Οι ταινίες της εβδομάδας: Η Έμα Τόμσον μεταμορφώνεται σε απρόσμενη action heroine στο «Στα βάθη του Χειμώνα»

Οι ταινίες της εβδομάδας: Η Έμα Τόμσον μεταμορφώνεται σε απρόσμενη action heroine στο «Στα βάθη του Χειμώνα»

Αυτή την εβδομάδα, ο ψηφιακός και ο πραγματικός κόσμος συναντιούνται στο «Tron: Ares», η Έμα Τόμσον αψηφάει τα «Βάθη του Χειμώνα» για να σώσει ένα κορίτσι που έχει απαχθεί, o Τσάνινγκ Τέιτουμ και η Κίρστεν Ντανστ συναντιούνται σε μια ρομαντική κομεντί, που βασίζεται σε μια απίθανη αληθινή ιστορία, μια ευφάνταστη ταινία τρόμου έχει πρωταγωνιστή έναν  χαριτωμένο σκύλο, ενώ Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ υπογράφει μια ανορθόδοξη ιστορία για την αγάπη και τις σχέσεις με φόντο το Όσλο.

Tron: Ares

Σκηνοθεσία: Γιοακίμ Ρένινγκ

Παίζουν: Τζάρεντ Λέτο, Γκρέτα Λι, Έβαν Πίτερς, Χασάν Μινχάι, Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Αρτούρο Κάστρο, Κάμερον Μόναγκαν, Τζίλιαν Άντερσον, Τζεφ Μπρίτζες

Περίληψη: Ένα πολύ εξελιγμένο πρόγραμμα, το Ares, στέλνεται από τον ψηφιακό κόσμο στον πραγματικό σε μια επικίνδυνη αποστολή, σηματοδοτώντας έτσι την πρώτη επαφή της ανθρωπότητας με οντότητες Τεχνητής Νοημοσύνης.

Το τρίτο κεφάλαιο του sci-fi franchise «Tron», δεκαπέντε χρόνια μετά από το «Tron: Legacy».

Ένα εξαιρετικά προηγμένο ψηφιακό Πρόγραμμα, ο Ares, υπό τις οδηγίες του υπερφιλόδοξου Έβαν Ντίλιντζερ, αναλαμβάνει μία επικίνδυνη αποστολή στον πραγματικό κόσμο, σηματοδοτώντας την πρώτη συνάντηση της ανθρωπότητας με την τεχνητή νοημοσύνη. Αυτή η επαφή θα καλλιεργήσει στον Ares μία αίσθηση συνείδησης του εαυτού του. Έτσι, αποκτά μία απρόσμενη σύμμαχο και φίλη, την προγραμματίστρια Ιβ Κιμ, η οποία αναζητά έναν καταλυτικό κώδικα- τον κώδικα της διαχρονικότητας- που έγραψε ο Κέβιν Φλιν. Παρακούοντας όλους τους κανόνες, οι δυο τους μπαίνουν στο στόχαστρο μίας ανελέητης καταδίωξης και μάχονται όχι μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά και για ένα μέλλον, όπου η τεχνολογία και η ανθρωπότητα μπορούν να συνυπάρξουν.

Το πρώτο και καλύτερο «Tron», από το μακρινό 1982, του οραματιστή Στίβεν Λίζμπεργκερ, ήθελε να προσεγγίσει την τεχνολογία και τη σχέση της με τον άνθρωπο με πιο συναισθηματικό τρόπο. Τότε, βέβαια, ένας άνθρωπος εγκλωβιζόταν στον ψηφιακό κόσμο ενός videogame. Σήμερα, με την ανάπτυξη της AI, ένα προηγμένο πρόγραμμα με τη μορφή του Τζάρεντ Λέτο και μια εμμονή για τη δεκαετία του ’80, έρχεται στον πραγματικό κόσμο, αποκτά συνείδηση, κάνει μια καινούργια φίλη και κάνει τα πάντα για να τη βοηθήσει.

Ο υποψήφιος για Όσκαρ Νορβηγός δημιουργός του «Κον-Τίκι», Τζόακιμ Ρένινγκ, εκμεταλλευόμενος τον σύγχρονο παραλογισμό για την τεχνητή νοημοσύνη, προσπαθεί, μετά από μερικά αποτυχημένα sequels, να ξαναδώσει αίγλη στο franchise, διατηρώντας τη λογική του παιχνιδιού. Το σενάριο, όμως, είναι αδύναμο από κάθε άποψη, απλοϊκό στα νοήματά του και στρατευμένο να κατανεύσει τις φοβίες σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη, διατυμπανίζοντας ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος, αν αξιοποιηθεί ηθικά η τεχνολογία.

Το κομμάτι όμως της επιστημονικής φαντασίας είναι αβάσιμο και σχεδόν χαοτικό, με τα φουτουριστικά εφέ να χρησιμοποιούνται χωρίς μέτρο, και τις σκηνές δράσης να υποσκάπτουν κάθε συναισθηματική εμπλοκή. Έτσι, μένουν μόνο η μουσική υπόκρουση των Nine Inch Nails και οι ρετρό αναφορές του Ares να δημιουργούν ευχάριστα διαλείμματα — πολύ σύντομα είναι η αλήθεια — σε ένα πολύχρωμο και πολύβουο σύμπαν.

Στα Βάθη του Χειμώνα (Dead of Winter)

Σκηνοθεσία: Μπράιαν Κερκ

Παίζουν: Έμα Τόμπσον, Τζούντι Γκριρ, Mαρκ Μεντσάκα, Λόρελ Μάρσντεν

Περίληψη: Μια γυναίκα, που ταξιδεύει μόνη της στη χιονισμένη βόρεια Μινεσότα, ανακαλύπτει τυχαία την απαγωγή μιας έφηβης. Ώρες μακριά από την πλησιέστερη πόλη και χωρίς τηλεφωνική υπηρεσία, συνειδητοποιεί ότι είναι η μόνη ελπίδα της νεαρής κοπέλας.

Η οσκαρική  Έμα Τόμπσον δοκιμάζει τις δυνάμεις της σε ένα παγωμένο action thriller κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες  του Μπράιαν Κερκ.

Η Μπαρμπ, μια χήρα ψαρά, ταξιδεύει μόνη της στο χιονισμένο τοπίο της βόρειας Μινεσότα για να σκορπίσει τις στάχτες του συζύγου της, Καρλ, σε μια απομακρυσμένη λίμνη, που ήταν το αγαπημένο τους σημείο. Ενώ βρίσκεται εκεί, διακόπτει κατά λάθος την απαγωγή μιας έφηβης κοπέλας, της Λία, από ένα παντρεμένο ζευγάρι. Αποκομμένη από κάθε επικοινωνία (χωρίς τηλέφωνο ή GPS), συνειδητοποιεί ότι είναι η μόνη ελπίδα της νεαρής κοπέλας.  Οπότε, αναγκάζεται να μεταμορφωθεί σε μια «action heroine», ξεκινώντας μια απροσδόκητη αποστολή διάσωσης.

Ο Κερκ (ένας από τους σκηνοθέτες του «Game of Thrones»), ακολουθώντας μια κλασική σκηνοθετική γραμμή και αξιοποιώντας στο έπακρο τα παγωμένα τοπία της Γερμανίας και της Φινλανδίας, όπου έγιναν τα γυρίσματα, φτιάχνει ένα καλοδομημένο θρίλερ, όπου πρωταγωνίστρια δεν είναι μια εκδικήτρια – τιμωρός, αλλά μια καθημερινή γυναίκα που απλώς νιώθει πως πρέπει να κάνει το σωστό. Η Μπαρμπ δεν είναι μια τυπική ηρωίδα περιπετειών· αντίθετα, επιστρατεύει τις γνώσεις της, τα γιατροσόφια που έχει μάθει από τις γιαγιάδες της και κυρίως την καλοσύνη της για να σώσει μια κοπέλα, απλώς επειδή οφείλει να το κάνει.

Η υπέροχη Έμα Τόμσον δοκιμάζεται σε ένα νέο είδος για εκείνη, χωρίς όμως να διεκδικεί δάφνες «power woman» και σίγουρα χωρίς να ακολουθεί τα χνάρια του Λίαμ Νίσον, που έχει γίνει ο βασιλιάς του «action». Αντίθετα, όπως συνηθίζει, φτιάχνει έναν ανθρώπινο χαρακτήρα, εξαιρετικά συγκινητικό μέσα στην απλότητά του. Η κόρη της, Γκάια Γουάιζ, την υποδύεται σε νεότερη ηλικία, στα flashbacks, που ολοκληρώνουν τον χαρακτήρα της Μπαρμπ, με τον Κερκ να αντιλαμβάνεται ότι το πιο δυνατό στοιχείο του σεναρίου, που δεν αποφεύγει τα πολλά κλισέ, είναι αυτή η δυναμική γυναίκα, φροντίζοντας να ακολουθεί τη δική της πορεία.

Roofman: Ένας Τίμιος Κλέφτης (Roofman)

Σκηνοθεσία: Ντέρεκ Σιανφράνς

Παίζουν: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Κίρστεν Ντανστ, Μπεν Μέντελσον, ΛαΚιθ Στάνφιλντ, Τζούνο Τέμπλ, Πίτερ Ντίνγκλατζ

Περίληψη: Η σχεδόν απίστευτη ιστορία ενός πρώην στρατιωτικού που στα τέλη της δεκαετίας του ’90 λήστεψε δεκάδες εστιατόρια McDonald’s, κατέληξε στη φυλακή, κατάφερε να αποδράσει και βρήκε κρησφύγετο σε ένα κατάστημα παιχνιδιών, συναντώντας εκεί τον έρωτα στο πρόσωπο μιας ανύπαντρης μητέρας δύο παιδιών.

Ο Ντέρεκ Σιανφράνς («Blue Valentine», «Στο Τέλος του Δρόμου») δοκιμάζεται στο είδος της ρομαντικής κωμωδίας, έχοντας ως πρωταγωνιστικό ζευγάρι τους Τσάνινγκ Τέιτουμ και Κίρστεν Ντανστ.

Στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του '90, ο Τζέφρι Μάντσεστερ, ένας πρώην στρατιωτικός, κατάφερε να ληστέψει περισσότερα από 40 εστιατόρια McDonald’s, διαφεύγοντας πάντα πηδώντας από στέγη σε στέγη - κερδίζοντας έτσι το παρατσούκλι «The Roofman». Συνελήφθη, κατέληξε στη φυλακή, κατάφερε να αποδράσει και βρήκε καταφύγιο σ' ένα κατάστημα παιχνιδιών, το Toys R U, κάπου στη μακρινή Σάρλοτ,το οποίο έκανε σπίτι και κρησφύγετό του. Με ένα ανθρωποκυνηγητό εναντίον του σε εξέλιξη, ο Τζέφρι κρύβεται ανάμεσα στα παιχνίδια, περιφέρεται στην πόλη, κερδίζοντας τη συμπάθεια των κατοίκων, ώσπου ερωτεύεται μία υπάλληλο του καταστήματος, μια ανύπαντρη μητέρα δυο παιδιών.

Ο Ντέρεκ Σιανφράνς, γοητευμένος από την ιστορία ενός ληστή που ξεχώρισε για την ευγένειά του, προσπαθεί να αναλύσει την πολυσύνθετη προσωπικότητα ενός ανθρώπου που επέλεξε την παρανομία, μάλλον για να ξεφύγει από τα προβλήματά του παρά για τα χρήματα. Ως δημιουργός, έχει την ικανότητα να αποτυπώνει αυθεντικά τις ανθρώπινες σχέσεις, όμως εδώ μετεωρίζεται ανάμεσα στο δραματικό πορτρέτο ενός αντιήρωα και στο κωμικό τέμπο μιας ρομαντικής κομεντί, χωρίς να βρίσκει έναν σαφή προσανατολισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δευτερεύοντες ρόλοι μένουν αναξιοποίητοι, λειτουργώντας απλώς ως δορυφόροι του κεντρικού χαρακτήρα.

Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ όμως δίνει μια απολαυστική ερμηνεία ως «Roofman», και η χημεία του με την Κίρστεν Ντανστ είναι τέτοια που φέρνει έναν αέρα παλιού Χόλιγουντ. Παράλληλα, οι λεπτομέρειες από την καθημερινότητα του Μάντσεστερ που κινηματογραφεί ο Σιανφράνς στο φιλμ προσδίδουν μια αίσθηση γλυκόπικρης μελαγχολίας.

Good Boy

Σκηνοθεσία: Μπεν Λέονμπεργκ

Παίζουν: Λάρι Φέσεντεν, Αριέλ Φρίντμαν, Σέιν Τζένσεν, Άνια Κράβτσεκ, Στίουαρτ Ρούντιν

Περίληψη: Ένας σκύλος, ο Ίντι, ξεκινά μια νέα περιπέτεια με τον ιδιοκτήτη του, εγκαταλείποντας την αστική ζωή για ένα άδειο οικογενειακό σπίτι στην εξοχή. Από την αρχή, δύο πράγματα είναι ξεκάθαρα: ότι ο Ίντι είναι επιφυλακτικός απέναντι στο ανατριχιαστικό παλιό σπίτι και θα πολεμήσει με κάθε τρόπο για να μην χάσει το αφεντικό του.

Μία από τις κινηματογραφικές εκπλήξεις της φετινής κινηματογραφικής σεζόν, ένα πρωτότυπο θρίλερ, που έχει δημιουργήσει buzz από την πρεμιέρα του στο φετινό Φεστιβάλ SXSW.

Ο Τοντ και ο αγαπημένος του σκύλος, ο Ίντι, ένα αξιαγάπητο Golden retriever, εγκαταλείπουν τη ζωή στην πόλη, μετακομίζοντας σε ένα παλιό οικογενειακό σπίτι στην εξοχή. Από την πρώτη στιγμή, η αφοσίωση του τετράποδου Ίντι είναι ακλόνητη, αλλά η ανησυχία του για το σπίτι γίνεται όλο και πιο έντονη. Σύντομα, αρχίζει να αντιλαμβάνεται όσα οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν: σκιές που κινούνται, μία αόρατη παρουσία που παραμονεύει, οράματα και εικόνες από το σκοτεινό τέλος του προηγούμενου ενοίκου, συγκριμένα του παππού του Τοντ, που είχε επίσης έναν σκύλο  ίδιας ράτσας με Ίντι. Όταν ο Τοντ αρχίζει να υποκύπτει στη διαβρωτική δύναμη που καταλαμβάνει το σπίτι, ο Ίντι θα κληθεί να παλέψει, προκειμένου να σώσει τον ιδιοκτήτη του.

Η κοινή πεποίθηση ότι τα ζώα διαθέτουν έκτη αίσθηση και μπορούν να αντιληφθούν όσα διαφεύγουν από τον ανθρώπινο νου είναι διαδεδομένη, και ιδιαίτερα στον σκηνοθέτη Μπεν Λέονμπεργκ, στον οποίο ανήκει και ο υπέροχος τετράποδος πρωταγωνιστής αυτού του ευρηματικού θρίλερ. Μετά από το «Presence» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, όπου παρακολουθήσαμε την ιστορία μέσα από την οπτική του φαντάσματος, εδώ η αφήγηση εστιάζει στο πώς το ζώο αντιλαμβάνεται τις μεταφυσικές παρουσίες ενός στοιχειωμένου σπιτιού και πώς στέκεται ακλόνητος σύντροφος στον άρρωστο ιδιοκτήτη του.

Ο Λέονμπεργκ αναδεικνύει μια ενδιαφέρουσα ιδέα, αποφεύγοντας να αποκαλύψει γρήγορα το πρόσωπο του ανθρώπου, επιμένοντας στα βλέμματα και τις αντιδράσεις του Ίντι, που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αδιόρατης απειλής, που παραμένει ισχυρή χωρίς τις ευκολίες του jump scares. Παρά το γεγονός ότι η ιδέα δεν εξελίσσεται πλήρως — ίσως θα λειτουργούσε καλύτερα ως μικρού μήκους — η αφοπλιστική παρουσία του Ίντι, που έχει χαρακτηριστεί ένας από τους πιο συγκινητικούς ηθοποιούς της εποχής μας, θα σας κάνει να δείτε με άλλο μάτι τους τετράποδους φίλους σας, όταν μένουν παγωμένοι κοιτώντας κάτι που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε.

Αγάπη Μόνο (Kjærlighet /Love)

Σκηνοθεσία: Ντάγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ

Παίζουν: Αντρέα Μπρέιν Χόβιγκ, Τάγιο Σιτταντέλα Γιάκομπσεν, Μάρτε Ενγκεμπρίγκτσεν, Τόμας Γκουλεστάντ, Λαρς Γιάκομπ Χολμ

Περίληψη: Με φόντο το καλοκαιρινό Όσλο, το οποίο ετοιμάζεται να γιορτάσει την εκατονταετηρίδα του, η Μαριάν συναντά τον Τορ στο νυχτερινό φέρι. Συζητώντας για την ερωτική τους ζωή, η απελευθερωμένη στάση του Τορ, ο οποίος συχνά αναζητά περιστασιακές σχέσεις με άντρες, εμπνέουν την Μαριάν να δοκιμάσει να γίνει πιο ανεξάρτητη.

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Όσλο ( «Sex / Dreams / Love»)  του βραβευμένου με Χρυσή Άρκτο Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ.

Η Μαριάν, μια πραγματίστρια γιατρός, και ο Τορ, ένας συμπονετικός νοσοκόμος, που εργάζονται στο ίδιο νοσοκομείο,  αποφεύγουν τις συμβατικές σχέσεις. Ένα βράδυ μετά από ένα ραντεβού στα τυφλά, η Μαριάν συναντά κατά τύχη τον Τορ σε ένα νυχτερινό φέρι μποτ. Εκείνος, που συχνά περνά τα βράδια του ψάχνοντας περιστασιακές σχέσεις με άνδρες, μοιράζεται μαζί της τις θετικές εμπειρίες του. Εκείνη, εμπνευσμένη από την οπτική του, επιχειρεί να δοκιμάσει αν οι αυθόρμητες σύντομες σχέσεις μπορεί να είναι μια καλή επιλογή. Την ίδια στιγμή, το φωτεινό Όσλο ετοιμάζεται να γιορτάσει την εκατονταετηρίδα του.

Πρόκειται, στην ουσία, για τη μεσαία ταινία της τριλογίας, που λειτουργεί και ως αυτόνομη, αλλά και την πιο ανθρώπινη, αφού εδώ ο Νορβηγός Χάουγκερουντ με αφορμή τις σεξουαλικές ανησυχίες και την ερωτική απελευθέρωση, μιλάει ουσιαστικά για τη σημασία της αγάπης και της ενσυναίσθησης.

Οι χαριτωμένοι ήρωές του αντιμετωπίζουν το ευκαιριακό σεξ ως μια αφορμή για σύνδεση, όπως με τον ίδιο τρόπο αναζητούν και το άλλο τους μισό, προσφέροντας μια αντικυνική προσέγγιση πάνω στο θέμα. Ο Χάουγκερουντ φτιάχνει μια ταινία διαλόγων, όπου η συζήτηση και η εκμυστήρευση είναι μια προσφορά προς τον διπλανό μας, που μπορεί να τον απελευθερώσει και να τον στηρίξει. Αυτές οι μικρές δωρεές αγάπης προς όλους κυριαρχούν σε όλα τα μικρά επεισόδια του φιλμ και ορίζουν τις διαδρομές των κεντρικών χαρακτήρων, που μέσα από τις διαφορές τους βρίσκουν τελικά έναν τρόπο να αγαπήσουν και να αγαπηθούν — ήρεμα και απλά, όπως το ζεστό καλοκαιρινό φως λούζει την πόλη του Όσλο.

Παίζονται ακόμα:

Νάτζι Αλ-Αλί: Στην αγκαλιά του Χαντάλα  (Naji Al-Ali: In the Embrace of Handala)

 Σκηνοθεσία: Φάικ Τζαράντα 

Περίληψη: Μια βαθιά ματιά στο πώς το εικαστικό σύμπαν του Νάτζι με επίκεντρο τον Χαντάλα έγινε φάρος αντίστασης και συλλογικής μνήμης.

Το πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ του Φάικ Τζαράντα παρουσιάζει τη ζωή και το έργο ενός από τους πιο εμβληματικούς Παλαιστίνιους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.

Ο Νάτζι Αλ-Αλί, γνωστός και ως «ο Παλαιστίνιος Malcolm X», έδωσε φωνή στους απλούς ανθρώπους της Παλαιστίνης, του αραβικού και του ευρύτερου κόσμου μέσα από τα σκίτσα του. Με πικρή ειρωνεία, σαρκασμό και βαθιά συγκίνηση, κατέγραψε τις αδικίες της Κατοχής, της προσφυγιάς και της καταπίεσης. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή, αφού τα σκίτσα του συνεχίζουν να εμπνέουν και να λειτουργούν ως σύμβολα αντίστασης, ελπίδας και ελευθερίας.

Το alter ego του Νάτζι, ο Χαντάλα, είναι ο Παλαιστίνιος πρόσφυγας που μένει για πάντα 10 ετών την ηλικία που ο δημιουργός του βίωσε την προσφυγιά- και στέκεται όρθιος, καθώς η Μέση Ανατολή βυθίζεται στους πολέμους. Γι΄αυτό έγινε σύμβολο αντίστασης και ταυτίστηκε με μια ολόκληρη γενιά στον αραβικό κόσμο. Παρότι ο Αλ-Αλί δολοφονήθηκε το 1987, ο Χαντάλα εξακολουθεί να κάνει εμφανίσεις μέχρι και σήμερα.

Γεννημένος το 1938 στο χωριό Αλ-Σατζάρα της Γαλιλαίας, ο Νάτζι Αλ-Αλί έζησε την εμπειρία της βίαιης εκδίωξης το 1948, κατά τη Νάκμπα, όταν η οικογένειά του κατέφυγε στον Λίβανο. Η παιδική αυτή εμπειρία τον σημάδεψε βαθιά και καθόρισε θεματικά το σύνολο του έργου του. Στη διάρκεια της ζωής του σχεδίασε περίπου 40.000 σκίτσα, τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν μέχρι σήμερα σύμβολα διαμαρτυρίας και αλήθειας. Δολοφονήθηκε στο Λονδίνο, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη.

Από το 1975 έως το 1987, τα σκίτσα του επικεντρώνονται στα δεινά των Παλαιστινίων προσφύγων. Σε όλα αυτά, ο Χαντάλα είναι παρών ως το ξυπόλητο παιδί με την πλάτη γυρισμένη — ένα σύμβολο που εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο.

Μέσα από την ταινία, ο θεατής ξεκινά ένα συγκινητικό ταξίδι που ξεδιπλώνει τη ζωή και την πορεία του Νάτζι Αλ-Αλί. Η αφήγηση συνδυάζει μαρτυρίες, αρχειακό υλικό, προσωπικές επιστολές και τα ίδια του τα σκίτσα, φωτίζοντας τις δυνάμεις που διαμόρφωσαν τη σκέψη και την τέχνη του.

Η ταινία περιλαμβάνει επίσης την παρουσία του ποιητή Σαμίχ Αλ-Κάσιμ, ο οποίος μιλά για τη ζωή και το έργο του Νάτζι, προσδίδοντας μια ποιητική ματιά στην αφήγηση. Ο θεατής θα συγκινηθεί από τις ανταλλαγές ιδεών, τις εσωτερικές συγκρούσεις στον αραβικό κόσμο και τις προσωπικές θυσίες, αποκτώντας μια βαθύτερη επίγνωση της δύναμης της τέχνης να διατηρεί ζωντανό το μήνυμα της αλήθειας και της αξιοπρέπειας.

Μαζί προβάλλεται το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Μάριου Ντάρμπυ «Το Ταξίδι του Θανάτου».

Κατοικίδια στο Express (Pets on a Train /Falcon Express)

Σκηνοθεσία: Μπενουά Νταφίς και Ζαν-Κριστιάν Τασί

Με τις φωνές των: (στα ελληνικά):  Φοίβου Ριμένα, Μαριλένας Χατζηνικολαϊδη, Νέστορα Κοψιδά, Κωνσταντίνου Ρεπάνη, Γιάννη Στεφόπουλου, Νίκου Παπαδόπουλου κ.ά

Περίληψη:  Αnimation περιπέτεια με πρωταγωνιστές μία παρέα κατοικίδιων, που παγιδεύτηκαν σ' ένα τρένο.

Μεταγλωττισμένη στα ελληνικά για τους μικρούς σινεφίλ, αυτή η animation περιπέτεια υπόσχεται χιούμορ, ένταση και ανατροπές!

Μια ξέφρενη περιπέτεια ξεκινά, όταν μια παρέα αξιαγάπητων κατοικίδιων παγιδεύεται σε ένα τρένο που τρέχει ασταμάτητα! Ο Χανς, ένας πανέξυπνος αλλά εκδικητικός ασβός, έχει καταστρώσει το τέλειο σχέδιο για να πάρει το αίμα του πίσω. Όμως τα ζώα δεν είναι μόνα τους: στο πλευρό τους βρίσκεται ο Φάλκον, το πιο ευρηματικό ρακούν της παρέας, που με χιούμορ, θάρρος και εφευρετικότητα είναι έτοιμος να τα οδηγήσει μια απίθανη αποστολή διάσωσης.

Επαναπροβολή:

Βαμπίρ (Vampyr)

Σκηνοθεσία: Καρλ Ντράγιερ

Παίζουν: Τζούλιαν Γουέστ, Μορίς Σουτζ, Ρένα Μάντελ

Περίληψη: Ένας ταξιδιώτης καταφτάνει στο πανδοχείο ενός μικρού χωριού, όπου γίνεται μάρτυρας της επίθεσης ενός βαμπίρ σε μια όμορφη νεαρή γυναίκα.

Mια από τις πρώτες ταινίες που ασχολήθηκαν με τη βαμπιρική μυθολογία δια χειρός Καρλ Ντράγιερ.

Ο Άλαν Γκρέι, ένας νεαρός μελετητής του αποκρυφισμού, ταξιδεύει σε ένα απομονωμένο χωριό. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με παράξενες και ανησυχητικές εκδηλώσεις του υπερφυσικού: σκιές που κινούνται ανεξάρτητα από τα σώματα, φευγαλέες μορφές και μια σκοτεινή παρουσία που στοιχειώνει τους κατοίκους. Σύντομα, ανακαλύπτει ότι η περιοχή μαστίζεται από μια αρχαία κατάρα: ένας βρικόλακας τρέφεται από την ψυχή και το αίμα των ανθρώπων, με κύρια θύματα δύο νεαρές γυναίκες. Ο Γκρέι παγιδεύεται σε έναν εφιαλτικό κόσμο ονείρου και πραγματικότητας, όπου το όριο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο θολώνει.

Πρόκειται για την πιο παράξενη και, αισθητικά, από τις πιο εξεζητημένες ταινίες του μεγάλου Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ. Ο χειρισμός του μύθου του βαμπίρ μέσα από όρους σεξουαλικότητας και ερωτισμού, η ιδιαίτερη ονειρική ατμόσφαιρα, καθώς και μια σειρά από απόκοσμες, μαγευτικές σκηνές, συνθέτουν μία από τις σπουδαιότερες δημιουργίες του ευρωπαϊκού σινεμά της δεκαετίας του ’30.

Το «Vampyr» αποτελεί μία από τις πιο ιδιότυπες και αινιγματικές ταινίες τρόμου στην Ιστορία του κινηματογράφου. Δεν πρόκειται για φιλμ που βασίζεται στη λογική αφήγηση, αλλά για μια εμπειρία που μοιάζει με όνειρο: χώροι που δεν έχουν σαφή γεωμετρική συνέχεια, δωμάτια που μοιάζουν να οδηγούν στο κενό, διάδρομοι που χάνονται σε σκοτεινές γωνιές συνθέτουν  ένα αλλόκοτο σκηνικό. Οι ήρωες δεν κινούνται σε έναν ρεαλιστικό κόσμο, αλλά σε ένα τοπίο που αμφισβητεί τις βεβαιότητες της καθημερινής εμπειρίας.

Αν και τυπικά πρόκειται για ταινία με ήχο, το «Vampyr» διατηρεί πολλές τεχνικές του βωβού σινεμά. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι, η αφήγηση στηρίζεται κυρίως στην εικόνα, ενώ χρησιμοποιούνται και μεσοτίτλοι. Ακόμη και οι σκηνές με ομιλία αποδίδονται με τρόπο, που θυμίζει την ασυμβατότητα της πρώιμης ηχητικής τεχνολογίας, ενισχύοντας την αίσθηση του ανοίκειου.

Κατά την πρώτη του προβολή, το «Vampyr» αποδοκιμάστηκε: το κοινό το θεώρησε ακατανόητο, υπερβολικά αφηρημένο και δύσκολο. Με το πέρασμα των δεκαετιών, όμως, αναγνωρίστηκε ως αριστούργημα κινηματογραφικής ποίησης. Δεν στοχεύει να τρομάξει με άμεσα εφέ, αλλά να δημιουργήσει μια βαθύτερη ανησυχία που παραμένει μετά από την προβολή.