This That Keeps On: Είδαμε τη συγκλονιστική παράσταση - αναδρομή του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο Ηρώδειο
55 λεπτά, 30 χορευτές, 1 Ηρώδειο να σείεται από το χειροκρότημα: Ο Δημήτρης Παπαιωάννου έφτιαξε μια παράσταση-κόσμημα που όσοι βρεθήκαμε εμπρός της θα κουβαλάμε για καιρό.
Λίγες μόλις μέρες πριν το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού κλείσει τις πύλες του για τρία- τουλάχιστον -χρόνια, το σύμπαν του κορυφαίου Έλληνα χορογράφου το κατέκλυσε. Και με τι τρόπο! Με νερό να αποκαλύπτεται κάτω από το έδαφος, με υπερμεγέθη μαύρα στρώματα να κατρακυλούν, με αλλόκοτες μορφές να σε παρασύρουν στον ρυθμό τους.
Tο THIS THAT KEEPS ON -a personal archaeology του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ήταν μια παράσταση-ανασκαφή στη δική του μνήμη και στις προσωπικές του εικόνες. Και την παρακολουθήσαμε απνευστί.
Με πορεία που φτάνει τις τέσσερις δεκαετίες, ο Παπαϊωάννου του «Δύο», της «Μήδειας», του «Μέσα», του «Πουθενά», αλλά και της μνημειώδους τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, έχει αφήσει το στίγμα του στη σύγχρονη σκηνική δημιουργία.
Σηματοδοτώντας την έναρξη των εορτασμών για τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την ίδρυσή του και ξεκινώντας το ταξίδι της «Μεταμόρφωσής» του, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης διοργάνωσε αυτή μοναδική fundraising εκδήλωση, τα έσοδα της οποίας θa διατεθούν αποκλειστικά για τη δημιουργία του νέου Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Το Μουσείο Κυκλαδικής καινοτομεί προτείνοντας μια ιστορικής σημασίας καλλιτεχνική συνεργασία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για τη δημιουργία μιας εμβληματικής παραγωγής, μιας παραγωγής- σταθμό στην πορεία του μεγάλου δημιουργού.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, το Μουσείο δημιούργησε και μια συλλεκτική έκδοση 176 σελίδων με φωτογραφικό υλικό και κείμενα για την παράσταση και την πρωτοκυκλαδική τέχνη, αλλά και μια σπάνια συζήτηση με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για τη σχέση του με τις Κυκλάδες και τον Κυκλαδικό Πολιτισμό.
Τι είδαμε στην παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο Ηρώδειο
Το πάτωμα σπάει. Οι σανίδες του πετάγονται μακριά. Από αυτή την ανασκαφή γεννιούνται πλάσματα μυθικά, που είναι μισά άνδρας- μισά γυναίκα.

Προχωρούν μπροστά- ή μήπως προς τα πίσω; -με χάρη απαράμιλλη. Χίμαιρες, όντα της φαντασίας περιδιαβαίνουν τη σκηνή του αρχαίου θεάτρου, σαν να ήταν πάντα εκεί.

Οι εικόνες που εκτυλλίσσονται είναι καταιγιστικές. Τα tableaux vivants εναλλάσσονται το ένα το άλλο, χωρίς τελειωμό. Το γυμνό σώμα στο επίκεντρο, ως το αυτονόητο.

Η Breanna O’Mara και ο Lucasz Przytarski, λαμπεροί επικεφαλής μιας ομάδας 30 χορευτών -με τους χαρισματικούς Έκτορα Λιάτσο, Χρήστο Στρινόπουλο και Μαρία Βούρου να αφήνουν επίσης το στίγμα τους -δίνουν σάρκα και οστά στο όραμα του Παπαϊωάννου.
Που άλλοτε μοιάζει σαν όνειρο, άλλοτε σαν καρτ ποστάλ. Από τα δικά του καλοκαίρια στην Ανάφη που αγαπά και τις ξερολιθιές του ελληνικού τόπου ως την σημειολογία που έχει δημιουργήσει ο ίδιος επί σκηνής μέσα στις τέσσερις αυτές δεκαετίες δράσης.

Η αναβίωση εμβληματικών σκηνών, όπως εκείνης από το «Πουθενά», αφιερωμένη στην Pina Bausch, ενσαρκώνουν με σπάνια έκφραση ευαλωτότητας την έννοια της γυμνής ύπαρξης ή το Song of ’99, από την «Ανθρώπινη δίψα» -«Αχ, αυτό το έχω ξαναδεί, σε άλλη παραστασή του!», ψιθυρίζει στη φίλη της ενθουσιασμένη η κυρία που κάθεται πίσω μου -που βρήκε νέα ζωή, ανέδειξαν τη δύναμη της κίνησης να διασχίζει τον χρόνο και να γεννιέται ξανά.

Λίγo πριν την πρεμιέρα, ο ίδιος έγραφε στο Instagram: «Μία από τις πιο αγαπημένες μου σκηνές αναβιώνει στο This That Keeps On -η κεντρική σκηνή του Πουθενά, αφιερωμένη στη μνήμη της Pina Bausch. Ήταν το πρώτο μου viral βίντεο όταν το δημοσίευσα στο διαδίκτυο και είναι επίσης το πιο απροκάλυπτα αντιγραμμένο έργο μου από συναδέλφους σε όλο τον κόσμο, χωρίς ποτέ να αναφέρουν τον δημιουργό -αλλά, φυσικά, ποτέ με σιωπή και ποτέ με γυμνότητα! Εδώ, με έναν ολοκαίνουργιο θίασο, και με την ανακάλυψη της Μαρίας Βούρου στην ισχυρή, γυμνή ομορφιά της».
Η προσωπική αρχαιολογία του Δημήτρη Παπαϊωάννου έκανε ένα σπάνιο νεύμα στα ευρήματα που έχει φέρει στο φως η αληθινή αρχαιολογική σκαπάνη και βρίσκονται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης -η λιτότητα και η διαχρονία της κυκλαδικής τέχνης βρήκαν το σύγχρονο ανάλογό τους στη σκηνική γλώσσα του Παπαϊωάννου.
Ο ρυθμός της παράστασης, πότε τελετουργικά αργός, πότε εκρηκτικός, συνόδευε τη σωματικότητα με μαθηματική ακρίβεια, ενώ η χορογραφική εικονοποιία απλωνόταν σαν γλυπτική εγκατάσταση σε κίνηση. Κάθε μορφή φθαρτή και προσωρινή, κάθε σώμα ισχυρό και ταυτόχρονα εκτεθειμένο.

Στη μουσική της παράστασης -από ορχηστρική, ως άριες, ηχητικές συνθέσεις και τους ήχους από μικρές σιδερένες μπάλες που πέφτουν αργά από τη σκηνή -που επιμελήθηκε ο Στέφανος Δρουσιώτης και συνέθεσε ο Γιώργος Πούλιος, θα προσθέσω και λίγες νότες από μια μελωδία του Ludovico Einaudi: Αυτές κατάφεραν και «τρύπωσαν» στο αρχαίο θέατρο από το πιάνο που απολαμβάνουν οι περαστικοί κάθε βράδυ στον πεζόδρομο, λίγα μέτρα πιο πέρα.
Το ίδιο μονοπάτι φαίνεται πως βρήκε και το σεληνόφως, που ήρθε, σχεδόν με τρόπο μαγικό, από τα αριστερά της σκηνής και την έλουσε, μόλις είχε σβήσει η λάμπα, και η παράσταση είχε φθάσει στο τέλος της.