Ρένα Μόρφη-σκηνή
Η Φαντασία του Αλέξη Καρδαρά
06|12|2019 12:07
SHARE
ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Η μεγάλη στιγμή των 90s -Τρεις λόγοι για να δείτε σήμερα κιόλας τη «Φαντασία» του Αλέξη Καρδαρά


Η «Φαντασία» του Αλέξη Καρδαρά, ξεκίνησε την πορεία της στις αίθουσες πριν από δυο εβδομάδες, δίνοντας ένα δυναμικό παρόν στο εγχώριο box office.

Οκτώβριος 1993. Το ΠΑΣΟΚ έχει κερδίσει τις εκλογές, στην ελληνική τηλεόραση προβάλλεται το Ciao Antenna και στο πρόγραμμα του κατάμεστου Διογένης Παλλάς ακούγονται επιτυχίες όπως το «Είμαι πολύ φερέγγυος, μείνε μαζί μου έγκυος». Μια νεαρή τραγουδίστρια, η Φωτεινή, ξοδεύει το ταλέντο της στο επαρχιακό νυχτερινό κέντρο του πατέρας της. Με μητέρα τραγουδίστρια, που όμως χάθηκε νωρίς και μια πολύ καλή φωνή, εκείνη έχει άλλα όνειρα για τη ζωή της. Όταν ο Βλάσης Χρηστάκης, σπουδαίος σύνθετης του λαϊκού πενταγράμμου και φίλος της οικογένειάς της, της προτείνει να τον ακολουθήσει στην Αθήνα, βλέπει μπροστά της μια μεγάλη ευκαιρία. Το ταλέντο της, το ερμηνευτικό της χάρισμα αλλά και η θετική της ενέργεια την κάνουν να ξεχωρίζει και σύντομα τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονται πάνω της. Η Φωτεινή στο πλευρό του Βλάση ζει την επιτυχία, όταν όμως ερωτεύεται τον τραγουδιστή Νίκο Κόκκινο, θα αντιμετωπίσει την οργή του μέντορά της. Θα χρειαστεί να δώσει τη δική της μάχη, πράγμα που θα την οδηγήσει στο να ανακαλύψει το μεγάλο μυστικό της καταγωγής της, γεγονός που την αναγκάζει να ενηλικιωθεί μέσα σε μια Ελλάδα που αναζητάει την ταυτότητά της.

Ο Αλέξης Καρδαράς έχει αποφασίσει να κάνει μια ταινία για να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό, και όντως τα καταφέρνει, χωρίς όμως να κάνει εκπτώσεις για να κόψει τα πολυπόθητα εισιτήρια, που στις ελληνικές παραγωγές δυστυχώς είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Έτσι αποφασίζει να αφηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία, όπου ο έρωτας και οι ανθρώπινες σχέσεις πρωταγωνιστούν, μέσα όμως σε ένα περιβάλλον, που σημαίνει πολλά για την σημερινή Ελλάδα.

Γιατί να δείτε τη «Φαντασία»

Πρώτον, γιατί τοποθετώντας τη δράση του στην λαμπερή αλλά ταυτόχρονα καταστροφική δεκαετία του ’90, ο Καρδαράς μιλάει για μια κομβική περίοδο της χώρας μας, που όλοι αγαπάμε να μισούμε. Κι ακριβώς αυτή η αντιφατικότητα αποτυπώνεται στην ταινία, παρουσιάζοντας από τη μία, μια Ελλάδα που σκορπάει τα λεφτά της στις πίστες, κι από την άλλη προβάλλοντας την αυθεντικότητα των ανθρώπων που στα πόδια τους ξοδεύτηκαν περιουσίες. Ισορροπώντας ανάμεσα στα δύο «στρατόπεδα», ο Καρδαράς καταφέρνει να καταγράψει με αντικειμενικότητα την εικόνα μιας Ελλάδας που ακροβατεί ανάμεσα στο δυτικό πρότυπο και στην mentalite της Ανατολής, αποκαλύπτοντας την ομορφιά και την ασχήμια της. Δεν αρνείται το κιτς, όμως δεν στέκεται επικριτικά απέναντί του, αντίθετα μάλλον αναγνωρίζει μέσα σε αυτό μια γοητεία στην οποία ελάχιστοι μπορούν να αντισταθούν.

Δεύτερον, επενδύει σε μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με πολλές ανατροπές, δραματικές εντάσεις, αλλά και χιούμορ, μέσα στην οποία οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι, με ελαττώματα, αδυναμίες, παρελθόν, παρόν και όνειρα για το μέλλον, όπως όλοι μας. Τα πρόσωπά του δεν είναι άγγελοι ούτε διάβολοι, ζουν απλώς τη ζωή τους με πάθος, γι ’αυτό τα συμπονούμε και τελικά τα καταλαβαίνουμε, ίσως γιατί κι εμείς οι ίδιοι θα θέλαμε να έχουμε κάτι από την τόλμη και την ειλικρίνειά τους.

Τέλος, γιατί η Ρένα Μόρφη, χρόνια συνεργάτης του Φοίβου Δεληβοριά που έγινε γνωστή από το τραγούδι « Όταν σου χορεύω» στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, με την αθωότητά της, κερδίζει τις εντυπώσεις και χαρίζει στη Φωτεινή μια γοητευτική αισιοδοξία. Μαζί της, ο Γιάννης Στάνκογλου, στιβαρός και λαμπερός, περνάει από τον ναρκισσισμό ενός λαϊκού ινδάλματος στη συντριβή ενός ανθρώπου που τα χάνει όλα, ενώ ο Στέλιος Μάινας ερμηνεύει την πολυπλοκότητα ενός αμφιλεγόμενου χαρακτήρα, όπως ο Βλάσης Χρηστάκης. Στα συν, η μουσική του Μίνωα Μάτσα, που πιάνει το στυλ της εποχής, χωρίς να το μιμείται, με αποτέλεσμα ένα περίεργο κράμα λαϊκών τραγουδιών και ποπ επιρροών που συνδυάζονται αρμονικά.





SHARE