Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη με αφορμή τη συμμετοχή της στην ταινία «Ο άνθρωπος του θεού» της Γελένα Πόποβιτς, που αφηγείται την αληθινή ιστορία του Αγίου Νεκταρίου μίλησε στο Bovary.gr για τα θαύματα, τη σχέση της με τον κινηματογράφο, το πώς βίωσε την περίοδο της καραντίνας, αλλά και τη θέση της για το ελληνικό #metoo.
Μιλήστε μας για την εμπειρία σας από τον «Άνθρωπο του Θεού» και τον δικό σας ρόλο.
Όταν συνάντησα για πρώτη φορά τη σκηνοθέτιδά μας, τη Γελένα Πόποβιτς, γοητεύτηκα από την ευγένειά της, την ήρεμη αποφασιστικότητα, την πνευματικότητα που εξέπεμπε. Ήξερε πολύ καλά το θέμα της και πώς ήθελε να είναι η ταινία της. Αντιλήφθηκα αμέσως το μέγεθος της εσωτερικής της ανάγκης να στείλει στον κόσμο το μήνυμα του καλού. Κι αυτήν την καθαρότητα την είδα και στο σενάριό της. H συνεργασία μας κύλησε φιλικά και αβίαστα, με διακριτικότητα και σεβασμό, από τις πρόβες μέχρι τα γυρίσματα. Και χαίρομαι πολύ που δούλεψα με μια γυναίκα πίσω από την κάμερα, γιατί, όπως γνωρίζετε, γίνεται τελευταία διεθνώς μια πολύ μεγάλη συζήτηση για τη θέση της γυναίκας-δημιουργού στην κινηματογραφική βιομηχανία και το πόσο δύσκολα τής δίνονται οι ευκαιρίες και η αναγνώριση. Τα γυρίσματα ήταν να ξεκινήσουν στις 17 Μαρτίου του 2020 και ακυρώθηκαν μία μέρα πριν, λόγω του πρώτου lockdown. Τελικά ξεκινήσαμε τον Ιούνιο του ’20 με πολλές δυσκολίες λόγω της πανδημίας, αλλά και μ’ αυτήν την υπέροχη αίσθηση της ελευθερίας ξανά και της συγκίνησης της δημιουργίας μετά από το σοκ του εγκλεισμού.
Ο ρόλος μου βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη στη ζωή του Αγίου Νεκταρίου. Πρόκειται για μια μητέρα, που όταν η κόρη της επιλέγει να γίνει μοναχή δίπλα στον Άγιο, εκείνη αντιδρά έντονα και τον κατηγορεί για ανηθικότητα και αποπλάνηση της κόρης της.
Γιατί δεν μπορεί αυτή η μητέρα να δεχτεί την επιλογή της κόρης της;
Είναι μια φτωχή και αγράμματη γυναίκα, που κινείται στον χώρο της εκκλησίας, βιοπορίζεται με μόχθο πουλώντας κεριά, την έχει εγκαταλείψει ο άντρας της και έχει μεγαλώσει μόνη της το παιδί της, οπότε έχει βιώσει βαθιά το σκληρό πρόσωπο της πατριαρχικής κοινωνίας, καθώς και την υποκρισία των παραεκκλησιαστικών κύκλων. Δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν, ονειρεύεται για την κόρη της μια καλύτερη ζωή και την οδηγεί σε έναν ανεπιθύμητο για εκείνην γάμο, πιστεύοντας ότι η θέση της γυναίκας εξασφαλίζεται κοινωνικά μόνο μέσα απ’ αυτόν τον θεσμό. Αναστατώνεται βαθιά από την επιλογή της κόρης της και δεν μπορεί να τη δεχτεί, γιατί δεν μπορεί να καταλάβει τις αιτίες και τα κίνητρά της. Η μόνη της διέξοδος είναι να πιστέψει πρώτα η ίδια στην αποπλάνηση, δεν είναι μια σκευωρία που την έχει κατασκευάσει στο μυαλό της. Πιστεύει βαθιά πως σ’ αυτόν τον σκληρό και άδικο κόσμο, μόνο άσχημα σκέφτονται και πράττουν οι άνθρωποι. Η αλήθεια, βέβαια, τελικά, είναι ένα αποκαλυπτικό σοκ και για την ίδια.