Facebook/ Αmerica Square
Facebook/ Αmerica Square
23|03|2017 12:30
SHARE
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νέες ταινίες: «America Square», με ελληνική υπογραφή


Πολλά υποσχόμενες είναι οι ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στους κινηματογράφους, με τους «Power Rangers» του «Φοβού τον Πεθερό» του Γκάβιν Γουίσεν να υπόσχεται άφθονο γέλιο.

  • Κάποια να με Προσέχει
  • (The Carer)
  • Σκηνοθεσία: Γιάνος Εντελένι
  • Παίζουν: Μπράιαν Κοξ, Άνα Τσάνσελορ, Εμίλια Φοξ

 

 

Περίληψη

Η Ντορότια είναι μια φιλόδοξη νεαρή ηθοποιός, που προς έκπληξη όλων αναλαμβάνει να φροντίζει τον διάσημο ηθοποιό Σερ Μάικλ Γκίλφορντ, ο οποίος έχει αποσυρθεί από τη σκηνή εξαιτίας της υγείας του. Αυτός είναι πεισματάρης και δύσκολος άνθρωπος, αλλά η νεαρή κοπέλα είναι αποφασισμένη να τον φέρει στα μέτρα της, ώστε να της μάθει όλα όσα γνωρίζει για την υποκριτική. Έρχονται σε σύγκρουση, αλλά η αγάπη και των δύο για τον Σαίξπηρ τούς βοηθά να βρουν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας.

Μια χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγή από την Ουγγαρία, που θα σας διασκεδάσει με το λεπτό της χιούμορ και την πληθωρική ερμηνεία του Μπράιν Φοξ, αν και κινηματογραφικά δεν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.

Η ιστορία είναι αρκετά κοινότοπη: ένας δύστροπος, ηλικιωμένος θρύλος του θεάτρου, ο σερ Μάικλ Γκίλφορντ, υποφέρει από Πάρκινσον και περνάει τις μέρες του κλεισμένος στον πύργο του, παροπλισμένος και δυστυχισμένος μακριά από τα φώτα της σκηνής. Η κόρη του Σοφία, με την οποία συνεχώς βρίσκεται σε σύγκρουση, δεν μπορεί να συνεννοηθεί μαζί το , ενώ η οικονόμος του και πρώην αγαπημένη του στέκεται με στωικότητα στο πλευρό του. Οι μέρες στον πύργο του σερ Μάικλ είναι μελαγχολικές, ώσπου εμφανίζεται η νεαρή Ντορότια από την Ουγγαρία για να αναλάβει τη φροντίδα του. Εκείνη ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός, λατρεύει τον Σαίξπηρ και θυμίζει στον σερ Μάικλ τα νιάτα του. Οι δυο τους συχνά μιλάνε με στίχους από διάφορα έργα του μεγάλου ποιητή, τους οποίους ο Μπράιαν Φοξ ερμηνεύει με πάθος και βρετανική δεξιοτεχνία,, ενώ το χαμόγελο της Ντορότια του ξαναδίνει τη χαρά της ζωής.

Αξιοποιώντας το χαρακτηριστικό φλεγματικό εγγλέζικο χιούμορ και με πολλές αναφορές στην τέχνη του θεάτρου, η ταινία μιλάει για το θέμα του χρόνου που περνάει και έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι οι ηλικιωμένοι έχουν δικαίωμα στη ζωή. Με ευαισθησία , αλλά χωρίς να έχει πολλά μέσα στη διάθεσή του ο Γιάνος Εντελένι περιγράφει την πορεία μιας σχέσης, που γεφυρώνει το χάσμα των γενεών.

Η δυνατή ερμηνεία του Φοξ, ίσως στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του, αλλά και η καλή του χημεία με την νεαρή συμπρωταγωνίστριά του, είναι αναμφίβολα το πιο δυνατό χαρτί της ταινίας, που χωρίς να καταφεύγει σε στερεότυπα , αν και χαρακτηρίζεται από μια τηλεοπτική αισθητική, αφηγείται μια απλή και χαριτωμένη ιστορία με τρυφερότητα.

  • Amerika Square
  • Σκηνοθεσία: Γιάννης Σακαρίδης
  • Σεναριογράφοι: Γιάννης Τσίρμπας, Βαγγέλης Μουρίκης, Γιάννης Σακαρίδης
  • Παίζουν: Γιάννης Στάνκογλου, Μάκης Παπαδημητρίου, Βασίλης Κουκαλάνι , Θέμις Μπαζάκα , Ερρίκος Λίτσης, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Ξένια Ντάνια , Ρέα Πεδιαδιτάκη, Σουλτάν Αμίρ, Πέτρος Σαντοβίτο, Αχιλλέας Κυριακίδης

 

 

Περίληψη

Με φόντο την πολύβουη Πλατεία Αμερικής, τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται και η πορεία του ενός καθορίζεται από τον άλλο.

Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, που απέσπασε δυο βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Γιάννης Σακαρίδης θα μας γνωρίσει τη σημερινή πλατεία Αμερικής, μέσα από μια μαύρη κωμωδία με στοιχεία νεορεαλισμού και νουάρ, αποκαλύπτοντας μια πλευρά του προσφυγικού ζητήματος

Το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» του Γιάννη Τσίρμπα και εξετάζει πώς διαφορετικοί άνθρωποι επηρεάζουν ο ένας τη ζωή και τη μοίρα του άλλου. O αγγλικός τίτλος έχει σκωπτικό χαρακτήρα κι αυτό το στοιχείο είναι κυρίαρχο στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αν το θέμα της αφορά στη μεγαλύτερη τραγωδία της εποχής μας.

Ο Μπίλι , ιδιοκτήτης μπαρ και παράνομου τατουαζάδικου, και ο Νάκος, ένας τριανταοχτάχρονος που ζει ακόμα και με τους γονείς του, κάτοικοι της πλατείας Αμερικής και οι δύο, είναι φίλοι από παιδιά, όμως έχουν εξελιχθεί σε δύο διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες. Ο Μπίλι, ανεξάρτητος κι ελεύθερο πνεύμα, ερωτεύεται μια μετανάστρια Αφρικανή τραγουδίστρια, την Τερέζα, που θέλει να διαφύγει στο Παρίσι. Από την άλλη, ο Νάκος μεταμορφώνεται σε μπανάλ ρατσιστή, έχοντας βάλει στόχο της ζωής του να κερδίσει πίσω την αγαπημένη του πλατεία, που κατά τη γνώμη του την έχουν καταλάβει οι ξένοι. Παράλληλα, ο Τάρεκ, ένας απελπισμένος πρόσφυγας από τη Συρία με τη 10χρονη κόρη του, απευθύνεται όπου μπορεί για να φύγει από την Ελλάδα και βρίσκεται μπλεγμένος στον κυκεώνα παράνομων μεταφορών για τους ανθρώπους χωρίς χαρτιά . Όμως σχέδια του Νάκου μπαίνουν εμπόδια στο δρόμο του.

Ο Γιάννης Σακαρίδης, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς, περιγράφει την περιπέτεια των ανθρώπων που καταδικασμένοι να ζουν χωρίς πατρίδα και προσπαθούν να βρουν ένα μέρος για να ζήσουν. Ταυτόχρονα σκιαγραφεί με κωμικοτραγικές πινελιές χαρακτηριστικούς τύπους των κοινωνιών που υποδέχονται τους πρόσφυγες. Μέσα από το χαρακτήρα του Νάκου, αποκαλύπτει την ρατσιστική νοοτροπία κάποιων που λόγω άγνοιας της γενικότερης κατάστασης μισούν καθετί ξένο και διαφορετικό, ενώ ο Μπίλι δείχνει πώς τελικά όλοι μπορούμε να μοιραστούμε τον ίδιο χώρο, την ίδια πλατεία, να ερωτευτούμε και να συνυπάρξουμε.

Η ταινία έχει σφιχτή πλοκή και ζωντανούς χαρακτήρες, αλλά δεν αποφεύγει μερικές «εύκολες συμπτώσεις», όπως η δηλητηρίαση της μάνα του Νάκου από τα ψωμιά που ετοιμάζει ο κανακάρης για να εξολοθρεύσει τους μετανάστες. Στα τελευταία λεπτά επίσης, ο σκηνοθέτης αποφασίζει να της προσδώσει στοιχεία δράσης, που δεν μπορεί να υποστηρίξει. Η σκηνή της καταδίωξης στην παραλιακή με τα αυτοκίνητα που ούτε καν έρχονται σε επαφή, αλλά με προσοχή κάνουν προσπεράσεις από τα δεξιά, είναι μάλλον αστεία .

Όμως σίγουρα ο Σακαρίδης πετυχαίνει να αφηγηθεί με ενδιαφέροντα τρόπο την ιστορία του, να αποτυπώσει την εικόνα της πλατείας Αμερικής, που αποτελεί κέντρο των μεταναστών, ενώ έχει στο καστ του μια ομάδα καλών ηθοποιών, που με τις ερμηνείες τους κρατούν το ενδιαφέρον μας. Ο rock and roll Γιάννης Στάνκογλου και ο Μάκης Παπαδημητρίου με το χιούμορ του είναι ένα καλό δίδυμο, που αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της κοινωνίας μας, ενώ ο Βασίλης Κουκαλάνι στο ρόλο του Τάρεκ είναι υπέροχος και βαθιά συγκινητικός , αποτυπώνοντας το δράμα ενός ολόκληρου λαού που αναζητάει μια πατρίδα. Το θετικό- και αρκετά σπάνιο για ελληνική παραγωγή- είναι ότι και οι δεύτεροι ρόλοι έχουν εξέλιξη, γεγονός που δημιουργεί ένα πολύχρωμο μωσαϊκό.

Αν παραβλέψουμε τις σκηνοθετικές ατοπίες της ταινίας, που κυρίως οφείλονται σε έλλειψη χρημάτων, έχουμε μια ελληνική ταινία που χωρίς να γίνεται εμπορική με την κακή έννοια, αποφεύγει την μανία φεστιβαλισμού που έχει καταλάβει τους Έλληνες δημιουργούς και μιλάει για ένα σύγχρονο θέμα, με αναφορές άμεσα αναγνωρίσιμες, γι’ αυτό και τελικά μπορεί να απευθυνθεί σε ευρύ κοινό.


 

  • Suburra: Υπόγεια Πόλη
  • (Suburra)
  • Σκηνοθεσία: Στέφανο Σολίμα
  • Παίζουν: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Ελιο Γκερμάνο, Κλαούντιο Αμεντόλα

 

 

Περίληψη

Ένας γκάνγκστερ, γνωστός με το ψευδώνυμο «Σαμουράι» θέλει να μετατρέψει μια μικρή πόλη κοντά στη Ρώμη σε Λας Βέγκας. Ένας διεφθαρμένος πολιτικός τον προστατεύει, με τη βοήθεια ενός ισχυρού καρδιναλίου. Όλα τα τοπικά αφεντικά της μαφίας έχουν συμφωνήσει να συνεργαστούν για να πετύχουν το κοινό στόχο. Αλλά η ειρήνη δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ, και ένας άγριος πόλεμος μεταξύ των συμμοριών είναι έτοιμος να καταστρέψει το όνειρο του Σαμουράι.

Ο Στέφανο Σολίμα, σκηνοθέτης του τηλεοπτικού «Gomorra»., υπoγράφει ένα δυνατό γκανστερικό θρίλερ, όπου η μαφία και η πολιτική δεν διαφέρουν σε τίποτα, με έντονες επιρροές από τον Ντε Πάλμα και τον Σκορτσέζε.

Κρυμμένη στις σκιές του Κολοσσαίου, η περιοχή Suburra ήταν η κρυφή πλευρά του υποκόσμου της Αρχαίας Ρώμης. Στη σύγχρονη εποχή όμως το έγκλημα και η διαφθορά έχουν εξαπλωθεί βαθιά παντού, μιας και πλέον τα πάντα έχουν την τιμή τους. Ένας ισχυρός γκάνγκστερ, ο Σαμουράι, προσπαθεί να μετατρέψει μια μικρή πόλη σε Λας Βέγκας. Στο στρατόπεδό του, με το αζημίωτο φυσικά, βρίσκεται ένας διεφθαρμένος πολιτικός, που παίζει σκληρό παιχνίδι, υποστηριζόμενος μάλιστα κι από έναν ισχυρό καρδινάλιο, ενώ τα βράδια περνάει τις ώρες του με πόρνες και ναρκωτικά. Οι μαφιόζοι της περιοχής από την άλλη επιδιώκουν να συνεργαστούν στη μεγάλη κομπίνα. Ένα «ατυχές» περιστατικό μια οργιώδη νύχτα θα ανατρέψει τα σχέδια όλων και ο πόλεμος θα ξεσπάσει τόσο στον υπόκοσμο όσο και στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Με δυνατό σενάριο, βασισμένο στο ομώνυμο μπεστ σέλερ των Τζιανκάρλο ντε Κατάλντο και Κάρλο Μπονίνι και σε αληθινά γεγονότα, όπου όλα τα πρόσωπα είναι βουτηγμένα στη διαφθορά και στην ανηθικότητα, ο Σολίμα από σκηνή σε σκηνή περιγράφει την ηθική παρακμή του συστήματος, και αφηγείται μια ιστορία, που όλοι θα ελπίζαμε να ήταν απλώς fiction. Φροντίζει με σύγχρονες αναφορές να μας υπογραμμίσει ότι όλα όσα διαδραματίζονται στην υπόγεια πόλη του δεν είναι καθόλου μακριά από εμάς. Στήνει μάλιστα μια εντυπωσιακή σκηνή μιας ανελέητης μάχης με μαφιόζους μέσα σε ένα σουπερμάρκετ ανάμεσα σε ανυποψίαστους πολίτες, υπενθυμίζοντάς μας ότι όλα αυτά τα « κρυμμένα μυστικά» στην ουσία βρίσκονται δίπλα μας.

Δεξιοτέχνης του σασπένς, ο Ιταλός σκηνοθέτης δημιουργεί κλιμακώσεις σε κάθε πλάνο κι εκεί που νομίζεις ότι ξέρεις τι θα συμβεί, η μία ανατροπή διαδέχεται την άλλη. Στη δίωρη περιπέτεια του, μαφιόζοι, πολιτική και θρησκευτική ηγεσία κινούν ένα ανατριχιαστικό μηχανισμό που λογαριάζει μόνο το κέρδος.

Όλοι οι χαρακτήρες της ιστορίας του- κι είναι πολλοί- έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά, τη δική τους διαδρομή και το δικό τους φινάλε, ακόμα και οι δευτερεύοντες, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο σε ένα τόσο πολυπρόσωπο σενάριο, γεγονός που αποδεικνύει ότι όλα εδώ είναι δουλεμένα στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Ο Σολίμα δεν χαρίζεται και τολμάει να βάλει στο ίδιο καράβι τους υπεράνω πάσης υποψίας πολίτες και τους παράνομους, χωρίς καθόλου να τους διαχωρίζει, κάνοντας έναν σαφή πολιτικό υπαινιγμό, που θα σας προκαλέσει ανατριχίλα.

  • Ακριβώς το τέλος του κόσμου
  • (Juste la fin du monde)
  • Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Ντολάν
  • Πάιζουν: Γκασπάρ Ουλιέλ, Νάταλι Μπέι, Μαριόν Κοτιγιάρ, Βενσάν Κασέλ, Λία Σεϊντού

 

 

Περίληψη

Μετά από 12 χρόνια απουσίας, ένας συγγραφέας γυρίζει στο πατρικό του με σκοπό να κάνει μια πολύ σημαντική ανακοίνωση στην οικογένειά του. Το ήσυχο απόγευμα όμως, δίνει τη θέση του σε αντιπαραθέσεις, βεντέτες, συναισθήματα υποκινούμενα από μοναξιά κι αμφιβολία, κι όλες οι απόπειρες αποτυγχάνουν από την ανικανότητα των ανθρώπων να ακούσουν και ν’ αγαπήσουν.

Το παιδί θαύμα του καναδέζικου σινεμά, ο εικοσιοχτάχρονος Ξαβιέ Ντολάν, συνήθως με τις ταινίες του διχάζει το κοινό: άλλοι τις λατρεύουν, άλλοι τις μισούν. Το «Ακριβώς στο τέλος του κόσμου» όμως , που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών και τρία Σεζάρ – σκηνοθεσίας, μοντάζ και Α΄ ανδρικού ρόλου – κινείται σε πιο συμβατικούς δρόμους.

Ο Ντολάν βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό και άκρως αυτοβιογραφικό έργο του Ζαν Λυκ Λαγκάρς (πρόσφατα είχε ανέβει στην Ελλάδα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο ), ο οποίος πέθανε από Aids, και πραγματεύεται για ακόμα μια φορά θέματα που τον απασχολούν: τη σχέση με την οικογένεια, την ομοφυλοφιλία και τον θάνατο. Ο κεντρικός ήρωας, διάσημος συγγραφέας, επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι μετά από 12 χρόνια απουσίας για να ανακοινώσει στην οικογένειά του ότι πεθαίνει. Θα έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν και τις ενοχές του, για να καταλάβει ότι οι άνθρωποι που μας αγαπούν μπορεί τελικά να μην μας γνωρίζουν καθόλου. Σιωπηλός ως επί το πλείστον, παρακολουθεί τη μητέρα του, μια εκκεντρική ηλικιωμένη κυρία με μπλε νύχια και νεανίζουσα συμπεριφορά, την αδερφή του που του έχει παθολογική αδυναμία, τον επιθετικό αδερφό του, που δεν μπορεί να ανεχτεί ότι τους εγκατέλειψε για να ζήσει τη ζωή του, αλλά και την αφελή πλην καλόκαρδη σύζυγο του αδερφού του, που προσπαθεί να λειτουργήσει πυροσβεστικά, χωρίς επιτυχία.

Το κείμενο του Λαγκάρς βρίθει μονολόγων σε μια γλώσσα ελλειπτική και γεμάτη επαναλήψεις , την οποία ο Ντολάν χρησιμοποιεί στο ακέραιο, καταφέρνοντας όμως να ξεπεράσει τη θεατρικότητά της. Εγκλωβίζει τα πρόσωπά του ως επί το πλείστον στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού και προσπαθεί αλά Φασμπίντερ να περιγράψει τις εσωτερικές τους συγκρούσεις. Όμως αν και ο Ντολάν έχει το ταλέντο να αφηγείται τολμηρά τις ιστορίες του, εδώ δεν αποφεύγει κάποιες φορές το μελόδραμα και έτσι τελικά δεν αποκαλύπτει γιατί είναι τόσο δύσκολο άνθρωποι που αγαπιούνται να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.

Προσπαθώντας ίσως να εξηγήσει την ιστορία του συγγραφέα, πράγμα που ο Λαγκάρς απλώς υπαινίσσεται, ο σκηνοθέτης κάνει μερικά φλας μπακ, τα οποία μοιάζουν εντελώς περιγραφικά, ενώ επιχειρεί μερικούς άτοπους συμβολισμούς σε ένα άκρως ρεαλιστικό και βαθιά ψυχολογικό δράμα, όπως η σκηνή του φινάλε με το νεκρό πουλί, που δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω στα ήδη λεγόμενα.

Έχοντας όμως συγκεντρώσει στο καστ του όλα τα αστέρια του γαλλικού σινεμά , η ταινία του έχει δυνατές ερμηνείες: ο Γκασπάρ Ουλιέλ, στον ρόλο του συγγραφέα μέσα από τις σιωπές του μεταδίδει την ατμόσφαιρα του επικείμενου θανάτου του, η Νάταλι Μπέι που ερμηνεύει την αλλόκοτη μητέρα πλάθει μια εκκεντρική φιγούρα που όμως ξέρει να ακούει αυτά που δεν λέγονται, η Μαριόν Κοτιγιάρ, ευαίσθητη και τρυφερή στο ρόλο της συζύγου προσδίδει βάθος σε έναν ρόλο αρκετά αμφίσημο, ο Βενσάν Κασέλ ενσαρκώνει τη βιαιότητα του αδερφού, αλλά ίσως από το χαρακτήρα του λείπουν οι πληγές, και η Λία Σεϊντού στο ρόλο της αδερφής κλέβει τις εντυπώσεις, αποκαλύπτοντας πολλές διαστάσεις.

 

  • Το κρύο της Τραπεζούντας
  • (Kalandar Sogugu / Cold of Kalandar)
  • Σκηνοθεσία: Μουστάφα Καρά
  • Παίζουν: Χεϊντάρ Σισμάν, Νουραϊ Γιεσιλαράζ, Χανίφε Καρά

 

 

Περίληψη

Η ζωή του Μεχμέτ ξύνει τον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Ζει σε ένα εξαθλιωμένο ορεινό χαμόσπιτο στην Τραπεζούντα, συντροφιά με τη γριά μάνα του, την εξουθενωμένη και απελπισμένη σύζυγό του και τα δυο παιδιά του. Τα λιγοστά ζωντανά που εκτρέφουν για αναπαραγωγή, δεν τους παρέχουν παρά ελάχιστα. Το λογικό θα ήταν να έβρισκε κάποια δουλειά στο κοντινό ορυχείο, όπως τον πιέζει η οικογένειά του , για να πληρώσουν τα αμέτρητα χρέη τους, αλλά ο Μεχμέτ γυρνάει τα βουνά μόνος του, αναζητώντας με μανία εκείνη την χρυσοφόρο φλέβα που θα τους λύσει τα προβλήματα μια για πάντα.

Η φετινή πρόταση της Τουρκίας για τα Όσκαρ στην κατηγορία της ξενόγλωσσης ταινίας και βραβευμένη σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, αφηγείται μια ιστορία επιβίωσης, αλληλένδετα συνδεδεμένη με τη φύση.

Γυρισμένη σε τέσσερις εποχές η ταινία του ταλαντούχου Μουσταφά Καρά αποδεικνύεται ένα άκρως ενδιαφέρον δράμα που κινείται σε αργούς υποβλητικούς ρυθμούς και κλιμακώνεται σταδιακά, ανταμείβοντας τον θεατή που ξέρει να περιμένει.

Ο Μεχμέτ και η οικογένειά του ζουν σε απελπιστικές συνθήκες μέσα σε μια καλύβα στα βουνά της Τραπεζούντας. Εκείνος όμως αρνείται να δουλέψει στο κοντινό ορυχείο, όπως τον πιέζει η γυναίκα του να κάνει, αντίθετα χάνεται στα βουνά, αναζητώντας μια φλέβα χρυσού που θα του λύσει τα προβλήματα για πάντα, όπως υπόσχεται.

Ο Καρά κινηματογραφεί υπέροχα το φυσικό τοπίο και τις εναλλαγές των εποχών , αφηγούμενος μέσα από τα πλάνα του τον κύκλο της ζωής. Ο Μεχμέτ δεν είναι απλώς ένας ονειροπόλος. Είναι ένας άνθρωπος που δεν αντέχει τον συμβιβασμό, που μπορεί παρά τις αντιξοότητες να κρατάει ζωντανή τη φλόγα ενός ονείρου και να μάχεται με όλες του τις δυνάμεις γι’ αυτό. Συνεχώς εμφανίζεται με ανατρεπτικές ιδέες, συνεχώς θέλει να ρισκάρει, σαν να αναγνωρίζει ότι η απόδραση από τη δυστυχία γίνεται μόνο με υπερβάσεις.

Οι διάλογοι στο « Κρύο της Τραπεζούντας» είναι ελάχιστοι, πυκνοί και πολύ σύγχρονοι, παρά το γεγονός ότι η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ορεινό τοπίο. Όμως αυτό δεν ξενίζει τον θεατή, αντίθετα φέρνει κοντά του πρόσωπα που μοιάζουν μακρινά, από έναν άλλον κόσμο, άγνωστο πιθανόν για τους δυτικούς. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι με βαθιά εσωτερικότητα και υπόγεια ένταση περιγράφει αυτή την βίαια συγκινητική περιπέτεια επιβίωσης, που αποκαλύπτει χωρίς τυμπανοκρουσίες τελικά το νόημα της ζωής.

Ο Καρά ακολουθεί με την κάμερά του- εξαιρετική η διεύθυνση φωτογραφίας -την καθημερινότητα αυτής της οικογένειας και όλες τις εργασίες που πρέπει να κάνει για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην , αλλά και την πορεία του Μεχμέτ στα βουνά, που σε αντίθεση με τη ζωή στην καλύβα, αν και επικίνδυνη, μοιάζει σχεδόν επική, υπογραμμίζοντας ότι τα όνειρα δεν χωράνε σε καλούπια.

 

  • Φοβού τον Πεθερό
  • (All Nighter)
  • Σκηνοθεσία: Γκάβιν Γουίσεν
  • Παίζουν: Τζ. Κ. Σίμονς, Εμίλ Χιρς, Τάραν Κίλαμ, Άναλεϊ Τίπτον, Κρίστεν Σάαλ.

 

 

Περίληψη

Ο Μάρτιν ένας επίδοξος μουσικός που ζει στο Λος Άντζελες, γνωρίζει τον «τρομακτικό» κύριο Γκάλο, πατέρα της συντρόφου του, Τζίνι, και μάλλον δεν καταφέρνει να τον εντυπωσιάσει. Έξι μήνες μετά όμως οι δυο τους θα ξαναβρεθούν, αναζητώντας την Τζίνι κι ανακαλύπτοντας τελικά τον εαυτό τους.

Μια ανάλαφρη κωμωδία που στηρίζεται στην ανταγωνιστική σχέση πατέρα και γαμπρού, η οποία αν και διαθέτει τον Τζ.Κ Σίμονς ως πρωταγωνιστή, δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα τετριμμένα.

Ο Γκάλο, ένας ισχυρογνώμων επιχειρηματίας που βρίσκεται διαρκώς με μια βαλίτσα στο χέρι, δεν έχει χρόνο για ανοησίες, αλλά ούτε για την κόρη του, την Τζίνι . Ο Μάρτιν είναι ένας μουσικός που ψάχνει την τύχη του στο Λος Άντζελες και βγαίνει με την δεσποινίδα Γκάλο. Όταν πατέρας και επίδοξος γαμπρός συναντιούνται, το δείπνο της γνωριμίας τους καταλήγει μάλλον σε καταστροφή, ως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις.

Έξι μήνες αργότερα, ο Μάρτιν προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του μετά τον χωρισμό του από την Τζίνι, όταν ο Γκάλο εμφανίζεται στην πόρτα του, αναζητώντας την κόρη του. Το κινητό της είναι απενεργοποιημένο και δεν έχει απαντήσει ούτε στα μηνύματα ούτε στα email που της έχει στείλει. Παρόλο που είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει, ο Μάρτιν πείθεται από τον Γκάλο να τον πάει στο σπίτι της. Η Τζίνι όμως δεν είναι εκεί κι έτσι οι δυο τους αναγκάζονται να περάσουν την υπόλοιπη μέρα αλλά και τη νύχτα που ακολουθεί μαζί, ψάχνοντας τα ίχνη της σε ολόκληρη την πόλη.

Καθώς προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει στη ζωή της κοπέλας και παράλογα ανησυχώντας, συναντούν τους τρελούς φίλους της και μπλέκουν σε μπελάδες που προκαλούν μόνοι τους. Οι δυο άντρες τελικά θα χτίσουν μια απίθανη φιλία, καθώς θα ανακαλύψουν ότι οι ίδιοι, και όχι η Τζίνι, είναι αυτοί που στην ουσία έχουν χάσει τους εαυτούς τους.

Ο Γκάβιν Γουίσεν, έχοντας στα χέρια του ένα σενάριο που στηρίζεται σε κλισέ και γέρνει προς τη φάρσα, προσπαθεί να κουρδίσει μια κωμωδία, επιμένοντας περισσότερο στις σχέσεις παρά στα γκανγκς, οι οποίες όμως μοιάζουν αποδυναμωμένες και κάπως κενές. Οι περιπέτειες των δυο ανδρών τη μοιραία νύχτα της αληθινής τους γνωριμίας θα τους φέρουν αντιμέτωπους με έναν κόσμο παρακμιακό. Αυτός είναι ο κόσμος της Τζίνι, αλλά η ίδια είναι πολύ νορμάλ και καθωσπρέπει κοπέλα, πράγμα που αποδεικνύει πως οι σεναριογράφοι δεν ήξεραν πώς να γεμίσουν τις σελίδες κι έτσι καταφεύγουν σε όλα τα στερεότυπα μιας ξέφρενης νεολαίας, μπας και σκάσει το χειλάκι μας, χωρίς όμως αυτή η κατάσταση να έχει καμία σχέση με τους κεντρικούς χαρακτήρες. Τελικά ο σκηνοθέτης αν και καταφέρνει να διασώσει την ταινία από το φτηνό κι εκβιαστικό γέλιο και την μπαναλιτέ, δεν μπορεί να προσφέρει παρά ελάχιστες κωμικές σκηνές.

Ο πάντα στιλάτος Τζ. Σ Σίμονς στο ρόλο του πατέρα στέκεται στο ύψος του κι ίσως είναι ο μόνος λόγος που η ταινία αξίζει, ενώ ο Εμίλ Χιρς αν και συμπαθητικός, δεν κάνει γκελ.

  • Θάρρος Ή Αλήθεια
  • (Nerve)
  • Σκηνοθεσία: Χένρι Τζουστ, Αριελ Σούλμαν
  • Παίζουν: Ντέιβ Φράνκο, Εμα Ρόμπερτς, Τζούλιετ Λιούις, Εμι Μιντ

 

 

Περίληψη

Η Βίνας είναι μια απλή επιμελής μαθήτρια Λυκείου, που ζει στο περιθώριο. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που θα ανακαλύψει το διαδικτυακό reality παιχνίδι NERVE. Εκείνη αποφασίζει να συμμετάσχει, κάτι που αρχικά μοιάζει πολύ διασκεδαστικό και αβλαβές. Η αδρεναλίνη εκτοξεύεται στα ύψη και το παιχνίδι όσο προχωράει γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο μέχρι που αρχίζει να παίρνει άσχημη τροπή.

Ένα θρίλερ με στοιχεία νεανικής ρομαντικής κομεντί, που ανιχνεύει τη σκοτεινή πλευρά του διαδικτύου, μέσα από ένα παιχνίδι που οδηγεί τους συμμετέχοντες στα όριά τους και τους φυλακίζει σε μια virtual πραγματικότητα.

Η κινηματογραφική μεταφορά του διαδικτυακού κόσμου δεν απασχολεί για πρώτη φορά το σινεμά, όμως οι περισσότερες απόπειρες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία.

Το « Θάρρος ή αλήθεια» όμως , αν και έχει σεναριακές αδυναμίες, πετυχαίνει να μεταφέρει τον ασφυκτικό κόσμο του ίντερνετ και τον εγκλωβισμό των νέων κυρίως ανθρώπων στις οθόνες του υπολογιστή, σε σημείο που αυτή η εικονική πραγματικότητα γίνεται η ζωή τους, αλλά στο τέλος δεν αποφεύγει τις απλοϊκές αλληγορίες.

Οι ήρωες της ταινίας είναι μια παρέα εφήβων, που παρακολουθούν φανατικά ένα διαδικτυακό παιχνίδι το « Θάρρος ή αλήθεια ». Η Βίνας μια καλή μαθήτρια, που όμως δεν είναι δημοφιλής, αποφασίζει να αποδειχτεί την πρόκληση και να παίξει. Η διαδικασία μοιάζει απλή: το παιχνίδι βάζει δοκιμασίες τις οποίες οι παίκτες αν αποδεχθούν κερδίζουν χρήματα και κυρίως φήμη Στην αρχή οι αποστολές μοιάζουν απλές έως και διασκεδαστικές, αλλά σταδιακά η κατάσταση ξεφεύγει και η Βίνας μαζί με τον συμπαίκτη της, τον Ίαν, ρισκάρουν ακόμα και τη ζωή τους για τη νίκη. Όταν εκείνη φτάνει στα όριά της, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί πια να κάνει πίσω: για να απεμπλακεί πρέπει να μείνει στο παιχνίδι, όμως στην ουσία η ταινία λέει ότι ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις αυτή τη μάχη είναι να μην την αρχίσεις καν.

Οι σκηνοθέτες Χένρι Τζουστ, και Άριελ Σούλμαν κινηματογραφούν τους ήρωές τους άλλοτε εντελώς ρεαλιστικά κι άλλοτε σαν σε live streaming, πετυχαίνοντας έτσι να αποδώσουν δυο κόσμους -τον εικονικό και τον πραγματικό-, όπου οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους μπερδεύονται. Το σενάριο βέβαια έχει μια εφηβική ελαφράδα, ειδικά σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των προσώπων, καταφέρνει όμως να δείξει πώς ένα άκρως επικίνδυνο και παράνομο παιχνίδι αποκτάει διαστάσεις επιδημίας και επηρεάζει μια ολόκληρη πόλη.

Έτσι το «Θάρρος ή αλήθεια», μιλώντας τη γλώσσα της εποχής , θέλει να αποτυπώσει το πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί η άλογη χρήση της τεχνολογίας και προτάσσει τις ανθρώπινες σχέσεις ως πρωταρχική αξία, που καμιά οθόνη υπολογιστή δεν θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει, όμως το αφελές φινάλε της καταστρέφει την καλή εντύπωση που προσπαθεί να δημιουργήσει. .

  • Go Go Power Rangers
  • Σκηνοθεσία: Ντιν Ισραλάιτ

Παίζουν: Ντακρ Μοντγκόμερι, Ναόμι Σκοτ, Ρ. Τζέι Σάιλερ, Μπέκι Τζι, Λούντι Λιν, Μπράιαν Κράνστον Ελίζαμπεθ Μπανκς

 

 

Περίληψη

Οι Power Rangers είναι η ιστορία πέντε καθημερινών εφήβων που πρέπει να μεταμορφωθούν σε κάτι εξωπραγματικό όταν μαθαίνουν ότι η μικρή πόλη που κατοικούν, η Έιντζελ Γκρόουβ, και ολόκληρος ο κόσμος βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Μία από τις πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές με υπερήρωες των τελευταίων δεκαετιών μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, αλλά αν είστε πάνω από δεκαπέντε μην μπείτε καν στον κόπο.

Πέντε έφηβοι κατάγονται από την ίδια πόλη, την Έιντζελ Γκρόουβ. Ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση στο οικογενειακό και το σχολικό του περιβάλλον. Μέχρι που εντελώς κατά τύχη όλοι θα ανακαλύψουν τις μαγικές πέτρες που θα τους μεταμορφώσουν σε υπερήρωες. Τα πέντε παιδιά θα μάθουν ότι έχουν επιλεγεί για να σώσουν τον πλανήτη από τη σατανική Ρίτα - μια πρώην Rower Ranger και απολύτως κιτς «κακιά». Για να το πετύχουν όμως το στόχο τους, πρέπει πρώτα να ξεπεράσουν τα προβλήματα που έχουν στην πραγματική ζωή και, πριν να είναι πολύ αργά, να ενώσουν τις δυνάμεις τους ως μαχητές.

Ο Ντιν Ισραλάιτ διατηρεί το πνεύμα της γνωστής σειράς, αλλά χρησιμοποιεί εξελιγμένη τεχνολογία και εκσυγχρονίζει τους ήρωές του και το περιβάλλον τους, ξεκινώντας από τις στολές που πλέον είναι πολύ πιο hi tech. Όλα τα άλλα παραμένουν ως έχουν :μάχες με υπερφυσικά τέρατα, η φιλία ως απάντηση στο κακό που απειλεί την ανθρωπότητα, εξωγήινοι, υπερφυσικές δυνάμεις και μια παρέα που υποτίθεται ότι κάνει το καλό σκοτώνοντας.

  • Ευτυχία ( Bliss)
  • Παραγωγή - Σκηνοθεσία: Χρήστος Πυθαράς
  • Σενάριο: Χρήστος Πυθαράς, βασισμένο σε μία ιδέα του Γιάννη Μακρυνόρη
  • Παίζουν: Ξανθή Σπανού, Δημήτρης Αλεξανδρής, Θέμις Μπαζάκα, Σταύρος Συμεωνίδης, Μυρτώ Πανάγου, Γιάννης Μυλωνάς, Κατερίνα Παπανδρέου και ο Χρήστος Στέργιογλου

 


Περίληψη

 

Η «Ευτυχία» είναι η ιστορία της Άννας, μιας νεαρής κοπέλας που αρχίζει να ανησυχεί από τα post-it αντίστροφης μέτρησης που της αφήνει ένας άγνωστος στην πόρτα της. Στην προσπάθεια της να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω από τα κίτρινα χαρτάκια, αρχίζει να υποπτεύεται τους πάντες γύρω της και σταδιακά οδηγείται σε ψυχική κατάρρευση.

Η Άννα, είναι μια γυναίκα που καταναλώνει τον ελεύθερο χρόνο της στο facebook. Νιώθει μοναξιά ανάμεσα σε φίλους, συνεργάτες και συγγενείς. Τις περισσότερες φορές κατασκευάζει ψέματα για πάρτι και εκδρομές που δεν έχει πάει. Η ερωτική της ζωή επίσης περιορίζεται σε ιντερνετικές απολαύσεις. Μεταξύ του σπιτιού της και του φωτογραφείου που δουλεύει, κάνει σύντομες στάσεις στο ψιλικατζίδικο για να «κλέψει» τσίχλες και στο σπίτι της μητέρας της, που δεν σταματά ποτέ να φροντίζει τα λουλούδια της, αλλά όχι την Άννα. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας άντρας με κόκκινο μπουφάν, που μοιάζει να την παρακολουθεί συνεχώς. Κάθε στοιχείο της ζωής της αρχίζει να γίνεται δυσβάσταχτο υπό την πίεση του κόκκινου μπουφάν και η εμμονή της να εντοπίσει αυτόν τον άντρα παίρνει τη μορφή ψύχωσης.

Η «Ευτυχία» είναι το ψυχογράφημα μιας γυναίκας που χάνει σταδιακά την επαφή της με την πραγματικότητα, μία κωμικοτραγική ματιά στη ζωή μιας νεαρής κοπέλας, μέσα από την δική της αλλοιωμένη αντίληψη των πραγμάτων.


 

  • Ο καλλιτέχνης Βασίλης Θεοχαράκης
  • ( Ντοκιμαντέρ)
  • Σενάριο- Σκηνοθεσία: Γιάννης Βαμβακάς

 


 

 

Έπειτα από τα ντοκιμαντέρ του για τους σημαντικούς καλλιτέχνες Δημήτρη Μυταρά και Παναγιώτη Τέτση, ο Γιάννης Βαμβακάς προσεγγίζει τη δεύτερη ιδιότητα του επιχειρηματία Βασίλη Θεοχαράκη, εκείνη του ζωγράφου.

Η μεγάλη αγάπη του Θεοχαράκη στη ζωγραφική και η αφοσίωσή του σ’ αυτήν για περισσότερο από μισό αιώνα, μ’ ένα ταλέντο που εκδηλώθηκε από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και έκαναν τον πατέρα του να δυσανασχετεί αφού τον προόριζε για επιχειρηματία.

«Πέρασε πολλές δυσκολίες εργαζόμενος ακατάπαυστα ανάμεσα στην επιχειρηματικότητα μέχρι το μεσημέρι και στην τέχνη του –τη ζωγραφική– τ’ απογεύματα και τα βράδια, έως ότου βρει την ισορροπία μέσα στην ψυχή του. Γι’ αυτό και είναι μοναδικός. Γιατί μπόρεσε να ξεδιπλώσει το ταλέντο του και να έχει εξαιρετικές επιδόσεις και στις δύο αυτές θεότητες», όπως πολύ εύστοχα αναφέρει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.

Η ταινία θα προβληθεί μόνο Σάββατο 25/3 και Κυριακή 26/3 στον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟ.