδιώκουν, αλλά από τις δικές τους αντιλήψεις.
Οι συσχετισμοί με τη δολοφονία του Τζορτ Φλόιντ -ο έφηβος Ταλίμπ Μπεν Χάσι φωνάζει από το πρώτο πλάνο «δεν μπορώ να αναπνεύσω»- είναι αναπόφευκτοι σε αυτό το δανέζικο θρίλερ δράσης, που διατηρεί τόσο τα στοιχεία του σκανδιναβικού νουάρ, όσο και τη συνταγή ενός σωστού αστυνομικού.