Νέες ταινίες: Η Τζένιφερ Λόρενς στο δρόμο για τα Όσκαρ και ο Μπισμπίκης στο πορτρέτο του σύγχρονου μεσοαστού
Αυτή την εβδομάδα, η Τζένιφερ Λόρενς και ο Ρόμπερτ Πάτινσον πρωταγωνιστούν σε μια καταστροφική ιστορία αγάπης, ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει με μια «Σπασμένη Φλέβα», ένα μεταθανάτιο ερωτικό τρίγωνο προσπαθεί να μας πείσει πως η Κόλαση και ο Παράδεισος δεν διαφέρουν και πολύ, ενώ τρομαχτικοί θρύλοι ζωντανεύουν στο «Δάκρυ του Διαβόλου».
Πέθανε Αγάπη Μου (Die My Love)
Παίζουν: Τζένιφερ Λόρενς, Ρόμπερτ Πάτινσον, Νικ Νόλτε, Σίσι Σπέισεκ, ΛαΚίθ Στάνφιλντ
Περίληψη: Μια μάνα προσπαθεί πάση θυσία να προστατέψει την πνευματική διαύγειά της, απόπειρα που γίνεται όλο και πιο δύσκολη από τις επίμονες ψυχώσεις της.
Η βραβευμένη με BAFTA Λιν Ράμσεϊ,(«Ας μιλήσουμε για τον Κέβιν», «You Were Never Really Here»), με τον Μάρτιν Σκορσέζε στην παραγωγή, επιστρέφει με μια σκοτεινά χιουμοριστική ταινία, που εξερευνά τις περίπλοκες δυναμικές των σχέσεων.
Η Γκρέις και ο Τζάκσον είναι ένα νεαρό, ερωτευμένο ζευγάρι. Εκείνη συγγραφέας, που ελπίζει ότι μετά από τη γέννηση του μωρού τους θα βρει χρόνο για το βιβλίο της, εκείνος μουσικός, που κληρονομεί από έναν αυτόχειρα θείο του ένα σπίτι στην Μοντάνα, όπου αποφασίζουν να μετακομίσουν. Στην απομόνωση της εξοχής, η Γκρέις προσπαθεί να βρει τον εαυτό της, αντιμέτωπη με την αδιαφορία του άπιστου συζύγου της, έναν σκύλο που απέκτησαν παρά τη θέλησή της και τις συνεχείς επισκέψεις της παρεμβατικής πεθεράς της. Σταδιακά, όμως βυθίζεται στην ψύχωση και σε εμμονές.
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Αριάνα Χάρβιτς και με τη συνδρομή του θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Έντα Γουόλς, η Ράμσεϊ μεταφέρει τη δράση από το Παρίσι στον αμερικανικό Νότο, δημιουργώντας ένα ατμοσφαιρικό πορτρέτο ψυχικής κατάρρευσης, μέσα από τα μάτια της Γκρέις. Ο ρεαλισμός ενός αποξενωμένου γάμου συνυπάρχει με τις παρακρούσεις μιας γυναίκας σε επιλόχειο κατάθλιψη, που βιώνει με επώδυνο τρόπο τη μητρότητα και τη ματαίωση των ονείρων της σε ένα ψυχρό σπίτι, το οποίο μετατρέπεται σε προσωπικό της εφιάλτη.
Η Ράμσεϊ επιχειρεί να χαράξει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, βάζοντάς μας μέσα στο μυαλό της Γκρέις, χωρίς όμως να εμβαθύνει πλήρως στους λόγους που την οδηγούν στην παράνοια. Το γεγονός ότι η καλλιτεχνική πλευρά των ηρώων μόνο αναφέρεται, χωρίς να αποτυπώνεται ποτέ στην οθόνη, δημιουργεί ένα αίσθημα κενού που βαραίνει τόσο την Γκρέις, όσο και τον Τζάκσον. Εστιάζοντας όμως κατά κύριο λόγο στην παράκρουση της Γκρέις, η Ράμσεϊ αφήνει σε δεύτερο πλάνο μια ουσιαστική κριτική της οικογένειας ως δομής, που λειτουργεί σαν επικίνδυνος ιστός αράχνης. Γι’ αυτό παρά τις δυνατές στιγμές, η ταινία δυσκολεύεται να κρατήσει έως το τέλος το ενδιαφέρον του θεατή.
Η Τζένιφερ Λόρενς, που θεωρείται φαβορί για το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, επιδίδεται με ένταση σε ένα μακράς διαρκείας ντελίριο αυτοκαταστροφής, χωρίς όμως να έχει πατήματα να αναπτύξει πλήρως τον χαρακτήρα της, ενώ ο πάντα γοητευτικός Ρόμπερτ Πάτινσον χρησιμοποιείται από το σενάριο ως δορυφόρος της, όπως και οι εκπληκτικοί Σίσσυ Σπέϊσεκ και Νικ Νόλτε.
Σπασμένη Φλέβα
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Παίζουν: Βασίλης Μπισμπίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέττυ Αρβανίτη, Στάθης Σταμουλακάτος, Σοφία Κουνιά, Γιάννης Νιάρρος, Γιάννης Αναστασάκης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κλέλια Ρένεση, Αναστασία Χατζηαθανασίου, Δημήτρης Καπετανάκος, Μαρία Καλλιμάνη
Περίληψη: Ένας μεσήλικας επιχειρηματίας πνίγεται στα χρέη και στις επιπολαιότητές του. Όταν η κόντρα του με τον τοκογλύφο της περιοχής πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις, και με τον χρόνο για να σώσει το οικογενειακό του σπίτι να τελειώνει, ωθείται στα άκρα.
Πέντε χρονιά μετά από την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει με την έκτη του ταινία, συνυπογράφοντας το σενάριο του Βαγγέλη Μουρίκη.
Ο Θωμάς Αλέξοπουλος είναι ένας κλασικός νεόπλουτος έμπορος ειδών υγιεινής των Νοτίων Προαστίων, του οποίου η μεγαλομανία τον έχει οδηγήσει σε μια σειρά από δυσβάσταχτα χρέη. Για να διατηρήσει την εικόνα του, δανείζεται από έναν τοκογλύφο της περιοχής και βάζει υποθήκη το σπίτι του, εν αγνοία της γυναίκας του. Όταν όμως ο δανειστής του απαιτεί πίσω τα λεφτά του, ο Θωμάς έρχεται αντιμέτωπος με τον χρόνο. Αμοράλ και ταυτόχρονα survivor, καταφεύγει σε κάθε κόλπο για να γλιτώσει: προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ηλικιωμένη ερωμένη του που τον χρηματοδοτεί, να κοροϊδέψει γνωστούς και φίλους, ακόμα και να σκεφτεί προς στιγμή να τα βροντήξει όλα και να φύγει, μέχρι που η «μοίρα», ή μάλλον ο χαρακτήρας του – όπως μας υπενθυμίζει η ρήση του Ηράκλειτου στους τίτλους έναρξης – του παίζει ένα σκληρό παιχνίδι.
Ο Γιάννης Οικονομίδης, ο άνθρωπος που δημιούργησε ίσως την πιο συμπαγή φόρμα στον νέο ελληνικό κινηματογράφο, αφήνει αυτή τη φορά τους μικροαστούς και στρέφεται στη μεσαία αστική τάξη, που έβγαλε λεφτά, χρεοκόπησε και προσπαθεί να ορθοποδήσει κακήν κακώς, διαπράττοντας τη μία ύβρη μετά την άλλη. Ο Αλέξοπουλος, ένα μεγάλο παιδί χωρίς αρχές και αξίες, είναι η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, που, πελαγωμένη από τα ίδια της τα λάθη, προσπαθεί να ξεφύγει από τους τυράννους της. Ο τέλειος οικογενειάρχης που γίνεται ζιγκολό ή καψούρης κατά περίπτωση, ο ανεύθυνος πατέρας που αγνοεί τα παιδιά του, ο λαμπερός επιχειρηματίας που πίσω από μια καλογυαλισμένη βιτρίνα κρύβει βρώμικα μυστικά, μετατρέπεται συνεχώς σε αυτό το πολιτικό θρίλερ από θύμα σε θύτη και τούμπαλιν, με τον Οικονομίδη να υπογράφει μια σύγχρονη τραγωδία, εγκαταλείποντας τους βερμπαλισμούς, όχι όμως και το βιτριολικό του χιούμορ.
Αντίθετα, οι λεκτικοί διαξιφισμοί και τα «καντήλια» δίνουν τη θέση τους σε εκκωφαντικές σιωπές, και η σωματική βία αντικαθίσταται από μια αποπνιχτική ατμόσφαιρα, που γίνεται αγχόνη στον λαιμό των ηρώων και τους οδηγεί σε ένα απροσδόκητο φινάλε, το οποίο, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, κλείνει ψυχρά αυτή τη ζοφερή αλληγορία.
Σε αυτό το σκοτεινό σύμπαν, όλοι φέρουν ευθύνες για όσα συμβαίνουν, με τον ίδιο τον Αλέξοπουλο – που τον υποδύεται με εξαιρετική λιτότητα ο Βασίλης Μπισμπίκης – να κουβαλά τις δικές του αμαρτίες, αλλά και μιας κοινωνίας που αποθεώνει την υποκρισία, μέχρι τελικής πτώσεως. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη γενναία ερμηνεία της Μπέττυς Αρβανίτη, που αντιμετωπίζει τον ρόλο της ηλικιωμένης» χορηγού», δίνοντας βάθος σε έναν αμφιλεγόμενο χαρακτήρα, ερμηνεύοντας τη λαχτάρα ενός ανθρώπου να ζήσει μια ψευδαίσθηση, ακόμα κι αν χρειαστεί να την πληρώσει ακριβά.
Για Πάντα; (Eternity)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φράιν
Παίζουν: Μάιλς Τέλερ, Ελίζαμπεθ Όλσεν, Κάλουμ Τέρνερ, Ντα'βάιν Τζόι Ράντλοφ, Τζον Έρλι
Περίληψη: Σε μια μετά θάνατον ζωή, μια γυναίκα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δύσκολη επιλογή ανάμεσα στον άντρα με τον οποίο πέρασε τη ζωή της και τον πρώτο της έρωτα, ο οποίος πέθανε νέος και την περίμενε δεκαετίες να φτάσει εκεί.
Μια… μεταθανάτια ρομαντική κομεντί με τους Μάιλς Τέλερ, Ελίζαμπεθ Όλσεν και Κάλουμ Τέρνερ.
Ο Λάρι και η Τζόαν, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έχει περάσει μια ζωή μαζί, χωρίζεται ξαφνικά, όταν εκείνος στραβοκαταπιεί ένα μπισκότο και βρεθεί στον άλλο κόσμο. Η ψυχή του, που αποκτά πλέον μια νεανική εμφάνιση, οδηγείται σε ένα μεταθανάτιο ψυχαγωγικό κέντρο – κάτι σαν ξενοδοχείο – όπου πρέπει να περιμένει την αγαπημένη του σύζυγο, αφού με εκείνη θέλει να περάσει την αιωνιότητα.
Όταν όμως η Τζόαν καταφτάνει στο Επέκεινα, τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς εκεί την περιμένει και ο πρώτος της σύζυγος, ο Λιουκ, ένας στρατιώτης που πέθανε νέος στον πόλεμο της Κορέας και επί δεκαετίες προσμένει να την ξανασυναντήσει. Οι τρεις τους, νέοι πια, θα περιπλανηθούν σε ένα μαγικό τοπίο με αναφορές στη δεκαετία του ’70, ζώντας μια σειρά από ρομαντικές περιπέτειες και ανατροπές.
Η ιδέα του Ιρλανδού Ντέιβιντ Φράιν («Dating Amber») θα μπορούσε να ανήκει στον Ερνστ Λιούμπιτς ή ακόμα και τον Ευθύμη Φιλίππου, αφού ο χώρος αναμονής των ψυχών πριν οδηγηθούν στο «για πάντα» θυμίζει κάτι από παλιές χολιγουντιανές επιτυχίες, αλλά και τον λανθιμικό «Αστακό». Μόνο που ο Φράιν, υπακούοντας στους νόμους της αγοράς, δίνει προβάδισμα στο στοιχείο της κομεντί, παρά στο ουσιαστικό δίλημμα της Τζόαν, που καλείται να διαλέξει ανάμεσα στη συνήθεια της αγάπης και στην ταραχή του έρωτα. Γι’ αυτό άλλωστε επιλέγει οι ήρωές του να επιστρέφουν στη νεότητά τους, γιατί μάλλον φοβήθηκε πως οι αμφιταλαντεύσεις μιας μεγαλύτερης γυναίκας δεν θα άρεσαν και τόσο στο κοινό.
Όμως αυτή η συντηρητική επιλογή τον οδηγεί σε μια σειρά από χιλιοειπωμένα κλισέ, τα οποία αντισταθμίζουν μερικές χαριτωμένες πινελιές και η λάμψη των βασικών πρωταγωνιστών του, χωρίς όμως ο ίδιος να καταφέρνει να ξεπεράσει τα όρια μιας feel-good κομεντί που δίνει προβάδισμα στο ρομαντικό στοιχείο, παρά σε υπαρξιακές αναζητήσεις.
Το Δάκρυ του Διαβόλου (The Devil's Teardrop)
Σκηνοθεσία: Γκονζάλο Οτέρο
Παίζουν: Σίντνεϊ Αμανουέλ, Μία Ρόουζ Καβένσκι, Ερμελίντα Λουχάν
Περίληψη: Μια ομάδα νεαρών κινηματογραφιστών ταξιδεύει σε ένα απομονωμένο δάσος στο Περού, για να γυρίσει ένα οικολογικό ντοκιμαντέρ, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των ντόπιων για την απειλή μιας αρχαίας και επικίνδυνης οντότητας.
Found footage horror με οικολογικό πρόσημο, γυρισμένο στις Άνδεις.
Η Σάρα, μια νεαρή Αμερικανίδα, πείθει τους τρεις φίλους της – τον Αίζακ, την Τζάκι και τον Οράσιο – να τη βοηθήσουν στην ολοκλήρωση του τολμηρού οικολογικού της ντοκιμαντέρ. Το ταξίδι τους τους οδηγεί βαθιά στον σκοτεινό κόσμο της παράνομης εξόρυξης σε ένα αινιγματικό περουβιανό δάσος. Με την άφιξή τους, οι ντόπιοι τους προειδοποιούν να μην πλησιάσουν το δάσος ή την κωμόπολη της εξόρυξης, επικαλούμενοι την παρουσία του Σουπάι – μιας αρχαίας οντότητας της ανδεανής μυθολογίας, που έχει τη δύναμη να παίρνει διάφορες μορφές και να παραμένει αόρατη στους εισβολείς. Ο Σουπάι άλλωστε, όπως λένε, έχει διεκδικήσει την περιοχή και έχει εξοντώσει τους μεταλλωρύχους που μάτωναν τη γη.
Απορρίπτοντας αυτές τις προειδοποιήσεις ως κόλπα για να αποκρύψουν τις παράνομες δραστηριότητες, η ομάδα παραβιάζει επιδεικτικά την απαγόρευση και εισχωρεί στην περιοχή. Ωστόσο, σύντομα συνειδητοποιεί ότι οι παγωμένοι μύθοι κρύβουν τρομακτικές αλήθειες.
Ο Γκονζάλο Οτέρο, ο οποίος προέρχεται από το animation, στο αγγλόφωνο ντεμπούτο του επιλέγει τη λογική του found footage, που μπορεί να είχε εντυπωσιάσει το κοινό του 1999 – όταν πρωτοπαίχτηκε το «Blair Witch Project» – σήμερα όμως μοιάζει έως και παρωχημένο, αφού πλέον όλοι έχουμε μια κάμερα στο κινητό μας και λίγο έως πολύ καταγράφουμε μικρές ή μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας.
Κάτω λοιπόν από αυτή την επίφαση ψευδορεαλισμού, ο Οτέρο προσπαθεί μάταια να ζωντανέψει αρχαίους θρύλους, χωρίς να καταφέρνει να διατηρήσει το σασπένς, οπότε κανείς δεν πρόκειται να ανατριχιάσει από φόβο. Η δε αναληθοφανής ανατροπή στο φινάλε είναι τόσο αφελής, που ακόμα και οι φαν του είδους θα δυσκολευτούν να την αποδεχτούν.
Παίζεται ακόμα
Zωούπολη 2 (Zootopia 2)
Σκηνοθεσία: Τζάρεντ Μπους και Μπάιρον Χάουαρντ
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Ιωάννας Μιχαλά, Φοίβου Ριμένα ,Παναγιώτη Αποστολόπουλου,Τάνιας Παλαιολόγου, Γιάννη Τσούτσια, Κώστα Δαρλάση κ.α
Περίληψη: Οι ντετέκτιβ Χοπς και Γουάιλντ βρίσκονται στα ίχνη ενός μυστηριώδους ερπετού, που φτάνει στη Ζωούπολη και φέρνει τα πάνω κάτω. Για να λύσουν την υπόθεση, η Τζούντι και ο Νικ πρέπει να πάνε μυστικά σε απροσδόκητα μέρη της πόλης.
Επιστροφή στην περιπετειώδη μητρόπολη των ζώων με το sequel του επιτυχημένου animation, που κυκλοφορεί και πάλι με ελληνική μεταγλώττιση.
Οι νεοσύλλεκτοι αστυνομικοί Τζούντι Χοπς και Νικ Γουάιλντ προσπαθούν να λειτουργήσουν αρμονικά ως συνεργάτες, παρά τις αρχικές δυσκολίες. Καθώς το δίδυμο ανακαλύπτει τις δυνάμεις και τις διαφορές του ως ομάδα, παρασύρεται σε ένα μυστήριο γύρω από την πιο γνωστή οικογένεια της Ζωούπολης, τους Λύγκες, αλλά και την άφιξη του Γκάρι ντε Φίδη, του πρώτου φιδιού που έχει εμφανιστεί στη Ζωούπολη εδώ και έναν αιώνα, το οποίο επιχειρεί να κλέψει ένα πολύτιμο κειμήλιο: το βιβλίο που αποκαλύπτει την αληθινή καταγωγή της μητρόπολης των ζωών. Όταν η Τζούντι και ο Νικ διεισδύουν στο πιο λαμπερό πάρτι της πόλης, αρχίζουν να ξετυλίγουν το μεγαλύτερο μυστικό της και καταλήγουν να γίνουν φυγάδες στα πιο παράξενα μέρη της Ζωούπολης.
Η τοποθεσία και η διεύθυνση του διαμερίσματος του Νικ στην ταινία «Ζωούπολη 2» κρύβουν μικρές αναφορές για τους φανατικούς της Disney, καθώς ο αριθμός 23 στην πόρτα παραπέμπει στο 1923, τη χρονιά ίδρυσης της Walt Disney Company. Επίσης, το τηγάνι με το οποίο ο Νικ χτυπά τον Γκάρι ντε Φίδη στο γκαλά είναι το ίδιο τηγάνι που χρησιμοποίησε η Ραπουνζέλ στην ταινία «Μαλλιά Κουβάρια» και στην ταινία «Μια Φορά σε Ένα Στούντιο».
Για τη σκηνή καταδίωξης μέσα στους σωλήνες νερού με τον Γκάρι ντε Φίδη, την Τζούντι και τον Νικ, δεν υπήρχε καμία υπάρχουσα τεχνική αναφορά ή τεχνολογία προσομοίωσης, γι’ αυτό η ομάδα κινηματογράφησης δημιούργησε τη δική της. Κατασκεύασαν σωλήνες, τους γέμισαν με νερό και δοκίμασαν λήψεις με πραγματική κάμερα μέσα σε αυτούς. Παράλληλα, αναπτύχθηκε νέα τεχνολογία προσομοίωσης, ώστε το φως να διαπερνά το γυαλί και το νερό με ρεαλιστικό τρόπο.
Η πρώτη ταινία «Ζωούπολη» κυκλοφόρησε το 2016 και έγινε παγκόσμιο φαινόμενο, με εισπράξεις άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, ενώ κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων.