Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου

Το ελληνικό θέατρο χρωστάει πολλά στην Έλλη Παπαγεωργακοπούλου

Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου που τόσο απρόσμενα έφυγε χτες από τη ζωή, δεν ήταν μόνο σκηνογράφος και ενδυματολόγος, αλλά μια αληθινή καλλιτέχνις, που ήξερε να μεταμορφώνει μια σκηνή σε έναν ολόκληρο κόσμο, μπορούσε να διεισδύσει με τις γνώσεις και την εκρηκτική της φαντασία στο πνεύμα κάθε έργου που έφτανε στα χέρια της, ενώ ταυτόχρονα είχε τη διορατικότητα να καταλάβει το όραμα των συνεργατών της και να του δώσει σχήμα και μορφή.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά της κοντά στο θέατρο Ιλίσια της Νόνικας Γαληνέα και του Αλέκου Αλεξανδράκη. Έβλεπε όλες τις παραστάσεις τους, και κάπως έτσι μπήκε μέσα της το «μικρόβιο». Ο θείος της, Σάββας Κονταράτος, αρχιτέκτονας και καθηγητής στην Καλών Τεχνών. υπήρξε σημαντική επιρροή για την ίδια. «Όταν ήμουν μικρή, παρακολουθούσα τη δουλειά του και μιλούσαμε πάρα πολύ για την αρχιτεκτονική. Γι’ αυτό έχω μια μανία με τον χώρο», είχε δηλώσει.

Στη συνέχεια σπουδάζει στην Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης. Δάσκαλός της ήταν ο Μίμης Κοντός. Τότε όμως γνωρίζεται και με τον Διονύση Φωτόπουλο, που θεωρούσε «καλλιτεχνικό της πατέρα». Πρώτος εκείνος είχε διαβλέψει από την αρχή ότι θα ασχολιόταν με τη σκηνογραφία. Η ίδια είχε πει σε συνέντευξή της στη Lifo: «Παρατηρώντας τον στην καθημερινότητά του, δεν γινόταν να μην περάσουν πράγματα μέσα σου. Θυμάμαι τον τρόπο που δούλευε τη Σαλώμη του Μαυρίκιου και πώς έπλαθε το κοστούμι της Λυδίας Φωτοπούλου μαζί με τον Γκι Ματίς, που έκανε ειδικές κατασκευές. Έπαιζε ο Καραθάνος και πήγαινα και χάζευα τις πρόβες, έτσι μου περνάγανε υποσυνείδητα πράγματα. Επίσης, δεν είχα πρόβλημα να ρωτάω τους τεχνικούς – ρωτάω ακόμα και τώρα, άμα δεν ξέρω κάτι. Δεν μπορείς να τα ξέρεις όλα. Ας πούμε, ρωτάω τους τεχνικούς διευθυντές και τον κατασκευαστή: «Θέλω να κάνω αυτό, ξέρω ότι είναι τρελό, αλλά εγώ έχω σκεφτεί αυτό τον τρόπο. Γίνεται; Υπάρχει άλλος τρόπος; Ας τον συζητήσουμε». Έβαζα από τότε το μυαλό μου να δουλεύει απενοχοποιημένα, έξω από σκηνογραφικούς κανόνες».

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, αποφασίζει να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Τα χρόνια της σχολής γνωρίζεται με τον Νίκο Καραθάνο, με τον οποίο έμελλε να συνεργαστεί αργότερα ως σκηνογράφος. Δικό της δημιούργημα οι υπέροχοι μαύροι όγκοι σαν πουφ που έγιναν το σκηνικό της περίφημης «Γκλόφω», δική της έμπνευση η πολύχρωμη παλέτα του « Συρανό», η ουτοπία των «Ορνίθων», αλλά και ο «Βυσσινόκηπος» στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών», που θεωρήθηκε προσωπικό της επίτευγμα.

Ως ηθοποιός, έπαιξε στη «Μήδεια» του Νίκου Χαραλάμπους ως μέλος του Χορού, για να αποφασίσει ότι τελικά την ενδιέφερε μια άλλου είδους δημιουργία.

Ο πρώτος σκηνοθέτης που την εμπιστεύτηκε ως σκηνογράφο ήταν ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Μαζί ξεκίνησαν από τον Τεχνοχώρο Υπό Σκιάν του Κακλέα, συνεχίζοντας τη συνεργασία τους στο Αμόρε (Θέατρο του Νότου). Εκεί, η Έλλη δημιούργησε το δικό της προσωπικό στιλ και διέπρεψε, υπογράφοντας σκηνικά σε σημαντικές παραστάσεις της εποχής. Επηρεάζεται από τις ευρωπαϊκές τάσεις του σύγχρονου θεάτρου, ενσωματώνει δημιουργικά την pop art σε κλασικά μοτίβα, αξιοποιεί το ελληνικό στοιχείο και την παράδοση, χωρίς να εγκλωβίζεται από στείρες συμβάσεις, και φτιάχνει σκηνικά που μοιάζουν με όνειρα κι εγγράφονται στη μνήμη του θεατή. Παίρνει ευτελή υλικά και τα κάνει να φαντάζουν πανάκριβα, δουλεύει με ασύμμετρους όγκους, πειραματίζεται με το χρώμα, κάνοντας το ασυνείδητο απτό.

NDP Photo Agency

Ακολουθούν οι συνεργασίες της στο θέατρο και κινηματογράφο, με τον Γιώργο Λάνθιμο, -μαζί δούλεψαν και στον « Κυνόδοντα»-, με τη Λένα Κιτσοπούλου, τον Γιάννη Χουβαρδά, τον Λευτέρη Βογιατζή, τη Μάγια Λυμπεροπούλου, την Καλογεροπούλου κι άλλους σημαντικούς δημιουργούς, που εμπιστεύονται την κρίση και τη ματιά της, στηρίζοντας τη σκηνοθεσία τους στη δική της σκηνογραφία, γιατί η Έλλη είχε το σπάνιο χάρισμα να αποκαλύπτει τόσο τη δραματουργία του έργου, όσο και τις κρυφές του διαδρομές.

Από το 1996 έχει σχεδιάσει σκηνικά και κοστούμια σε περισσότερες από εξήντα θεατρικές παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό (Λονδίνο, Ιταλία κ.α.). Επίσης σχεδίασε τα κοστούμια για την Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004) και για τον 51ο Διαγωνισμό της Γιουροβίζιον (2006).

Με την Εθνική Λυρική Σκηνή συνεργάστηκε κατά την καλλιτεχνική περίοδο 2006-07, σχεδιάζοντας σκηνικά και κουστούμια για την τριπλή παραγωγή μπαλέτου «Η μοναχική» (ΜακΜίλλαν/Άρνολντ), «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου» Prélude à l’après-midi d’un faune, «Οι Συλφίδες» Les Sylphides.

Η ενασχόλησή της με τα κοστούμι ήρθε σταδιακά. «Άργησα να το αγαπήσω το κοστούμι κι έτσι άρχισε να ζωντανεύει σιγά-σιγά. Τώρα το αγαπώ πολύ. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό που λες και δεν το είχα συνειδητοποιήσει, πάντα έψαχνα να βρω τι ήταν αυτό που διαφοροποιούσε τα πράγματα. Όντως τα κοστούμια τα θεωρούσα κομμάτι του σκηνικού. Ενώ όταν αυτονομήθηκαν στο μυαλό μου, τότε τα αγάπησα κι άρχισα να το γλεντάω. Ίσως να φοβόμουν την άμεση επαφή με τους ανθρώπους. Νομίζω ότι με αυτό που μου είπες μου ξεκλειδώνεις πράγματα. Θυμάμαι ότι παρατηρούσα την εικόνα και τα έβλεπα όλα μαζί-σκηνικό και κοστούμια ένα πράγμα», είχε πει.

Παθιασμένη με τη δουλειά της, παρακολούθησε τις πρόβες, παρατηρούσε τους ηθοποιούς, τα σώματά τους, τον τρόπο που κινούνταν μέσα στον χώρο, άκουγε τις ανάσες του… Κι αυτή η ενδελεχής παρατήρηση την ενέπνεε, της έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει για να βρουν αυτές οι φωνές το ηχείο να ακουστούν.

Το ελληνικό θέατρο χρωστάει πολλά στην Έλλη, γιατί με τη ρηξικέλευθη φαντασία της έδειξε πώς μπορεί το ασυνείδητο να αποκτήσει μορφή, γιατί έδωσε σχήμα στο άυλο, αλλά κυρίως γιατί δεν ξέχασε πως το παν είναι να πεις ένα παραμύθι όπου το ανθρώπινο και το υπερβατικό παντρεύονται σε μια εικόνα.