Η Γυναίκα Βασιλιάς
Η Γυναίκα Βασιλιάς
ΣΙΝΕΜΑ

«Η Γυναίκα Βασιλιάς»: Η Βαϊόλα Ντέιβις μεταμορφώνεται σε Αμαζόνα


Αυτήν την εβδομάδα, η οσκαρική Βαϊόλα Ντέιβις μεταμορφώνεται σε μια δυναμική στρατηγό των μαχητριών Αγκότζι, ενώ η Σιγκούρνι Γουίβερ και ο Κέβιν Κλάιν μαθαίνουν πως «Ο έρωτας τα αλλάζει όλα».

Η Γυναίκα Βασιλιάς (The Woman King)

Σκηνοθεσία: Τζίνα-Πρινς Μπάιθγουντ

Παίζουν: Βαϊόλα Ντέιβις,Τούσο Μπέντου, Λασάνα Λιντς, Σίλα Ατίμ, Τζον Μπογιέγκα

Περίληψη: Η στρατηγός Νανίσκα εκπαιδεύει την επόμενη γενιά μαχητριών και τις προετοιμάζει για τη μάχη ενάντια στον μεγαλύτερο εχθρό, που απειλεί το βασίλειο της Δαχομέης και την ελευθερία τους.

Η συναρπαστική ιστορία ενός στρατού από γυναίκες, με τη Βαϊόλα Ντέιβις στον ρόλο μιας δυναμικής Αμαζόνας.

Τo βασίλειο της Δαχομέης στη δυτική Αφρική, το σημερινό δηλαδή Μπενίν, ήταν ένα από τα πιο πλούσια κρατίδια από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, με μια ιδιαιτερότητα ελάχιστα γνωστή: οι γυναίκες είχαν απόλυτη ισότητα με τους άνδρες και μάλιστα ένα ειδικό τάγμα  πολεμιστριών, οι Αγκότζι, προστάτευαν τον βασιλιά. Εκείνος με τη σειρά του μπορούσε να δώσει τον τίτλο «Ποΐτό»,-δηλαδή Γυναίκα Βασιλιά— σε εκείνη που θα επέλεγε, όχι μέσω γάμου, αλλά λόγω της προσφοράς της στην πατρίδα. Ταυτόχρονα, η Δαχομέη ήταν υποχρεωμένη λόγω οικονομικών συμφωνιών να συμμετέχει στο δουλεμπόριο. Όλα αυτά κέντρισαν το ενδιαφέρον της Βαϊόλα Ντέιβις, που αναγνώρισε στις Αγκότζι ένα κομμάτι της ιστορίας της φυλής της, όπως έχει δηλώσει η ίδια, και αποφάσισε να μεταφέρει την περίπτωσή τους στη μεγάλη οθόνη.

Η ταινία τώρα, αν και εμπνέεται από αληθινά περιστατικά είναι κατά βάση προϊόν μυθοπλασίας. Κεντρική ηρωίδα, η στρατηγός Νανίσκα, που εκπαιδεύει τις νεοσύλλεκτες αμαζόνες της. Όταν μερικές από αυτές πιάνονται αιχμάλωτες από τους δουλεμπόρους, αποφασίζει να παρακούσει τις βασιλικές εντολές και να σώσει τις μαχήτριές της, αλλάζοντας τον ρου της Ιστορίας.

Αν και η περίπτωση των Αγότζι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, το σενάριο της Ντάνα Στίβενς  αδυνατεί να βρει έναν σταθερό άξονα και να δημιουργήσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Το απαραίτητο ρομάντζο, που προστίθεται προκειμένου να υπάρξει μια πλοκή, δεν καταφέρνει να σώσει την κατάσταση, οπότε μια σειρά από θέματα, όπως η γυναικεία χειραφέτηση,  ο ρόλος των Δυτικών στην καταστροφή της Αφρικής, αλλά και τα πολιτικοοικονομικά παιχνίδια που παίχτηκαν σε βάρος των μαύρων, αντιμετωπίζονται  επιφανειακά.

Ακόμα και η Ντέιβις δεν έχει στα χέρια της έναν ρόλο αντάξιο του διαμετρήματός της, οπότε τελικά μένει μόνο ο ενθουσιασμός για το ότι μια δυναμική ομάδα μαύρων γυναικών αναλαμβάνουν ένα τολμηρό εγχείρημα, που όμως αδυνατεί να ανεβάσει στροφές και να γίνει από μόνο του statement. Κατά τα αλλά, θα μάθετε κάποιες σημαντικές και σπάνιες πληροφορίες για τις θρυλικές Αγκότζι, αλλά μην περιμένετε το έπος που υπόσχονται οι υπεύθυνοι παραγωγής.

Ο έρωτας τα αλλάζει όλα (The Good House)

Σκηνοθεσία: Μάγια Φορμπς και Γουόλι Βολοντάρσκι

Παίζουν: Σιγκούρνι Γουίβερ, Κέβιν Κλάιν, Μορένα Μπακαρίν

https://www.youtube.com/watch?time_continue=1&v=OWDvF8_NT9Q&feature=emb_logo

Περίληψη: Η Χίλντι Γκουντ είναι μια ευφυής μεσίτρια της, που η πολύ καλά δομημένη ζωή της αρχίζει να διαταράσσεται, όταν επανασυνδέεται με έναν παλιό της έρωτα από το γυμνάσιο, τον Φρανκ Γκέτσελ.

Η Σιγκούρνι Γουίβερ και ο Κέβιν Κλάιν πρωταγωνιστούν σε μια γλυκόπικρη ρομαντική δραμεντί, που βασίζεται στο best-seller της Αν Λίρι με τίτλο «The Good House»

Η Χίλντι Γκουντ είναι μια ευφυής μεσίτρια της Νέας Αγγλίας και απόγονος των μαγισσών του Σάλεμ, που λατρεύει το κρασί –βασικά είναι εθισμένη στο αλκοόλ- και τα μυστικά της. Έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από επαγγελματικά προβλήματα, αλλά κα τις δύο ενήλικες κόρες της, όταν επανασυνδέεται με έναν παλιό της έρωτα από το γυμνάσιο, τον Φρανκ Γκέτσελ. Τότε, θαμμένα συναισθήματα και οικογενειακά μυστικά χρόνων έρχονται στην επιφάνεια, ενώ η Χίλντι ωθείται προς έναν απολογισμό, αναγκασμένη να δει ξεκάθαρα αυτό που απέφευγε δεκαετίες, δηλαδή τον ίδιο της τον εαυτό.

Η αρθρογράφος Αν Λίρι, σύζυγος του ηθοποιού Ντένις Λίρι, εμπνέεται από τα βιώματά της, την εξάρτησή της από το αλκοόλ και τις παιδικές τη αναμνήσεις και γράφει ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό βιβλίο, που χαρακτηρίζεται από την ειλικρίνειά του. Αυτή τη βαθιά εξομολογητική διάθεση σέβονται οι σκηνοθέτες Μάγια Φορμπς («Οικογενειακές Ανισορροπίες») και Γουάλας Βολοντάρσκι («Seeing Other People»), βάζοντας εύστοχα την κεντρική ηρωίδα, τη  Χίλντι, να αποκαλύπτει τις σκέψεις της, μιλώντας απευθείας στην κάμερα. Ταυτόχρονα, εστιάζοντας στο δικαίωμα της δεύτερης ευκαιρίας, καταγράφουν με αδρές γραμμές την πραγματικότητα της σύγχρονης επαρχιακής Αμερικής και δίνουν στην Σιγκούρνι Γουίβερ έναν ρόλο που της επιτρέπει να τσαλακώσει την εικόνα της, εξισορροπώντας θαυμάσια ανάμεσα στο κωμικό και στο δραματικό στοιχείο, ερμηνεύοντας μια μεσήλικη γυναίκα, που αναζητάει τον εαυτό της.

Η Φλεγόμενη Θάλασσα (Nordsjøen /  The burning sea)

Σκηνοθεσία: Γιαν Αντρέας Άντερσεν

Παίζουν: Κριστίν Θορπ, Ρολφ Κρίστιαν Λάρσεν, Μπιόρν Φλόμπεργκ

https://youtu.be/tGz90mjIdrE

Περίληψη: Μια ρωγμή στον πυθμένα της θάλασσας προκαλεί την κατάρρευση μιας εξέδρας εξόρυξης,οπότε μια ομάδα ερευνητών σπεύδει να ερευνήσει την αιτία της καταστροφής.

Η τρίτη σκανδιναβική ταινία καταστροφής από τη νορβηγική εταιρεία παραγωγής Fantefilm, την ομάδα πίσω από τις τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες «Το Κύμα»και «Ο Σεισμός».

To 1969, η νορβηγική κυβέρνηση ανακοινώνει την ανακάλυψη ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου παγκοσμίως, στη γειτονική Βόρεια Θάλασσα, ξεκινώντας μια προσοδοφόρα περίοδο υπεράκτιας εξόρυξης. Πενήντα χρόνια αργότερα, αρχίζουν να εκδηλώνονται οι περιβαλλοντολογικές συνέπειες, καθώς έχει ανοίξει μια ρωγμή στον πυθμένα της θάλασσας, που προκαλεί την κατάρρευση μιας εξέδρας εξόρυξης. Μια ομάδα ερευνητών, μεταξύ των οποίων και η χειρίστρια υποβρυχίων Σοφία, σπεύδει να ερευνήσει για τους αγνοούμενους και να καθορίσει την αιτία της ζημιάς, αλλά ανακαλύπτει ότι αυτό είναι απλώς η αρχή μιας πιθανής αποκαλυπτικής καταστροφής. Ενώ εκκενώνονται οι εξέδρες, ο σύντροφος της Σοφία, ο Στίαν, παγιδεύεται στον βυθό της θάλασσας, οπότε εκείνη πρέπει να καταδυθεί για να τον σώσει.

Ο Γιαν Αντρέας Άντερσεν, που είχε αναλάβει και τη σκηνοθεσία του «Σεισμού», έχοντας στη διάθεσή του πρωτοφανή οπτικά εφέ, προτείνει μια πιο ευρωπαϊκή εκδοχή μιας ταινίας καταστροφής, που ενδιαφέρεται για το οικολογικό μήνυμα και δίνει το προβάδισμα στο  μελόδραμα. Έτσι, αν και επενδύει σε μια κοινότοπη σεναριακά υπόθεση, όπου οι κυβερνήσεις καταστρέφουν τον πλανήτη και απλοί άνθρωποι κάνουν ηρωικές πράξεις, επενδύει στο αίσθημα του τρόμου που αναπόφευκτα δημιουργεί μια οικολογική απειλή και προσπαθεί να εξισορροπήσει το fun με τις ανθρώπινες ιστορίες. Χωρίς να γίνεται πρωτότυπος, καταφέρνει, αν και δεν εμβαθύνει ιδιαιτέρως στις σχέσεις, να μετατρέψει ένα πρότζεκτ που στα χέρια των μεγάλων στούντιο θα είχε γίνει εμπορική φανφάρα, σ' ένα αφυπνιστικό -έστω και πρώτου επιπέδου φιλμ -που διατηρεί έως το τέλος την ατμόσφαιρά του.

Χαμογέλα (Smile)

Σκηνοθεσία: Πάρκερ Φιν

Παίζουν: Σόσι Μπέικον, Τζέσι Τ. Ασερ, Κάιλ Γκάλνερ, Κάιτλιν Στέισι

Περίληψη: Μετά από ένα αλλόκοτο, τραυματικό δυστύχημα με μια ασθενή της, η Δρ. Ρόουζ Κότερ αρχίζει να βιώνει τρομακτικά, ανεξήγητα γεγονότα. Με τον τρόμο να σαρώνει τη ζωή της, πρέπει να αντιμετωπίσει το προβληματικό παρελθόν της για να επιβιώσει και να ξεφύγει από την τρομακτική πραγματικότητα.

Το τραύμα γίνεται η αφορμή για ένα θρίλερ ψυχολογικού τρόμου από τον Πάρκερ Φιν.

Η ψυχίατρος Ρόουζ Κότερ δουλεύει εξαντλητικά στην κλινική που εργάζεται, προσπαθώντας ουσιαστικά να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα. Η συνάντησή της με μια ασθενή, η οποία αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια της, θα της μεταφέρει μια παράξενη κατάρα, που με τη μορφή ενός σατανικού χαμόγελου, την καταδυναστεύει και την απειλεί. Τότε, η Ρόουζ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ενοχές για να καταφέρει να σπάσει έναν αδυσώπητο κύκλο βίας και να λυτρωθεί.

Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Πάρκερ Φιν επιχειρεί μια αλληγορία πάνω στο τραύμα και  στις πληγές του παρελθόντος, που καλύπτουμε πίσω από μια επιβεβλημένη «ευτυχία», προσπαθώντας να ξεφύγει από τα κλισέ των jump scares, άλλα τελικά, αν και από ένα σημείο πετυχαίνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, τόσο η μεγάλη διάρκεια όσο και οι μέτριες ερμηνείες τον οδηγούν αναπόφευκτα στην εύκολη λύση. Έτσι, οι ψυχολογικές προεκτάσεις δίνουν τη θέση τους σε μια σειρά εξόφθαλμων συμβολισμών, συχνά όχι καλοφτιαγμένων, που αναιρούν τις καλές του προθέσεις, και το χαμόγελό μας, που μάλλον ήθελε να παγώσει, μετατρέπεται σε μια ανέκφραστη μάσκα.

Επαναπροβολή:

Bad Guy

Σκηνοθεσία: Κιμ Κι-Ντουκ

Παίζουν: Γιάε Χιέο Τζο, Γον Σέο, Ντούεκ Μουμ Τσόι, Γιουν Τάε Κιμ

Περίληψη: Ο προστάτης ενός πορνείου συναντάει στο δρόμο μια νεαρή φοιτήτρια και την διεκδικεί ερωτικά με προκλητικό τρόπο, λαμβάνοντας όμως την ψυχρή άρνησή της. Την παρακολουθεί, την παγιδεύει μέσα από μια κατηγορία ληστείας και πετυχαίνει την εκπόρνευσή της, ενώ ο ίδιος την παρακολουθεί από κοντά στη φυλακή της.

Η ταινία–σκάνδαλο του Κιμ Κι-Ντουκ επανακυκλοφορεί σε νέες κόπιες.

Ο Χαν-Γκι, μέλος μιας συμμορίας γκάνγκστερ στην περιοχή με τα κόκκινα φώτα, βλέπει στο δρόμο τη Σουν Χουά, μια παλιά συμφοιτήτρια από το κολέγιο. Εκείνη τον αντιμετωπίζει με παγωμένη, αδιάφορη έκφραση. Έξαλλος από θυμό, την αναγκάζει να τον φιλήσει κι εκείνη τον απωθεί βίαια. Ο Χαν–Γκι σχεδιάζει και πετυχαίνει την εκπόρνευσή της. Τη φυλακίζει σε ένα δωμάτιο και την παρακολουθεί κάθε βράδυ από ένα κρυφό παράθυρο. Μέρα με τη μέρα εκείνη μαραζώνει και ο άντρας της υποφέρει. Ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, τη λύπηση και την απόγνωση, ο Χαν–Γκι και η Σουάν–Χουά γίνονται ένα.

Ο Κορεάτης δημιουργός υπογράφει μια σκοτεινή καταγραφή των απόκρυφων πληγών της κοινωνίας της Κορέας κάτω από τα κόκκινα φώτα της Σεούλ, που εξαγρίωσε πολλές φεμινιστικές οργανώσεις. Μάλιστα, η αφίσα της ταινίας με τη λεζάντα «Πως μετέτρεψα την αγαπημένη μου σε πόρνη», λογοκρίθηκε και σκίστηκε ως ένδειξη αγανάκτησης. Επιστρέφοντας στο περιθώριο, που τον απασχολεί, ο Κιμ Κι Ντουκ αποτυπώνει τη βία κα το πάθος στα όρια του αποτρόπαιου και του ονειρικού, και καταθέτει ένα πικρό σχόλιο πάνω στις σχέσεις των δυο φύλων. Εμπνευσμένος από τους πίνακες του Έγκον Σίλε, αντιμετωπίζει κυνικά τα πάθη των ηρώων του, λέγοντας αλήθειες που ενοχλούν, για να καταλήξει σε ένα ανατρεπτικό φινάλε, που αφήνει αναπάντητα ερωτηματικά για την ίδια την ανθρώπινη φύση.





SHARE