«Ποτέ δεν είπα "θα είμαστε μαζί για πάντα". Κι όμως...»: Η ζωή της Ρούλας Ρέβη σε πρώτο πρόσωπο
Η Ρούλα Ρέβη είναι ένας ωραίος τύπος. Η φωτογράφος με το πλούσιο βιογραφικό, είναι μια γυναίκα που μετέτρεψε τις δυσκολίες σε δύναμη και τις εμπειρίες σε γνώση.
Πολλά από αυτά που έχει ζήσει -και δεν ήταν ούτε λίγα ούτε εύκολα, επιλέγει κατά καιρούς να τα μοιράζεται στα social, κι έχει τον τρόπο να το κάνει.
Σύζυγος και μητέρα, είναι μια γυναίκα που ξέρει να διεκδικεί και να απολαμβάνει. Και πρώτα απ’όλα την οικογένεια που έχει φτιάξει με τον Αποστόλη Τότσικα και τα δίδυμα παιδιά τους.

«Μεγάλωσα δύσκολα. Είχα πολύ νέους γονείς, που κλέφτηκαν όταν ήταν 14 και 21. Ζούσαν στην Αθήνα. H μαμά μου είναι απ’την Καρδίτσα, o μπαμπάς από ένα χωριό της Κέρκυρας, την Λευκίμμη, στον Άγιο Νικόλαο -εκεί κλεβόντουσαν γενικώς. Το αγόρι έπαιρνε το κορίτσι και φεύγανε, μετά τους παντρεύανε. Φαντάσου ότι τα χρόνια που μεγάλωσα, το έζησα αυτό με ξαδέρφες μου, που η οικογένεια ήξερε ότι “απόψε θα κλεφτούν”. Είχε γίνει λίγο έθιμο….
»Οι γονείς μου δεν το έκαναν έτσι. Ο πατέρας μου την έκλεψε -προφανώς για να κάνουν σεξ. Πήγανε στην Κέρκυρα, τους πιάσανε και τους έφεραν πίσω. Τους πάντρεψαν. Εμεναν στο Νέο Φάληρο, στον Πειραιά -σ’αυτή τη γειτονιά μεγάλωσα.
»Ηταν ερωτευμένοι τότε οι γονείς μου αλλά ήταν και παιδιά. Η ζωή τους δεν ήταν εύκολη. Χωρίσανε μετά από 35 χρόνια περίπου. Τον μπαμπά μου τον έχασα πριν πέντε χρόνια ξαφνικά -ήταν νέος, 65 χρονών. Είχαν χωρίσει καμιά δεκαριά χρόνια πριν.
»Στην αρχή με την αδελφή μου μέναμε με τη γιαγιά και τον παππού. Οι γονείς μας ήταν πολύ μικροί. Είχαμε την αίσθηση ότι έχουμε μαμά και μπαμπά, αλλά ήμασταν κάπως σαν αδέρφια όλοι μαζί. Δεν ήταν όμως η ασφάλεια που νοιώθει ένα παιδί με τους γονείς του. Εγώ δεν έχω νιώσει πως είναι ν’ακουμπάς πάνω στον γονιό σου. Πιο πολύ ασχολούμασταν με τα δικά τους θέματα. Κι όλο αυτό έφερε μια ωριμότητα, πρόωρη. Αλλά δεν ξέραμε πως είναι αλλιώς. Οταν πήγαμε σχολείο καταλάβαμε ότι έχουμε υπερβολικά νέους γονείς και τότε συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό που ζούμε δεν είναι και πολύ νορμάλ.
»Μετά προσπάθησαν και αυτοί να γίνουν πιο ανεξάρτητοι, πήγαμε να μείνουμε σ’άλλο σπίτι, αλλά ο μπαμπάς μου δεν ήταν έτοιμος ούτε για γονιός ούτε για οικογένεια. Με την αδελφή μου είμαστε κοντά αλλά διαφορετικές, έχουμε δύο χρόνια διαφορά. Εκείνη όμως όλο αυτό το βίωνε πολύ κλειστά. Εγώ ήμουν ένα παιδί που είχε θυμώσει, αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου. Αλλά μετά, στη ζωή, το αντιμετώπισα πιο δυναμικά. Μέχρι μεγάλες μας ταλαιπωρούσε το θέμα των γονιών μας. Είχαμε πάρει και όλη τη φροντίδα για το ψυχικό τους κομμάτι. Βλέπαμε ότι δεν βγάζανε άκρη. Αλλά κι εκείνοι το παρατράβηξαν και ταλαιπωρήθηκαν. Γιατί τέτοιες σχέσεις δεν τελειώνουν… Στα 17 της η μάνα μου είχε δύο παιδιά κι έπρεπε και να δουλέψει. Δεν την στήριζαν και οι δικοί της. Το μεγάλο το ζόρι η μάνα μου το τράβηξε. Είχε ψυχική κούραση, αλλά σαν γυναίκα είναι δυνατή. Τώρα πια είναι καλύτερα αλλά έχει μοναξιά. Το να περάσει η ίδια καλά, να έχει χρόνο για τον εαυτό της, δεν περνούσε καν απ’το μυαλό της.

»Εγώ έφυγα αρκετά νωρίς απ’το σπίτι. Μόλις η αδελφή μου, πολύ μικρή, αρραβωνιάστηκε, κάπως ένιωσα την ανάγκη να φύγω. Και μετά άρχισα να ζω πολύ διαφορετικά -ήμουν δεκαεπτά μισό. Πήγα στην σχολή Σταυράκου και συγχρόνως δούλευα. Είχα γνωρίσει μια παρέα, καλλιτέχνες, πιο μεγάλοι από μένα, πιο ροκ τύποι, intellectuel, μποέμ που δούλευαν στο σινεμά -οπερατέρ κλπ. Παρότι Πειραιώτισσα έβγαινα στην Αθήνα, στο κέντρο, Εξάρχεια, Λυκαβηττό. Εκεί τους γνώρισα. Κάποιοι είχαν πάει στην σχολή Σταυράκου και όλη αυτή η ατμόσφαιρα άρχισε να μ’αρέσει -μύριζε τέχνη. Ηθελα να πάω για σκηνοθέτης, οπερατέρ, αλλά δεν μου’βγαιναν τα λεφτά, γιατί ήταν τρία χρόνια. Οπότε πήγα για φωτογραφία που ήταν ένα έτος. Ωραία εμπειρία -με βοήθησε κι η μάνα μου στα οικονομικά.
»Αλλά δεν σκεφτόμουν την φωτογραφία επαγγελματικά, δεν ήξερα καν ότι είναι ένα επάγγελμα κανονικό. Είχα όμως έναν φοβερό δάσκαλο, τον Στέφανο Πάσχο, ο οποίος στα μισά της χρονιάς μου πρότεινε να πάω στο στούντιο που είχε, για να μάθω κι άλλα πράγματα, σαν πρακτική. Ημουν λίγο αντιδραστικό άτομο και δεν πήγα. Επέμεινε όμως, μου’λεγε ότι είμαι πολύ καλή -πήγα τελικά. Ηταν κι άλλο ένα κορίτσι απ’την σχολή. Ηταν μαγευτικό. Εκείνος δούλευε τότε στην διαφήμιση -μαζί με τον Διαμαντόπουλο ήταν απ’τους πρώτους. Τις μέρες που δεν είχαμε δουλειά μας έπαιρνε και κάναμε πρακτική στον δρόμο, μας πήγαινε, ας πούμε στα σκουπίδια και φωτογραφίζαμε πόρτες, παράθυρα, κασελάκια. Ηθελε να κάνουμε πειράματα, να τυπώνουμε. Έμεινα τρία χρόνια. Μετά με προσέλαβε βοηθό του. Ξεκίνησα κανονικά από βοηθός, όπως γινόταν παλιά αυτή η δουλειά. Εμαθα να παρατηρώ κι αυτό μ’έκανε να έχω αυτοπεποίθηση στη δουλειά. Κάτι που δεν γίνεται τώρα.
»Εκεί γνώρισα την Μάρα Δεσύπρη που μ’αγάπησε. Αμέσως αποκτήσαμε μια φοβερή επαφή και από τότε είμαστε φίλες. Ηταν ακόμα μοντέλο. Ετοιμαζόταν ν’αρχίσει την φωτογραφία και μου ζήτησε να πάω βοηθός της. Είχε φοβερή αισθητική. Ξεκίνησα μαζί της κι έμεινα πέντε χρόνια βοηθός. Είχα τρομερές εμπειρίες, ήταν η εποχή “Κλικ”, Τερζόπουλου, που καίγαμε αυτοκίνητα για μια φωτογράφιση -υπερπαραγωγές, με άδειες της αστυνομίας. Και με την Μάρα και με την Ντε Νίγκρις που ήταν τότε στην “Γυναίκα”, κάναμε πολλά ωραία ταξίδια. Ημουν λοιπόν γκράντε βοηθός, το ζούσα πολύ ωραία. Αρχισα να έχω ευθύνες σοβαρές, μου είχαν εμπιστοσύνη, με ήξεραν χρόνια, ήμουν πολλή υπεύθυνη. Είχα μπει για τα καλά μέσα σ’αυτό, ήμουν έτοιμη, αλλά δεν αποφάσιζα να κάνω κάτι μόνη μου -πρέπει και λίγο κάποιος να σε σπρώξει. Μια μέρα αρρώστησε η Μάρα. Είχαμε ένα τρομερό χριστουγεννιάτικο εξώφυλλο, με επώνυμες, υπερπαραγωγή. Λέω στην Μάρα “θα τους τηλεφωνήσω να τους πως ότι αρρώστησες”. “Όχι”, μου λέει, “θα πας εσύ”. Και μ’έπεισε. Φοβήθηκα πολύ αλλά πήγα -το θράσος της νεότητας. Κι αυτό θέλω να το περάσω στα παιδιά μου, να έχουν τόλμη, γιατί εγώ δεν είχα, και τελικά δεν το εκμεταλλεύτηκα πολύ.
»Όταν πήγα, τους είπα ότι με στέλνει η Μάρα, πάγωσαν λίγο αλλά επειδή με ήξεραν, προχωρήσαμε. Οπότε η πρώτη μου δουλειά ήταν εξώφυλλο. Μετά συνέχισα λίγο ακόμα με τη Μάρα μέχρι που η ίδια, κάποια στιγμή, μου είπε “φύγε, στο καλό”. Ετσι άρχισα να δουλεύω μόνη μου.
»Πάντα ήμουν freelance, συνεργαζόμουν με γραφεία, πρακτορεία. Είχα πια πολλή δουλειά, δεν μπορούσα να το ελέγξω. Ηταν η εποχή με τον χαμό των περιοδικών κι εμείς μετράγαμε σελίδες για να χρεώσουμε. Εκανα μέχρι και τρεις δουλειές τη μέρα. Εχει τύχει να πάω σε περίπτερο στο Κολωνάκι και να έχω 12 εξώφυλλα. Ούτε εγώ δεν το πίστευα.
»Εγώ πάντα πίστευα στον εαυτό του. Ημουν τολμηρή, έμπαινα στα πράγματα αλλά δεν ήμουν καθόλου ανταγωνιστική. Κι ίσως αυτό με ελευθέρωνε, δεν με κρατούσε πίσω. Ο,τι έκανα το έκανα για να το χαρώ. Ισως αυτό να είναι το δώρο απ’τα δύσκολα παιδικά μου χρόνια. Γιατί τότε δεν είχα να περιμένω πολλά. Οπότε ό,τι μου δινόταν το εκτιμούσα πάρα πολύ. Γι΄αυτό και σαν βοηθός δεν μ’ένοιαζε, αλλά υπήρχε βέβαια μέσα μου η κάψα. Ημουν ευγνώμων για τις δουλειές μου, δεν κοιτούσα το παραπάνω. Κι αυτό το είχα σ’όλη μου την ζωή, στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Δεν ζήλεψα ποτέ γυναίκες, κι έχω δει τις ωραιότερες. Νομίζω ότι αυτό με βοήθησε γιατί έπαιρνα τα πράγματα όπως ερχόντουσαν. Ημουν αγχώδης επειδή είμαι υπερ-υπεύθυνο άτομο, πάλι λόγω της παιδικής ηλικίας. Τότε είχα συνέχεια στον νου μου να προσέχω, να μην κινδυνεύσω πολύ, να μην πιώ παραπάνω γιατί δεν είχα γονείς να’ρθουν να με μαζέψουν, είχα ένα μέτρο. Κι αυτό μ’έκανε να προστατεύομαι, ωραία, δυναμικά αλλά και με σταμάταγε. Γιατί ήμουν και τρελούλα, έντονο παιδί.
»Όχι, η επιτυχία δεν με έκανε ψώνιο. Αλλωστε από παιδί, απ’το σχολείο ήμουν δημοφιλής, αγαπητή. Είναι αυτό που λέμε ότι μερικοί άνθρωποι έχουν κάποιο μαγνήτη. Στη δουλειά άρχισα σιγά-σιγά να έχω ένα όνομα καλό, να με ζητάνε και να με ξαναζητάνε. Ετσι άρχισα να γίνομαι γνωστή. Μπήκα στην κατηγορία των καλών. Μ’αυτό το επάγγελμα δεν έχω νιώσει ποτέ ότι εγώ είμαι κάτι. Νιώθω ότι αυτός που έρχεται σε μένα είναι κάτι, και έτσι είναι. Εγώ είμαι πίσω απ’την κάμερα. Δεν έχω νιώσει ποτέ το αντίθετο στη ζωή μου, ούτε μετά, με τον άντρα μου. Δεν μ’αρέσει κιόλας το υπέρ-εγώ, είμαι έτσι σαν χαρακτήρας.

»Μ’αρέσει να εκτίθεμαι στα social κι αυτό το κατάλαβα απ’την στιγμή που είδα ότι υπάρχει ένα βήμα και ότι μπορώ μ’αυτά που γράφω να σου βγάλω κι εσένα που θα το διαβάσεις μια αλήθεια. Όταν ξέρω ότι μπορεί να έχεις βιώσει ή αισθανθεί τα ίδια πράγματα και απλώς δεν σου δίνεται η ευκαιρία να τα πεις δυνατά ή αναρωτιέσαι μήπως είσαι λάθος, αυτό με ωθεί στο να λειτουργώ έτσι και να γράφω. Μιλάω με πάρα πολλές γυναίκες στα social, που δεν τις ξέρω, που δεν τις έχω δει ποτέ.
»Καμιά φορά με σόκαραν μερικές αντιλήψεις που άκουγα για μένα και θύμωνα, ακόμα και τα πρώτα χρόνια που ήμουν με τον Αποστόλη. Εγώ δουλεύω απ’τα 18 μου και κουβαλούσα φώτα που κανονικά θα κουβάλαγαν τρεις άντρες... Κι όμως. Εβγαινα έξω, έκλαιγα και ξανάμπαινα για να μην με δουν, μήπως και δεν με ξαναπάρουν στην δουλειά. Ηταν επιλογή μου και γούσταρα. Κάποια στιγμή είδα ότι κάποιος νόμιζε πολύ διαφορετικά πράγματα για μένα. Νόμιζαν ότι έγινα γνωστή μέσω του άντρα μου. Κι έτσι άρχισα να θέλω να μιλάω, να εκφράζομαι. Μετά είδα την ανάγκη μερικών γυναικών να παίρνουν θάρρος και συνέχισα.
»Όχι, όταν συνάντησα τον Αποστόλη δεν αισθάνθηκα ότι είναι ο άντρας της ζωής μου. Πάντα είχα σχέσεις μεγάλης διάρκειας, ακολουθώντας το μοτίβο του σπιτιού “200 χρόνια μαζί”, ό,τι κι αν ήταν ο άλλος. Φρίκαρα όμως και είπα “όχι”. Τρεις φορές πριν τον Αποστόλη είχα πάει ακόμα και να παντρευτώ -είχα μεγάλες σχέσεις. Αγαπώ πολύ τους άντρες και κάνω ωραία παρέα μαζί τους. Πριν τον Αποστόλη, στην τελευταία μου σχέση, έπιασα πάλι τον εαυτό μου να επιμένει ενώ η σχέση δεν λειτουργούσε, κι έτσι έφυγα.
»Με τον Αποστόλη χτίστηκε σταδιακά, μέσα σ’ένα χρόνο. Εγώ ήμουν πολύ χαλαρή κι εκείνος πολύ μικρός και στην αρχή της πορείας του. Μετά, σιγά-σιγά, προχωρήσαμε. Ηταν όμως η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάθε μέρα αναρωτιόμουν αν θα είμαστε και σήμερα μαζί.
»Μια ψυχολόγος μου είχε πει το σωστότερο πράγμα. Ότι πήγα καλά στην δουλειά και στα επαγγελματικά μου γιατί ήταν ένα κομμάτι ανεπηρέαστο απ’το σπίτι μου. Οπότε με τον Αποστόλη πήγαινε ωραία, χωρίς μακρινά σχέδια -ούτε και τώρα κάνουμε. Δεν είμαστε αυτοί οι άνθρωποι.
»Γνωριστήκαμε μέσα από μια φωτογράφιση. Με το που μπήκε στον χώρο είχαμε τρομερή επικοινωνία. Όταν είδα τον Αποστόλη, εκτός απ’το ότι μου άρεσε, είπα “τι όμορφο παιδί”, αλλά αυτό εμένα μου συνέβαινε καθημερινά –να βλέπω ωραίους ανθρώπους. Ηταν όμως σαν να τον ήξερα κι εκείνος το ίδιο. Μιλήσαμε σαν να γνωριζόμασταν. Κανείς δεν πίστευε ότι τον γνώρισα εκείνη την ώρα. Μετά είχαμε μια επαφή, έστελνε κανένα μήνυμα. Είναι ανοιχτός άνθρωπος ο Αποστόλης. Είμαστε πολύ φίλοι και τώρα, είναι ο κολλητός μου. Ποτέ όμως δεν είπαμε ότι θα είμαστε μαζί για πάντα. Κάναμε όλα τα βήματα γρήγορα χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις. Και τώρα τα σχέδια που κάνουμε φτάνουν ως τις διακοπές μας.

»Το πιο μακροχρόνιο σχέδιό μας, πράγματι, ήταν τα παιδιά: Ένα πολύ συνειδητό σχέδιο. Εγώ το ήθελα πάντα, και πιο νωρίς, αλλά ήθελα να γίνουν σωστά τα πράγματα. Το χειρίστηκα πολύ ωραία πιστεύω και είμαι περήφανη σε σχέση με την απόφαση που πήρα και για την ηλικία που έκανα παιδιά.
»Όταν μπήκε μπροστά στην ηλικία μου το 4, τότε ο γιατρός μου μου είπε “αν θες παιδιά, θα το τρέξουμε”. Συγκεντρώθηκα σ’αυτό και ασχολήθηκα πολύ σοβαρά. Δεν χρειάστηκε να κάνω πολλές προσπάθειες, με την μία πέτυχε. Ενιωθα έτοιμη και γι’αυτό είχαμε παντρευτεί λίγους μήνες πριν. Εκ των υστέρων, θεωρώ ότι παντρεύτηκα για να οριοθετηθώ εγώ σε σχέση με την απόφαση αυτή. Το ίδιο βράδυ που παντρεύτηκα στην Αμερική, έστειλα μέιλ στον γυναικολόγο μου χωρίς να το έχω πει σε κανέναν. Και του είπα “ξεκινάμε”. Μόλις γυρίσαμε, πήγα. Ημουν απόλυτα έτοιμη.
»Τα δύσκολα ξεκίνησαν στα μισά της εγκυμοσύνης, αν και στις αρχές είχα πάθει υπερδιέγερση ωοθηκών -οι πρώτες δέκα μέρες ήταν δύσκολες. Μετά έστρωσαν τα πράγματα ως την 22η εβδομάδα που έπαθα την αποκόλληση και τις αιμορραγίες. Μπήκα στο νοσοκομείο, κι ενώ έκανα μια προσπάθεια να ξαναγυρίσω σπίτι, τελικά ήταν καλύτερα να μείνω στο νοσοκομείο. Ηταν επικίνδυνη η κύηση -στα δίδυμα είναι έτσι κι αλλιώς επικίνδυνη. Τα δίδυμα είναι μεγάλη τρέλα. Χάρηκα πάρα πολύ, το ευχόμουν, το περίμενα…
»Όταν ξεκίνησαν όλα αυτά ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου συναισθηματικά. Είχα τεράστια φρίκη. Εχω υπάρξει τολμηρή, έχω κάνει επικίνδυνα πράγματα, χωρίς φόβο. Τότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα όχι απλώς φόβο, αλλά τρόμο. Και ένιωσα πραγματικά αποτυχημένη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα τρομερά έντονο αυτό το αίσθημα ως προς τον άντρα μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι τον απογοητεύω, ενώ εκείνος δεν μου’δειξε ούτε λεπτό κάτι τέτοιο. Ξέρω ότι ο Αποστόλης μ’αγαπάει τόσο πολύ που πραγματικά ήμουν και είμαι πάντα πρώτη για εκείνον, και μετά τα παιδιά μας. Αλλά εγώ ένιωθα ότι τον απογοητεύω βαθιά. Πιστεύω ότι είναι κάποιος δικός μου καθρέφτης, γιατί δεν υπήρχε ψήγμα τέτοιας εντύπωσης απ’την μεριά του. Κι όταν του το είπα, τρελάθηκε –“μόνο να είσαι καλά μ’ενδιαφέρει”. Αλλά ένιωσα φόβο, τρόμο, ότι δεν θα τα καταφέρουμε.
»Εκατσα τρεις μήνες στο νοσοκομείο, ακίνητη. Με έναν απαίσιο ορό για τις συσπάσεις -προκαλούσε σπασμούς, έτρεμες. Ημουν όλη τρύπια, στο τέλος μου έβαζαν και στο πόδι ορό. 73 μέρες είχα τον ορό. Με το που έκανα να τον βγάλω, ξανά αίμα. Στο τέλος, την τελευταία εβδομάδα, ενώ εγώ θα μπορούσα να περιμένω κι άλλο -γέννησα στις 32,5 εβδομάδες, μου είπαν ότι αφού είναι εντάξει τα μωρά πρέπει να προχωρήσουμε. Γιατί είχα πάθει πια τα πάντα. Πήγαινα να πιάσω το πιρούνι και μου΄πεφτε. Επαθα το συκώτι μου απ’τα φάρμακα, έκανα αντιπηκτικές, και πολλά ακόμα. Τραγική κατάσταση. Αλλά είχα πια γίνει ζεν. Εφτασα να συνομιλώ με τον Χριστό, να μιλάω στα μωρά. Άρχισα να το παίρνω τελείως αλλιώς. Κι όταν πλησίασα σε λίγο πιο ασφαλή χρόνο και τα παιδιά δεν θα ήταν πια εξακόσια γραμμάρια άμα γεννιόντουσαν, είπα μέσα μου, “θα γεννήσω. Ο,τι κι αν γίνει θα γεννήσω”.

»Ναι, φοβήθηκα ότι θα πεθάνω. Επιπλέον έκανα αμνιοπαρακέντηση και στα δύο παιδιά την 31η εβδομάδα -μαζί μου και ο Αποστόλης. Επικίνδυνο.
»”Την Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου γεννάς”, μου είπε ο γιατρός μου. Ημουν χαρούμενη που θα γεννούσα, που το κατάφερα. Ημουν ψύχραιμη μετά απ’όλα όσα είχα περάσει. Εκείνη την στιγμή δεν μ’ένοιαζε και να μ’έκοβαν στην μέση. Το λέω στον Αποστόλη και μου λέει ότι δεν θέλει αυτή την ημερομηνία, με τους Δίδυμους Πύργους. Όταν το είπα στον γιατρό, μου λέει, “εντάξει, γεννάς αύριο”, 9 Σεπτεμβρίου. Ειδοποίησα τους δικούς μου, ήρθαν όλοι στην κλινική την επομένη. Μπήκα στο χειρουργείο. Οι νοσοκόμες ήταν βαμμένες, κούκλες, μου είχαν βάλει μουσικές -μετά παράγγειλα πίτσες και παγωτά. Τα είχα ζήσει όλα εκεί μέσα και η χαρά μου ήταν τεράστια που θα γεννούσα. Ο γιατρός μου τραγούδαγε. Εκανα επισκληρίδιο, ήρθε και ο Αποστόλης μέσα.

»Βέβαια επειδή ήταν πρόωρα, μόλις γέννησα τα έβαλαν στην θερμοκοιτίδα που ήταν ακριβώς δίπλα. Μόνο την κόρη μου μου’φεραν λίγο και ακούμπησε πάνω μου. Φοβερή εμπειρία, κλάμα, χαρά, συγκίνηση. Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι τον Αποστόλη. Ηταν δίπλα μου, όπως και σ’όλη αυτή τη διαδικασία. Κοιμόταν μαζί μου όλο το διάστημα. Δούλευε τότε στο “Μπρούσκο”, στην Κύπρο, και όταν ερχόταν είχε κρεβάτι δίπλα μου, δεν πήγαινε σπίτι. Είχε πάρει βελόνα και μαλλί και έπλεκε. Ολους αυτούς τους μήνες έπλεκε, έφτιαξε ένα κουβερτάκι. Πράγματι, έχω σκεφτεί να γράψω βιβλίο για όλα αυτά.
»Μετά την γέννα, ήμουν πιο δυνατή, στην αρχή. Πήγαινα στα παιδιά στην θερμοκοιτίδα και ταυτόχρονα έβλεπα κάποιες δραματικές καταστάσεις στις άλλες θερμοκοιτίδες. Τα συναισθήματα εναλλάσσονταν. Αλλά όταν όλα πάνε καλά, μόνο ευγνωμοσύνη νοιώθεις. Η πρώτη εβδομάδα στο σπίτι με τα παιδιά ήταν περίεργη, με ανάμεικτα συναισθήματα. Και συνειδητοποίησα ότι η ζωή μου, η ζωή μας, αλλάζει».