The Fabelmans
The Fabelmans
ΣΙΝΕΜΑ

Οι ταινίες της εβδομάδας -Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αυτοβιογραφείται στέλνοντας το δικό του love letter στο σινεμά


Αυτή την εβδομάδα, o Στίβεν Σπίλμπεργκ αυτοβιογραφείται στην πιο προσωπική ταινία της καριέρας του, ο Λούκα Γκουαντανίνο επανενώνεται με τον Τιμοτέ Σαλαμέ με «κανιβαλιστικές διαθέσεις» και ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο μάς ξαναλέει τον «Πινόκιο» με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

The Fabelmans

Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ

Παίζουν: Μισέλ Γουίλιαμς, Πολ Ντάνο, Σεθ Ρόγκεν, Γκάμπριελ ΛαΜπέλ, Τζίνι Μπερλίν, Τζούλια Μπάτερς, Ρόμπιν Μπάρτλετ, Κίλι Καρστέν, Τζουντ Χιρς

Περίληψη: H ιστορία ενηλικίωσης ενός νεαρού αγοριού, που ανακαλύπτει ένα καταστροφικό οικογενειακό μυστικό και μέσα από το σινεμά προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές του.

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αυτοβιογραφείται, στέλνοντας τη δική του επιστολή αγάπης στο σινεμά.

Στα 74 του και μετά από τον θάνατο του πατέρα του, ο μεγαλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης του Χόλιγουντ αποφάσισε να επιστρέψει στην παιδική του ηλικία, μέσω ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού, του Σαμ Φέιμπελμαν, που μεγαλώνει στην Αριζόνα σε μια εβραϊκή οικογένεια με τις τρεις αδερφές του. Η πιανίστα μητέρα του με την εύθραυστη καλλιτεχνική της φύση διεγείρει συνεχώς τη φαντασία των παιδιών της, ενώ ο ιδιοφυής μηχανικός υπολογιστών πατέρας του τους μυεί στον κόσμο της επιστήμης. Έτσι, κάπου ανάμεσα στο παραμύθι και τον ορθολογισμό, ο νεαρός Σαμ βλέπει για πρώτη φορά το «Όγδοο θαύμα» του Σέσιλ Μπ. Ντε Μιλ και αναπαριστά με τα δικά του παιχνίδια τη σύγκρουση ενός αυτοκίνητου με ένα τρένο. Η μητέρα του του δίνει μια κάμερα για να καταγράψει αυτό που τόσο τον τραβάει και ο Σαμ ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο. Αρχίζει λοιπόν να καταγράφει τις οικογενειακές τους διακοπές, τις γιορτές του σχολείου, φίλους και συμμαθητές, μέχρι που ανακαλύπτει πως η κάμερά του μπορεί να ξεσκεπάσει επικίνδυνα μυστικά. Όταν ο πατέρας του παίρνει προαγωγή και η οικογένειά του μετακομίζει στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια, ο Σαμ θα δεχτεί μπούλινγκ εξαιτίας του αντισημιτισμού που επικρατεί στο σχολείο του, θα φιλήσει την πρώτη του κοπέλα, η οποία θέλει να του εμφυσήσει το Άγιο Πνεύμα, και θα χρησιμοποιήσει το ταλέντο του για να πει την ιστορία του, όπως εκείνος θέλει.

 

 Με αυτό τον τρόπο ο Σπίλμπεργκ, μακριά από τη χρήση τεχνολογικών εφέ που αγαπά και έχει αποθεώσει, αλλά και τους σκηνοθετικούς ακροβατισμούς που γνωρίζει όσο κανείς,  φτιάχνει την αυτοβιογραφία του, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών συναδέλφων του, και παράλληλα την πρώτη ταινία ενηλικίωσης της καριέρας του.

Με τρυφερότητα και ευαισθησία, ανατέμνει το παρελθόν της οικογένειάς του και με μια βαθιά διάθεση εξομολόγησης μιλάει για τη ανάγκη του να κάνει ή και να βλέπει κανείς ταινίες, παραδέχεται ότι δεν μπορεί να αγαπήσει τίποτα περισσότερο από την τέχνη του μέσα από τον διάλογο με τον sui generis θείο  του που τον ενέπνευσε, αποκαλύπτει ότι η κάμερα μπορεί να γίνει ένα δολοφονικό όπλο ή παρηγοριά, πως μπορεί να δημιουργήσει μικρούς θεούς και πως μέσα από εκείνη τελικά καταθέτει όσα δεν μπορούν οι λέξεις να εκφράσουν.

Παρόλο που ο ίδιος έχει δηλώσει συχνά ότι οι μνήμες του έχουν αποτελέσει υλικό για τις ταινίες του, αυτή τη φορά με θάρρος και τόλμη, μακριά από τις ναρκισσιστικές παγίδες   άλλων ομότεχνών του, με τη συνεργασία του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού συγγραφέα Τόνι Κούσνερ, προχωράει σε μια γλυκόπικρη και ειλικρινή κατάθεση ψυχής για να επαληθεύσει πως «οι ταινίες είναι τα όνειρα που δεν ξεχνάς ποτέ», όπως λέει και η μητέρα του alter ego του διά στόματος της υπέροχης Μισέλ Ουίλιαμς.

Ταυτόχρονα, με χιούμορ θίγει τα κακώς κείμενα της Αμερικής, εστιάζοντας κυρίως στον ρατσισμό μέσω του αντισημιτισμού, διαχειρίζεται την εβραϊκή καταγωγή που στο παρελθόν τον έχει παιδέψει με διάθεση αυτοσαρκασμού και επουλώνει τα τραύματά του, χωρίς ούτε για μια στιγμή να γίνεται αυτοαναφορικός. Αντίθετα, καταφέρνει να μετατρέψει το προσωπικό του βίωμα σε δίαυλο επικοινωνίας, μιλώντας για την αξία των ιστοριών που ζούμε, ακούμε ή βλέπουμε, χωρίς να μπαίνει στον πειρασμό ενός success story, αν και κανείς δεν θα κατηγορούσε για κάτι τέτοιο τον άνθρωπο που το όνομα του είναι συνώνυμο της «επιτυχίας».

Και μπορεί πολλές φορές ο θείος Όσκαρ να έχει φτάσει στα χέρια του, αλλά αν αυτή τη χρονιά η Ακαδημία δεν υποκλιθεί στη γενναιοδωρία του και την ανθρωπιά του, ίσως θα μιλάμεγια μία από τις μεγαλύτερες αδικίες στην Ιστορία του θεσμού.

Bones and All

Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο

 Παίζουν: Τίμοθι Σαλαμέ, Τέιλορ Ράσελ, Μαρκ Ράιλανς, Τζέσικα Χάρπερ, Αντρέ Χόλαντ, Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, Φρανσέσκα Σκορσέζε, Κλόε Σεβινί, Μάικλ Στούλμπαργκ

Περίληψη: H Μάρεν, μία νεαρή γυναίκα που μαθαίνει πώς να επιβιώνει στο περιθώριο της κοινωνίας, και o Λι, ένας στερημένος τυχοδιώκτης, συναντιούνται και ενώνονται σε μια οδύσσεια χιλιομέτρων στην αμερικανική ενδοχώρα.

Ο Λούκα Γκουαντανίνο με ένα κανιβαλιστικό love story κατακτάει το Αργυρό Λιοντάρι Σκηνοθεσίας στη Βενετία. 

Η νεαρή Μάρεν κουβαλάει ένα μυστικό και μία ανεξήγητη πείνα πέρα από τις ανθρώπινες νόρμες. Ανίκανη να είναι σαν τους άλλους, μετακομίζει από πόλη σε πόλη, αλλά παντού νιώθει σαν παρίας. Όταν ο πατέρας της αποφασίζει ότι δεν μπορεί πια να τη βοηθήσει, μόνη της ξεκινάει ένα ταξίδι στην Αμερική του Ρόναλντ Ρίγκαν. Στην προσπάθειά της να φτιάξει μια κανονική ζωή, γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός νεαρού τυχοδιώκτη, του Λι, που έχει  το ίδιο πάθος με εκείνη, για να καταλήξουν μαζί σε μια τελική δοκιμασία, που θα καθορίσει αν η αγάπη τους μπορεί να αντέξει τη διαφορετικότητά τους.

 

Ο Λούκα Γκουαντανίνο («Call Me By Your Name») στην πρώτη του ταινία επί αμερικανικού εδάφους στήνει μια ανορθόδοξα τρυφερή περιπέτεια ενηλικίωσης, ακολουθώντας τα χνάρια δύο ερωτευμένων απόκληρων. Δυο πλασμάτων που  διαφέρουν από τη νόρμα, όμως μοιράζονται την ίδια επιτακτική απαγορευμένη πείνα για ανθρώπινη σάρκα. Κι αυτή η ανάγκη, που λειτουργεί αλληγορικά, τους καταδιώκει και τους απομονώνει, ενώ το μόνο που θέλουν οι ίδιοι είναι να βρουν ένα σπίτι.

Τι άραγε συμβολίζει η ανθρωποφαγία: την ανάγκη να αγαπάς και να αγαπιέσαι, την αίσθηση του διαφορετικού, που ξενίζει και σοκάρει, ή μια εξάρτηση, σύμφυτη με την επιβίωση; Ο Ιταλός δημιουργός με τη συνεργασία του  Ντέιβιντ Καντζάνιτς στο σενάριο, το οποίο βασίστηκε στο μυθιστόρημα της Καμίγ ΝτεΆντζελις, δεν θέλει να δώσει καμία σαφή απάντηση, αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, καλώντας τον θεατή να κάνει τους δικούς του συνειρμούς. Συνδυάζοντας τον τρόμο και το σπλάτερ με έναν σκοτεινό λυρισμό, μας οδηγεί  σταδιακά σε έναν κόσμο παράδοξο, αποκρουστικό σε πρώτο επίπεδο, για να αποκαλύψει  τη βαθύτερη ανάγκη μας να ανήκουμε κάπου.

Έτσι στήνει ένα road movie με πλάσματα τραυματισμένα, που αναζητούν την αποδοχή και φτιάχνει ένα αλλόκοτο ρομάντζο, δοκιμάζοντας τις αντοχές και τους ηθικούς μας κώδικες. Η Τέιλορ Ράσελ και ο Τιμοτι Σαλαμέ γίνονται οι καταραμένες εκδοχές ενός Ρωμαίου και μιας Ιουλιέτας της δεκαετίας του’ 80, αλλά αυτός που πραγματικά συγκλονίζει είναι ο υπέροχος Μαρκ Ράιλανς, που δίνει μια άλλη διάσταση σε αυτή την περίεργη πατρική φιγούρα, που παίρνει από το χέρι τη Μάρεν και της μαθαίνει τον κόσμο αλλά και το να αποδέχεται αυτό που είναι.

Κι αν τελικά η ανθρωποφαγία που ορίζει ως συνθήκη  ο Γκουαντανίνο αρχικά εκπλήσσει, το «Βones and All» γίνεται ένας καθρέφτης, που στην αντανάκλασή του όλοι θα αναγνωρίσουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας.

Πινόκιο (Pinocchio)

Σκηνοθεσία: Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, Μαρκ Γκούσταφσον

Με τις φωνές των: Γιουαν ΜακΓκρέγκορ, Ντέιβιντ Μπράντλεϊ, Τζον Τορτούρο, Ρον Πέρλμαν, Κέιτ Μπλάνσετ, Τιμ Μπλέικ Νέλσον

Περίληψη: Η ιστορία μιας ξύλινης μαριονέτας, που ζωντανεύει και γίνεται ένα αληθινό αγόρι στην φασιστική Ιταλία του 1930.

O Πινόκιο κατά τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο έρχεται στις αίθουσες λίγο πριν κάνει πρεμιέρα στο Netflix.

Ανατρέποντας την κλασική ιστορία του Κάρλο Κολόντι, αλλά και τις χαριτωμένες εκδοχές του Ρομπέρτο Μπενίνι και της Disney, ο Μεξικανός δημιουργός με τον Μαρκ Γκούσταφσον, καταρχάς τοποθετούν τη δράση στην Ιταλία του Μουσολίνι. Αυτή η επιλογή από μόνη της δηλώνει πολλά για τις προθέσεις τους. Έτσι λοιπόν ο δικός τους Τζεπέτο δεν είναι άκληρος, αλλά ένας πατέρας που χάνει τον μοναχογιό του σε έναν  βομβαρδισμό. Από τη βαθιά του οδύνη για την απώλειά του φτιάχνει ένα μικρό ξύλινο αγόρι, που μοιάζει με την εικόνα του Εσταυρωμένου, το οποίο με τη σειρά του περιπλανιέται σε μια χώρα φασιστική, η οποία στενάζει υπό το καθεστώς του τρόμου.

Με τη μορφή ενός ημιτελούς μιούζικαλ -τα περισσότερα τραγούδια ηθελημένα κόβονται στη μέση, λες και η χαρά δεν επιτρέπεται σε αυτό το σκοτεινό σύμπαν- και τη μουσική του Αλεξάντερ Ντεσπλά αναπλάθουν ένα πασίγνωστο παραμύθι, δίνοντάς του μια πιο «ενήλικη» εικόνα, με ξεκάθαρους υπαρξιακούς συμβολισμούς και πολιτικούς υπαινιγμούς για το ζοφερό σκοτάδι των ακραίων καθεστώτων.

Παίζονται ακόμα:

Παράξενος Κόσμος (Strange World)

Σκηνοθεσία: Ντον Χολ

 Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Βαγγέλη Στρατηγάκου, Γιάννη Στεφόπουλου, Κωνσταντίνου Κλαυδιανού, Τζωρτζίνας Καραχάλιου, Στεφανίας Γουλιώτη κ.α

https://www.youtube.com/watch?time_continue=2&v=aY-I0lW6YsQ&feature=emb_logo

 Περίληψη: Τρεις γενιές της θρυλικής οικογένειας εξερευνητών Κλέιντ βρίσκονται σε μια αχαρτογράφητη και επικίνδυνη περιοχή, όπου παραμονεύουν μυθικά πλάσματα. Οι διαφορές τους όμως μπορεί να υπονομεύσουν την κρίσιμη αποστολή τους.

Η καινούργια ταινία της Disney είναι μια sci-fi περιπέτεια εξερεύνησης με μυθικά πλάσματα.

Ο Σέρτσερ Κλέιντ είναι ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης, που έφηβος ανακάλυψε μια φυτική πηγή ενέργειας, η οποία άλλαξε τον κόσμο. Έτσι, δημιούργησε μαζί με τη γυναίκα και τον γιο του μια επιτυχημένη επιχείρηση. Ο πατέρας του Σέρτσερ, ο Γέγκερ, έγινε από νεαρή ηλικία ένας θρυλικός εξερευνητής. Ένα άγαλμα, άλλωστε, επιβεβαιώνει ότι έχει επιτύχει τον στόχο του. Όμως ο Γέγκερ χάθηκε σε μια αποστολή και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται εδώ και δεκαετίες. Ο γιος του Σέρτσερ, ο Ίθαν, είναι ένας χαρούμενος δεκαεξάχρονος, που τον διακρίνει το χιούμορ και η επαγγελματική ακεραιότητα,παρά το νεαρό της ηλικίας του. Οι τρεις Κλέιντ έχουν τεράστιες διαφορές, που τους διχάζουν, αλλά και πολλά κοινά, αν και δεν μπορούν να το παραδεχτούν.

Η μεγάλη περιπέτεια ξεκινά, όταν η πρόεδρος της Αβαλόνια, η Καλίστο Μαλ, εμφανίζεται στη φάρμα του Σέρτσερ, προς έκπληξη της γυναίκας του, Μερίντιαν. Τα νέα δεν είναι καλά: το πάντο, το επαναστατικό φυτό που ανακάλυψε ο Σέρτσερ πριν από χρόνια, κινδυνεύει. Πρέπει λοιπόν να βρουν την πηγή, όπου κι αν βρίσκεται, για να μπορέσουν να το σώσουν. Το ταξίδι τους όμως τους οδηγεί σε έναν κόσμο, που κανείς δεν ήξερε ότι υπάρχει, όπου θα συναντήσουν ένα σμήνος από πρωτοφανή πλάσματα, αλλόκοτα, υπέροχα, ή και άκρως επικίνδυνα. Αλλά η μεγαλύτερη ανακάλυψη που περιμένει τους Κλέιντ είναι το κλειδί της μεταξύ τους σχέσης και τι επιφυλάσσει το μέλλον.

Στο ύφος της pulp κουλτούρας, ο Ντον Χολ στήνει μια περιπέτεια που εξερευνά έναν κρυμμένο κόσμο, όπως αυτοί που συναντάμε στα βιβλία του Ιουλίου Βερν, και ταυτόχρονα προσεγγίζει τις οικογενειακές σχέσεις, εστιάζοντας στο θέμα της διαδοχής και της κληρονομιάς που αφήνει η μία γενιά στην άλλη.

Τέλος χρόνου

Σκηνοθεσία: Λουκάς Παλαιοκρασάς

Περίληψη: Η Σοφία, ο Λορντ, ο Αλέξανδρος και ο Νίκος είναι μαθητές Λυκείου και δυσκολεύονται να βρουν τη θέση τους σε ένα σχολείο που αγνοεί τις ανάγκες τους. Ενώ αντιμετωπίζουν την πίεση των Πανελληνίων, η ζωή τους μπαίνει σε αναμονή όταν μια μαθητική κατάληψη επιβάλλει το κλείσιμο του σχολείου.

Ένα ντοκιμαντέρ ενηλικίωσης από τον Λουκά Παλαιοκρασά

Ακολουθώντας τη Σοφία, τον Λορντ, τον Αλέξανδρο και τον Νίκο, μαθητές Λυκείου στην Αθήνα που στον δρόμο προς τις πανελλήνιες εξετάσεις έζησαν και τη δοκιμασία της πανδημίας, το ντοκιμαντέρ, που έκανε πρεμιέρα στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, στρέφει το βλέμμα στη μεγάλη βιωματική εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Μπορεί άραγε ποτέ ένας «μεγάλος» να καταλάβει τις «μυστικές ζωές» των εφήβων; Και τι γίνεται όταν αυτές οι ζωές διαμορφώνονται εν μέσω μιας ατέρμονης οικονομικής κρίσης και μιας πρωτόγνωρης πανδημίας; Πώς χτίζεις τον κόσμο και την προσωπικότητά σου, όταν όλα γύρω σου μοιάζουν να καταρρέουν;

Γυρισμένο κατά τη διάρκεια δύο χρόνων, με την κάμερα σε ρόλο σιωπηλού παρατηρητή, ο Παλαιοκρασάς παρακολουθεί τα παιδιά να μαθαίνουν, να θυμώνουν, να απογοητεύονται, να ελπίζουν ότι θα βρουν τη θέση τους στα κοινά, μέσα από ένα τραγούδι, μια φιλία ή έναν έρωτα, και κάπως έτσι να μεγαλώνουν σε έναν κόσμο, που προσπαθούν να κατανοήσουν.

 Επαναπροβολή:

Το Λευκό Περιστέρι (Holubice/ The White Dove)

Σκηνοθεσία: Φράντισεκ Βλάτσιλ

Παίζουν: Κατερίνα Ιρμανόβοβα, Κάρελ Σμίτσεκ, Βιάτσελαβ Ιρμάνοφ

Περίληψη: Τσέχικο ποιητικό σινεμά του 1960.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του ταλαντούχου Τσέχου σκηνοθέτη Φράντισεκ Βλάτσιλ.

Ένα ταχυδρομικό περιστέρι με προορισμό τη Γερμανία χάνει τη ζωή του, όταν ένα αγόρι με αναπηρία το πυροβολεί για εξάσκηση. Ένας καλλιτέχνης το βρίσκει και ταυτόχρονα γίνεται φίλος με το αγόρι, που το τραυμάτισε. Μαζί το περιθάλπουν, μέχρι την πλήρη ανάρρωσή του. Την ίδια στιγμή, ένα κορίτσι στη Βαλτική Ακτή περιμένει να επιστρέψει το περιστέρι της.

Κάποια χρόνια πριν ξεκινήσει το Τσεχοσλοβάκικο Νέο Κύμα (του οποίου εκπρόσωποι είναι ο Μίλος Φόρμαν, ο Γίρι Μένζελ και ο Γιαν Νέμετς) ο Φράντισεκ Βλάτσιλ έφτιαχνε ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού. Εκείνος όμως σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εκπροσώπους του προσέγγισε τη ζωή πιο αφηρημένα, χρησιμοποιώντας συμβολικές αφηγήσεις. Εδώ βασισμένος στο διήγημα «Susanne» του Otakar Kirchner, ακολουθεί μεν την παραδοσιακή κινηματογράφηση της τσέχικης σχολής, που είχε κερδίσει μεγάλη φήμη στον Μεσοπόλεμο, ειδικά για τις συνθέσεις εξωτερικών τοπίων, αφετέρου όμως διεγείρει τη φαντασία του θεατή με την καινοτόμο εικόνα του και την πρωτότυπη μουσική του. Το καθηλωτικό στυλ κινηματογράφησής του θυμίζει τις σπουδαίες ταινίες της εποχής του βωβού κινηματογράφου, γεγονός που ενισχύεται από τις μεγάλης διάρκειας σεκάνς χωρίς διαλόγους και από το soundtrack του Ζντένεκ Λίσκα.





SHARE