H δίκη των 7 του Σικάγο
Φωτογραφία: The trial of the Chicago 7
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νέες ταινίες: Η δίκη των 7 του Σικάγο -Ένα μεστό δικαστικό δράμα με έντονη πολιτική θέση


Aυτή την εβδομάδα, ένα καυστικό πολιτικό δικαστικό δράμα με την υπογραφή του οσκαρικού Άαρον Σόρκιν και ένα πειραματικό φιλμ τρόμου με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας κάνουν πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Η δίκη των 7 του Σικάγο (The trial of the Chicago 7)

Σκηνοθεσία: Άαρον Σόρκιν
Παίζουν: Έντι Ρεντμέιν, Σάσα Μπάρον Κοέν, Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ

Περίληψη: Σικάγο, Συνέδριο των Δημοκρατικών, 1968. Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις στους δρόμους για όσα συνέβαιναν στο Βιετνάμ παίρνουν μεγάλες διαστάσεις και η κυβέρνηση του Λίντον Τζόνσον δίνει το σήμα για πλήρη καταστολή. Επί πέντε μέρες και πέντε νύχτες, το Σικάγο καίγεται. Ακολουθούν συλλήψεις. Η Πολιτεία καταλήγει σε 8 (αρχικά ) βασικούς κατηγορούμενους, που τους χαρακτηρίζει «τρομοκράτες», οι οποίοι «με σχέδιο και στόχο κατεύθυναν τον όχλο σε βίαιη εξέγερση». Η Δίκη των 7 του Σικάγο μένει ιστορική, καθώς οι κατηγορίες συνωμοσίας και τρομοκρατίας δεν μπόρεσαν να σταθούν, όμως ο δικαστής Τζούλιους Χόφμαν φροντίζει να τους καταδικάσει σε παράλογες ποινές για «ασέβεια προς το δικαστήριο».

Ο Άαοριν Σόρκιν ακολουθώντας το ύφος του «Τhe social network» παίρνει ένα από τα πιο σημαντικά και ταυτόχρονα επίκαιρα θέματα της σύγχρονης αμερικανικής Ιστορίας, που έχει μείνει ανεκμετάλλευτο κινηματογραφικά και φτιάχνει ένα μεστό δικαστικό δράμα με έντονη πολιτική θέση.
Η ιστορία λίγο έως πολύ είναι γνωστή: το 1968 και ενώ μαίνονται διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ που έχουν στοιχίσει στις ΗΠΑ χιλιάδες νεκρούς, λαμβάνει χώρα στο Σικάγο το Συνέδριο των Δημοκρατικών. Φοιτητικές παρατάξεις, το κίνημα των χίπις, οι Μαύροι Πάνθηρες και χιλιάδες πολίτες αντιδρούν και η κυβέρνηση του Τζόνσον διατάσσει πλήρη καταστολή, γεγονός που πυροδοτεί μια εκρηκτική εξέγερση. Το Σικάγο καίγεται και οχτώ άτομα συλλαμβάνονται -μεταξύ αυτών και ο συνιδρυτής των Μαύρων Πανθήρων Μπόμπι Σιλ, που στη συνέχεια απαλλάσσεται από τις κατηγορίες. Έναν χρόνο αργότερα, υπό την προεδρία του Νίξον πλέον, οδηγούνται σε δική.

Ο Σόρκιν αφού με ντοκουμαντερίστικο τρόπο περιγράψει την περιρρέουσα πολιτική κατάσταση (οι δολοφονίες του Ρόμπερτ Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το αιματοκύλισμα στο Βιετνάμ, η αλλαγή από την κυβέρνηση του Τζόνσον σε αυτή του Νίξον) μπαίνει στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου αρχικά οι οχτώ και στη συνέχεια οι επτά κατηγορούμενοι πρέπει να απολογηθούν.
Με έντεκα περίπου βασικούς χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν ο ειρηνιστής Τομ Χέιντεν και ο απίστευτα χαοτικός Άμπι Χόφμαν, αλλά και ο δικαστής Τζούλιους Χόφμαν - μια παράξενη συνωνυμία που σχολιάζεται με βιτριολικό χιούμορ- ο οποίος ξεχνάει συνεχώς τα ονόματά των κατηγορουμένων και φανερά μεροληπτεί υπέρ της κυβέρνησης, ο εξαιρετικός σεναριογράφος και σκηνοθέτης αποφεύγοντας τους σκοπέλους της εύκολης καταγγελίας, υπογράφει ένα αιχμηρό πολιτικό σχόλιο, λίγο πριν από τις αμερικανικές εκλογές και μετά από την έκρηξη του #BlackLivesMatter.
Μπορεί μεν την ιδέα για τη συγκεκριμένη ταινία ο Σόρκιν να τη συζητούσε με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ εδώ και δεκατρία χρόνια -στην αρχή μάλιστα η πρόθεση ήταν να τη σκηνοθετήσει ο Σπίλμπεργκ- ίσως όμως δεν υπάρχει καταλληλότερη εποχή για να βγει στις αίθουσες σήμερα, μιας που αναφέρεται σε θέματα ρατσισμού, κρατικής διαφθοράς και απαγόρευσης των βασικών ελευθεριών της δημοκρατίας.
Με τους απολαυστικούς διαλόγους του από τους οποίους δεν απουσιάζουν το χιούμορ και οι σπαρταριστές ατάκες, δομώντας αριστοτεχνικά τις σχέσεις μεταξύ των κατηγορούμενων, γεγονός που τον βοηθάει να υπερβεί την παγίδα της δημοσιογραφικής περιγραφής, με εμβόλιμα φλας μπακ και πλάνα αρχείου, και ακολουθώντας έναν σπιντάτο ρυθμό, ο Σόρκιν δεν χαρίζεται σε κανέναν. Τολμηρός και αποκαλυπτικός μιλάει έξω από τα δόντια, τοποθετείται με σαφήνεια, όπως δηλαδή μας έχει συνηθίσει, δημιουργεί με ευφυή τρόπο τους απαραίτητους συσχετισμούς με τη σημερινή κατάσταση των ΗΠΑ και βάζει τους σκεπτόμενους θεατές του να αναλογιστούν για το πώς λειτουργεί το σύστημα.

Vivarium

Σκηνοθεσία: Λόρκαν Φίνεγκαν
Παίζουν: Τζέσε Άιζενμπεργκ, Ίμοτζεν Ποτς

Περίληψη: Καθώς ένα ζευγάρι ψάχνει να αγοράσει ένα σπίτι, ακολουθεί έναν μυστηριώδη μεσίτη και παγιδεύεται σε ένα παράξενο προάστιο.

Ο Λόρκαν Φίνεγκαν επαναδιαπραγματεύεται μια δική του μικρού μήκους ταινία («Foxes») και φτιάχνει ένα σουρεαλιστικό θρίλερ, που σχολιάζει την σύγχρονη μεσοαστική καθημερινότητα.
Ένα νεαρό ζευγάρι ονειρεύεται να αγοράσει ένα καινούργιο σπίτι. Ένας περίεργος κι εκκεντρικός μεσίτης τούς οδηγεί σε ένα προάστιο, όπου όλα τα κτίρια είναι πανομοιότυπα και τους ξεναγεί σε ένα σπίτι που μοιάζει έτοιμο να τους υποδεχτεί. Όταν εκείνος μυστηριωδώς εξαφανίζεται, το νεαρό ζευγάρι θα συνειδητοποιήσει ότι είναι εγκλωβισμένο σε έναν λαβύρινθο χωρίς καμία περίπτωση διαφυγής. Τότε ένα μωρό, που σίγουρα δεν είναι άνθρωπος αφού αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, καταφθάνει στην πόρτα τους μαζί με ένα σημείωμα, που τους προειδοποιεί ότι αν θέλουν την ελευθερία τους πρέπει να το αναθρέψουν, σαν να είναι οι κανονικοί του γονείς. Κι ενώ ο σύζυγος εμμονικά προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να ξεφύγουν η απόγνωση και η παράνοια εντείνονται.
Με επιρροές από τον Ρόι Άντερσον και το «Twilight Zone», ο Ιρλανδός Φίνεγκαν δημιουργεί μια προφανή αλληγορία -το μεσοαστικό όνειρο ενός όμορφου και ασφαλούς σπιτιού μετατρέπεται σε εφιάλτη όταν γίνει πραγματικότητα- που ενώ διαθέτει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, δεν μπορεί να εξελιχθεί από ένα σημείο και μετά.
Κι ενώ η σκηνοθετική προσέγγιση του Φίνεγκαν που χρησιμοποιεί το σουρεαλιστικό στοιχείο με έξυπνο τρόπο έχει καλές στιγμές, συχνά οδηγείται λόγω σεναρίου σε υπερβολές και πολυπλοκότητες, που δεν χρειάζονται για να ειπωθεί τελικά κάτι πολύ απλό: ότι η καθημερινότητα και οι συμβάσεις μπορούν να διαλύσουν τη ζωή ενός ανθρώπου.
Το καλύτερο στοιχείο της ταινίας είναι αναμφίβολα οι δύο πρωταγωνιστές της, ο Τζέσε Άιζενμπεργκ και η Ίμοτζεν Ποτς, που με γουντιαλενική διάθεση, κόντρα δηλαδή σε αυτό που θα περίμενε κανείς σε μια ταινία είδους, ερμηνεύουν όλες τις εκφάνσεις μια ερωτικής σχέσης, από την αγάπη και την τρυφερότητα μέχρι την αποξένωση και τη μοναξιά.

Επανεκδόσεις:

Ο Κόσμος του Απού (Apur Sansar)

Σκηνοθεσία: Σατγιαζίτ Ράι
Παίζουν: Σουμίτρα Τσατερτζί, Σαρμίλα Ταγκόρ, Αλόκ Τσακραβάτρι

https://www.youtube.com/watch?v=4E4PZrqxktI&feature=emb_logo&ab_channel=TrailerDB

Περίληψη: Ο Απού έχει πλέον ενηλικιωθεί και δυστυχώς οι προσπάθειές του να γίνει συγγραφέας δεν αποδίδουν. Πηγαίνοντας σε έναν επαρχιακό γάμο, καταλήγει να παντρευτεί, όποτε με τη νέα του σύζυγο θα γυρίσει στην Καλκούτα, όπου τον περιμένει ένας νέος κύκλος ατυχιών.
Το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Ινδού auteur Σατγιατζίτ Ράι με πρωταγωνιστή τον ενήλικα πλέον Απού.

Έχοντας αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, ο αγαπημένος ήρωας ψάχνει δουλειά στην Καλκούτα και ονειρεύεται το μέλλον του ως συγγραφέας, όπως κι ο πατέρας του. Ένας παλιός του φίλος από το κολέγιο τού προτείνει να πάνε σε ένα χωριό για έναν γάμο. Αυτό το ταξίδι αλλάζει την ζωή του, αφού όταν η νύφη τρελαίνεται, ο φίλος του τού ζητά να γίνει εκείνος ο γαμπρός. Μετά από ένα μικρό δισταγμό, ο Απού θα παντρευτεί και θα φύγει με την Απάρνα, τη νέα του σύζυγο, για την Καλκούτα, όπου θα βιώσει ένα τραγικό γεγονός.

Ενώ οι δύο προηγούμενες ταινίες, «Το Τραγούδι του Δρόμου» και «Ο Ανίκητος», είχαν ως επίκεντρο την παιδική και την εφηβική ηλικία του Απού, αυτό το τρίτο μέρος που επίσης βασίζεται στα βιβλία του Ινδού συγγραφέα Μπιμπχουτιμπχουσάν Μπαντοπανχιάι, περιγράφει την ενήλικη ζωή και τον έγγαμο βίο του, εστιάζοντας με τη γνωστή ποιητικότητα του Ράι στις αποφάσεις που πρέπει να πάρει κανείς για να βρει τον εαυτό του.
Η ταινία κέρδισε το Εθνικό Βραβείο της Ινδίας, καθώς και αρκετές διεθνείς διακρίσεις και σήμερα θεωρείται από τις πιο σημαντικές ταινίες όλων των εποχών μαζί με τις υπόλοιπες της τριλογίας.





SHARE