Υπόθεση
και ρόλοι
Στην περιοχή του Ρέντη, μέσα σε βιομηχανικές αποθήκες και εργοστάσια, αναζητούν δουλειά δύο εκτοπισμένες ζωές: ο Βασίλης και ο Λένο.
Οι ήρωες του «Άνθρωποι και ποντίκια» είναι εργάτες ταλαιπωρημένοι από τη δουλειά και τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν. Αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό και κυρίως την ανάγκη για ένα μεροκάματο. Ο ρατσισμός, το απατηλό όνειρο για μια μικρή ιδιοκτησία, η δύναμη της φιλίας, η σημασία της ελπίδας, τα ιδανικά της αφοσίωσης, της πίστης, της αυτοδιάθεσης και της αλληλεγγύης, είναι τα στοιχεία της διαχρονικότητας του αριστουργήματος του Τζον Στάινμπεκ.
«Υποδύομαι τον Στέλιο, έναν επιστάτη. Eπειδή δεν έχω τίποτα άλλο εκτός από εξουσία, μου βγαίνει όλη η κακή μου συμπεριφορά εκμεταλλευόμενος τη θέση που έχω, απέναντι στους εργάτες, στο προσωπικό, απέναντι στη σχέση μου. Ένας πολύ βίαιος χαρακτήρας, το οποίο έχω προσεγγίσει ως βασικά κομπλεξικό άτομο» σχολιάζει ο Στέλιος Τυριακίδης, ο οποίος είναι σχεδόν από τα πρώτα χρόνια στην ομάδα Cartel.
Ο Δημήτρης Δρόσος, σε έναν πολύ απαιτητικό ρόλο, έχει συνθέσει κομμάτια του ρόλου του από παιδικές του εικόνες. «Είμαι ο Λένο, ένας περιφερόμενος, περιθωριακός τύπος, που καταλήγει σε μια μάντρα όπως είναι αυτή. Ο ρόλος μου δεν είναι καθόλου έξω από τη δική μου κουλτούρα. Προέρχομαι από τη Σκόπελο και πάντα είχα μια ευαισθησία για τα συγκεκριμένα παιδιά και έχω συλλέξει εικόνες από την παιδική μου ηλικία και στη πορεία ο Βασίλης Μπισμπίκης μου επέτρεψε να συνθέσουμε κάτι άλλο, το οποίο να ανταποκρίνεται στον πυρήνα του ρόλου. Νομίζω τα έχουμε καταφέρει. Με ρωτάς αν είχα κάποια συγκεκριμένη εικόνα και η απάντηση μου είναι πως είχα αρκετά έντονα πράγματα στο μυαλό μου, αλλά μπήκα σε μια διαδικασία σύνθεσης φτιάχνοντας κάτι καινούργιο. Γιατί πρέπει να περάσει από το δικό σου σώμα για να το προσεγγίσεις και να το αποδώσεις». Η Μαίρη Μηνά μπήκε φέτος στην ομάδα Cartel. «Είμαι η Μαιρούλα, ένα κορίτσι με πολλά ματαιωμένα όνειρα, ψάχνει να βρει τα πατήματά της και την ευτυχία μέσα από περίεργα μονοπάτια. Η ηρωίδα μου έχει δύσκολες αποσκευές από το παρελθόν της λόγω καταβολών, δεν μπορεί να δουλέψει με τον εαυτό της, συνεχώς βολοδέρνει μέσα σε αυτά που της φέρνει η ζωή. Ο θεατής τη βλέπει μέσα σε τοξική σχέση, ένα περιβάλλον που δεν μπορεί να την ενσωματώσει, ψάχνοντας παρηγοριά και αγάπη. Κατά κάποιον τρόπο αυτή η τοξική σχέση τής είναι οικεία, είναι σαν να αναπαράγει το ίδιο μοτίβο συνέχεια. Μια βία που μονίμως επιστρέφει στη ζωή της, σαν να είναι το φυσικό της περιβάλλον. Υποφέρει μέσα σε αυτό, αλλά δεν ξέρει πώς μπορεί να το αλλάξει, οπότε παραμένει μέσα στο χάος, την επανάληψη της βιαιότητας και του μίσους μέσα στο οποίο ζει».
Από την πρώτη διανομή του έργου ήταν ο Γιώργος Σιδέρης, ο οποίος υποδύεται έναν εργάτη που έχει κομμένο χέρι και τον έχει εγκαταλείψει η οικογένειά του. Συνδετικός κρίκος με την προηγούμενη ζωή του είναι ένα γέρικο σκυλί που κουβαλάει κλεισμένο μέσα σε ένα κλουβί. «Παλαιότερα ήταν σιδεράς, αλλά κόπηκε το χέρι του και τώρα τον κρατάνε από ελεημοσύνη στη δουλειά. Κάνει δουλειές, σκουπίζει, μαγειρεύει τον έχουν λίγο σαν το παιδί για όλες τις δουλειές. Ο Γιώργος έχει αποδεχτεί αυτό που του έχει συμβεί, είναι πολύ μοναχικός και όταν ακούει το όνειρο των δύο πρωταγωνιστών πιάνεται από αυτό, τον βάζουν μέσα στα σχέδια τους, αλλά θα υπάρξει ανατροπή».
Ο Μάνος Καζαμίας, παλιό μέλος της ομάδας του Cartel, υποδύεται έναν προϊστάμενο του χώρου. «Είμαι υποτίθεται παλιός στο χώρο, κάτι σαν προϊστάμενος. Για να μπω στον ρόλο μου με βοήθησαν οι επισκέψεις σε αντίστοιχους χώρους και συνομίλησα με ανθρώπους του περιθωρίου. Δεν σου κρύβω πως αγριεύτηκα λίγο -δεν είναι εύκολο να μπεις στα άδυτα τέτοιων χώρων και οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί. Επιπλέον, ο ήρωάς μου είναι μόνος του, δεν έχει πάρει αγάπη -αντίθετα, κατηγορεί τη μάνα του που ανεχόταν τη βία από τον πατέρα του και τον οδήγησε στο έγκλημα. Αντίθετα, ο Βασίλης και ο Λένο έχουν ο ένας τον άλλον. Μέσα από το έργο βλέπουμε έντονα τη φιλία» υποστηρίζει ο ηθοποιός.
Η υποκριτική προσέγγιση του Γιανμάζ Ερντάλ, όπως παραδέχεται ο ίδιος, είναι εντελώς βιωματική. Υποδύεται έναν Κούρδο, αλλά σε αντίθεση με τον ήρωά του δεν έχει ζήσει τόσο άγριες καταστάσεις. «Στο χώρο που δουλεύει ο ήρωας μου δεν είναι αποδεκτός, τρώει ξύλο, είναι απομονωμένος και δεν τον κάνουν παρέα, ενώ είναι αυτός που την πληρώνει πάντα. Το όνειρό του είναι να επιστρέψει στην πατρίδα του, να δει την οικογένεια και τους φίλους του, απλά δεν του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Πάντα τρέφεις μια ελπίδα ότι μπορείς να επιστρέψεις πίσω στην πατρίδα σου. Είμαι ο ίδιος πρόσφυγας και είναι βιωματική η προσέγγιση του ρόλου μου. Μπορεί να μην έχω ζήσει τόσο άγριες καταστάσεις, αλλά έχω εργαστεί μεταξύ άλλων σε οικοδομή και έχω δει τέτοιες εικόνες από ανθρώπους γύρω μου. Έχω δει με τα μάτια μου άσχημες συμπεριφορές σε μετανάστες και έχουν συμβεί περιστατικά σε φίλους μου. Επιπλέον, παίζει μεγάλο ρόλο σε ποιους χώρους κυκλοφορείς. Εγώ εκεί που κυκλοφορούσα ήμουν πάντα καλοδεχούμενος» αναφέρει ο Γιανμάζ, ο οποίος για 17 χρόνια συμμετείχε σε ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου.
Ο Λευτέρης Αγουρίδας παίζει έναν κόντρα ρόλο. «Υποδύομαι έναν άνθρωπο με ακροδεξιές ιδέες, δηλαδή έχει φόβο για την εξουσία και μίσος για τον αδύναμο. Με δυσκόλεψε πολύ γιατί είμαι τελείως διαφορετικός χαρακτήρας και μπήκα σε εντελώς διαφορετική συνθήκη. Είχα υλικό να μελετήσω (είδα ντοκιμαντέρ, διάβασα), αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο. Επιπλέον, μέσα από το έργο βλέπεις πόσο διαφορετικός γίνεται ο άνθρωπος όταν αποκτήσει εξουσία, η οποία είναι τεράστια παγίδα, και υμνείται η φιλία. Πιστεύω πολύ στη φιλία ακόμα και στις μέρες μας».
Σημαντικό ρόλο στη παράσταση εντός και εκτός σκηνής έχουν οι Αγγέλα Πατσέλη, Ερατώ Αγγουράκη και Διονύσης Κοκοτάκης. Η πρώτη, εκτός από έναν μικρό ρόλο ως πόρνη, έχει αναλάβει την κινησιολογία στην παράσταση. «Η σωματικότητα του ρόλου στον ηθοποιό, οι δράσεις πάνω στη σκηνή, ακόμα και η μετακίνηση με οποιονδήποτε τρόπο από ένα σημείο σε ένα άλλο είναι κίνηση, όποτε θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ζωτικής σημασίας για μια παράσταση. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες παραγωγές έχουν κάποιον που ασχολείται με την κίνηση στους συντελεστές. Το πιο σημαντικό στοιχείο κατά τη γνώμη μου είναι η κίνηση να μην φαίνεται σαν κάτι ξένο και φορεμένο πάνω στον ηθοποιό σαν κοστούμι, αλλά να έρχεται σαν φυσική εξέλιξη του λόγου, του χαρακτήρα και αυτού που συμβαίνει πάνω στη σκηνή τη στιγμή που συμβαίνει. Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να μελετήσεις κάτι και να το προσαρμόσεις εξωτερικά. Ο λόγος αποτελεί τη βάση, όπως φυσικά και το κείμενο και η εξέλιξη των γεγονότων. Σε αυτά καλούμαστε να δώσουμε ζωή» αναφέρει η ίδια.