Στέλλα Κάλτσου: Η Ελληνίδα που φωτίζει τις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου μιλά στην ΒΟVARY | 0 bovary.gr
Στέλλα Κάλτσου: Η Ελληνίδα που φωτίζει τις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου μιλά στην ΒΟVARY | 0 bovary.gr
30|10|2016 13:47
SHARE
ΣΤΕΛΛΑ ΚΑΛΤΣΟΥ

Στέλλα Κάλτσου: Η Ελληνίδα που φωτίζει τις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου μιλά στην ΒΟVARY


H Στέλλα Κάλτσου είναι ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα άλλα.

Κάνει μια δουλειά που θεωρούταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια αποκλειστικά «ανδρική»: είναι σχεδιάστρια φωτισμών στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Η Στέλλα όμως, μαζί με μια νέα γενιά δυναμικών φωτιστριών, απέδειξε ότι και οι γυναίκες μπορούν να κάνουν μαγικά. Η ίδια έχει λάβει διακρίσεις, ενώ έχει πολλές σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μας αποκαλύπτει τα μυστικά της δουλειάς της και μας αφηγείται στιγμές της καριέρας της που θα της μείνουν αξέχαστες.

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το θεατρικό φωτισμό;

Σπούδαζα σκηνογραφία στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχαν και μαθήματα φωτισμού, τα οποίο αποφάσισα να παρακολουθήσω. Όταν άναψε ο πρώτος προβολέας και είδα τι μπορείς να κάνεις με το φως, ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι θέλω να ασχοληθώ με αυτό. Από τότε περνούσα πάρα πολλές ώρες στη σχολή και πειραματιζόμουν με τα φώτα. Το φως είναι μαγικό, είναι ζωή.

Τι σημαίνει φωτίζω μια παράσταση;

Φωτίζω σημαίνει προκαλώ συναισθήματα, δημιουργώ χώρο, μεταμορφώνω. Οι φωτισμοί σε μια παράσταση έρχονται να δώσουν υπόσταση στον κόσμο που δημιουργεί πάνω στη σκηνή ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς. Αυτό που με ενδιαφέρει σε κάθε παράσταση είναι να αφηγηθώ μια ιστορία μέσα από το φως.

Πώς μπορούμε μπορεί κάποιος να γίνει φωτιστής θεάτρου στην Ελλάδα;

Το πρώτο βήμα είναι οι σπουδές, όχι μόνο πάνω στο φωτισμό αλλά και στο θέατρο. Βέβαια, το πραγματικό σχολείο αρχίζει όταν μπαίνεις στο θέατρο και μέσα σε μια άδεια σκηνή σε περιμένουν τα φώτα.

Κινείσαι σε έναν χώρο ανδροκρατούμενο. Πώς επιβιώνει μια γυναίκα σε αυτό;

Πράγματι, ο σχεδιασμός φωτισμών παραμένει ακόμα ένας χώρος ανδροκρατούμενος, αλλά δεν σημαίνει ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα σε αυτόν. Εκτός Ελλάδας, έχω συναντήσει πολλές γυναίκες σε θέσεις που θεωρούνται απόλυτα αντρικές. Από την πρόσφατη εμπειρία μου στην Όπερα του Χονγκ Κονγκ, εντυπωσιάστηκα με το πόσες γυναίκες εργάζονται σε τέτοιες θέσεις, όπως ηλεκτρολόγοι, τεχνικοί σκηνής, κατασκευαστές, όπου το ποσοστό ήταν πενήντα- πενήντα. Στην Ελλάδα είναι σαφώς μικρότερο. Προσωπικά, δεν πιστεύω σε αυτού του είδους τους διαχωρισμούς -αντρική και γυναικεία δουλειά- γιατί η ικανότητα και η γνώση δεν είναι θέμα φύλου.

Έχεις συναντήσει δυσπιστία;

Όχι ιδιαίτερα πολύ, ίσως κάποιες φορές τον πρώτο καιρό που ξεκίνησα. Δεν ήταν όμως μόνο θέμα φύλου, αλλά και θέμα ηλικίας. Όταν όμως ξέρεις καλά τη δουλειά σου και έχεις τη διάθεση να συνεργαστείς, μπορείς να ξεπεράσεις όλες τις προκαταλήψεις και να κερδίσεις την εμπιστοσύνη.
 

Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή στη δουλεία σου;

Θα ξεκινήσω από τη χειρότερη. Είσαι τρεις μέρες πριν την πρεμιέρα και μετά από άπειρες ώρες δουλειάς συνειδητοποιείς ότι ο χρόνος δεν φτάνει και σχεδόν τίποτα δεν είναι έτοιμο. Τα φώτα δεν είναι στη θέση τους, το σκηνικό δεν έχει ολοκληρωθεί, οι ώρες για πρόβα είναι λίγες… Και κάπως έτσι έρχονται τα ξενύχτια, η ένταση, η αγωνία για να φτάσεις στο αποτέλεσμα. Και τη μέρα της πρεμιέρας είναι η καλύτερη στιγμή, όπου «δια μαγείας», ο εφιάλτης των προηγούμενων ημερών εξαφανίζεται και η παράσταση είναι έτοιμη!

Μια εμπειρία που δε θα ξεχάσεις;

Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που μπήκα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για να φωτίσω την όπερα «Σικελικός Εσπερινός» του Βέρντι σε σκηνοθεσία Ρενάτο Τζανέλλα. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη δουλειά και είχα τρομερή αγωνία για το πώς θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις μιας τέτοιας παραγωγής. Παρόλο που η ένταση της δουλειάς μέσα στις επόμενες ώρες με παρέσυρε και με έκανε να ξεχάσω ότι πρώτη φορά φώτιζα σε ένα τόσο μεγάλο θέατρο, το άγχος και η αγωνία δε με εγκατέλειψαν, παρά μόνο το βράδυ της πρεμιέρας σε σκηνοθεσία Ρενάτο Τζανέλλα.

Τι έκανες φέτος στην Όπερα του Χονγκ Κονγκ;

Ήταν μια μοναδική εμπειρία. Είχα συνεργαστεί με τον Αρνό Μπερνάρ στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Έτσι μου πρότεινε μετά να συνεργαστούμε στην Όπερα του Χονγκ Κονγκ για το ανέβασμα της όπερας «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαρλ Γκουνώ. Ήταν μια μεγάλη παραγωγή και ιδιαίτερα απαιτητική, όπου έπρεπε να συνεργαστώ με Κινέζους, Γάλλους και Βέλγους συντελεστές. Την πρώτη μέρα που βρέθηκα στο θέατρο και στάθηκα στη σκηνή. είδα ξαφνικά πενήντα τεχνικούς -νούμερο αδιανόητο- να στήνουν ταυτόχρονα το τεράστιο σκηνικό και τα φώτα με βάση τα σχέδια που τους είχαμε στείλει. Ο ρυθμός τους και η συνεργασία μεταξύ τους ήταν εντυπωσιακά. Να πω εδώ ότι ξεκίνησα να δουλεύω τα σχέδια για τους φωτισμούς της παράστασης έξι μήνες νωρίτερα, χρόνος επίσης αδιανόητος. Η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία και αυτή ήταν η ικανοποίηση μετά από τόσο σκληρή δουλειά. Το Χονγκ Κονγκ είναι μια εντυπωσιακή πόλη. Έμεινα εκεί τρεις εβδομάδες και είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με μια κουλτούρα που συνδυάζει την κινεζική παράδοση με ό, τι πιο εξελιγμένο από το δυτικό κόσμο. Από τη μια να πίνεις πότο στο πιο ψηλό μπαρ στον κόσμο, στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, και από την άλλη να βρίσκεσαι σε έναν παλιό βουδιστικό ναό με δέκα χιλιάδες Βούδες.

Τι άλλο ετοιμάζεις αυτή την περίοδο;

Αυτές τις μέρες θα βρεθώ στο Σαν Φρανσίσκο για την παρουσίαση της ταινίας «Invisible» του Δημήτρη Αθανίτη, όπου υπογράφω το art direction. Στη συνέχεια, το Νοέμβριο θα ταξιδέψω στην Ισπανία για το ανέβασμα της όπερας «Καπουλέτοι και Μοντέκοι» του Βιντσέντσο Μπελίνι στην Όπερα του Οβιέδο. Παράλληλα, έχω προγραμματισμένες μια σειρά από παραστάσεις στην Αθήνα: το «Σονέτο 57» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση και μουσική Γιώργου Κουμεντάκη στο θέατρο της Οδού Κυκλαδών. Στο Θέατρο Τέχνης το «Μια πέτρα Λάθος» του Θ. Γράμψα, ενώ θα συνεργαστώ και με την Πέμυ Ζούνη στο «Σίρλευ Βαλεντάιν» με την Ελένη Καστάνη.