Κατερίνα Παναγοπούλου: «Η ζωή μου είναι οι άνθρωποί μου, όχι η δουλειά μου»

Κατερίνα Παναγοπούλου: «Η ζωή μου είναι οι άνθρωποί μου, όχι μόνο η δουλειά μου»

Από τον Σεπτέμβριο του 2020 η Κατερίνα Παναγοπούλου παρουσιάζει το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, αποτελώντας ένα από τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με τη νέα εποχή του σταθμού.

Ήρεμη δύναμη στην τηλεοπτική ενημέρωση, εκπροσωπεί τη νέα γενιά δημοσιογράφων που πιστεύουν στην εγκυρότητα, στην ψυχραιμία και στον σεβασμό απέναντι στον τηλεθεατή.

Με πορεία που ξεκίνησε από το ρεπορτάζ και πέρασε μέσα από το ραδιόφωνο και τον Τύπο, διαμορφώνει σήμερα ένα δελτίο που εστιάζει στην παρουσίαση των γεγονότων. Η δημόσια εικόνα της, ωστόσο, έχει συχνά βρεθεί στο επίκεντρο του σχολιασμού, από τις στιλιστικές της επιλογές μέχρι την απόφασή της να στηρίζει σταθερά το ελληνικό brand Zeus+Dione, που έχει γίνει σχεδόν «υπογραφή» του προσωπικού της στιλ. Εκείνη, με ψυχραιμία και συνέπεια, επιλέγει να εκφράζεται ελεύθερα, χωρίς να εγκλωβίζεται σε στερεότυπα ή τηλεοπτικά «πρέπει».

Τη συναντήσαμε ένα απόγευμα στο ξενοδοχείο Gatsby Athens, όπου μιλήσαμε για την πορεία της, την οικογένειά της, τη μόδα, τις σχέσεις και όλα όσα απασχολούν μια σύγχρονη γυναίκα.

Κατερίνα Παναγοπούλου/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

«Από μικρή δεν έλεγα "θα γίνω δημοσιογράφος", έλεγα "θα πω το δελτίο του MEGA". Από παιδάκι έβλεπα MEGA, μεγάλωσα με τις σειρές του MEGA, μάλιστα  τις βλέπω τώρα πάντα όποτε παίζουν σε επανάληψη. Το καλύτερό μου είναι όταν τα καλοκαίρια μπαίνουν σε επανάληψη οι "Τρεις Χάριτες", "Απαράδεκτοι", "Ντόλτσε βίτα", "Δύο ξένοι" και, φυσικά, "Ρετιρέ" και τα βλέπω! Εκτός όμως από τη μυθοπλασία, το MEGA ανέκαθεν είχε μια εγκυρότητα στα δελτία ειδήσεων, στις εκπομπές. Επομένως, όταν είπα στην έκτη δημοτικού ότι ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, έλεγα "θα πω το δελτίο του MEGA". Μεγαλώνοντας, σε πιάνει λίγο η αμφισβήτηση και έλεγα ότι "όχι, εγώ δεν θα δουλέψω ποτέ στην τηλεόραση, θα γράφω μόνο σε εφημερίδες". Μου έβγαινε κάτι αντιδραστικό απέναντι στην κυριαρχία της εικόνας, της εμφάνισης. Μετά, όταν πήγα στο πανεπιστήμιο και ξεπέρασα την κλασική νεανική αντισυστημικότητα, ξαναγύρισα στο αρχικό σενάριο.

Η πρώτη μου δουλειά πάντως ήταν στο ραδιόφωνο, συγκεκριμένα στο Flash, όπου μας έστειλαν από το Πάντειο για να δούμε πώς γίνονται οι εκπομπές. Έτσι, ένας φίλος μου ρώτησε: "Θέλετε φοιτητές για πρακτική;". Μας λένε "ελάτε", κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Τον πρώτο χρόνο εργαζόμουν άμισθη, μετά με 300 ευρώ μαύρα, μετά 400 ευρώ μαύρα, και μετά κανονική πρόσληψη. Ξεκίνησα με ελεύθερο ρεπορτάζ, μετά οικονομικό-εργατικό, και μετά πήραν όλα τον δρόμο τους.

Έγραφα ταυτόχρονα στην Athens Voice, διότι στο Πάντειο είχαμε καθηγητή τον εκδότη της Athens Voice, τον Φώτη Γεωργελέ. Οπότε, όταν άρχισα κι εγώ να εργάζομαι, μου είχε κάνει πρόταση "Θέλεις να γράφεις και στην Athens Voice;". Άρχισα λοιπόν να γράφω και στην Athens Voice. Ταυτόχρονα σπούδαζα αλλά δούλευα κι από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη που άκουγα το όνομά μου στο ραδιόφωνο, που έβλεπα να δημοσιεύονται κείμενά μου. Δεν με ένοιαζαν ούτε ωράρια ούτε τα χρήματα, τίποτα. Πραγματικά σ' το λέω: τίποτα. Έχω την αίσθηση, βλέποντας τα πιο νέα παιδιά, ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα και η νοοτροπία. Εγώ, θυμάμαι, ξεκίνησα να δουλεύω από το πρώτο έτος του πανεπιστημίου, και όταν είχαμε εξεταστική και τους έλεγα "σας παρακαλώ, να λείψω για έναν μήνα, γιατί είναι η εξεταστική μου", ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη που μου επέτρεπαν να λείψω παρότι εργαζόμουν άμισθη. Παρ' όλα αυτά, θεωρούσα ότι έχω υποχρέωση να πηγαίνω εκεί κάθε μέρα.

Έχουμε πολύ δεμένη σχέση με την οικογένειά μου. Είμαστε σαν "μια γροθιά". Έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό, είναι δικηγόρος. Έχει μεγάλο ταλέντο, είναι ρήτορας. Ταυτοχρόνως, έχει εκπληκτική αίσθηση κάθε κατάστασης και το κριτήριό του αποδεικνύεται πάντα σωστό. Όταν θέλω να πάρω μια απόφαση ή όταν έχω μια δύσκολη στιγμή, πάντα το πρώτο πρόσωπο στο οποίο θα προσφύγω για να ζητήσω τη γνώμη του, την εκτίμησή του για το τι μπορεί να γίνει, πώς πιστεύει ότι θα εξελιχθεί μια κατάσταση, πάντα είναι ο Θάνος. Και πολλές φορές, αν μου τύχει μια δυσκολία, τη λέω αρχικά στον Θάνο. Δεν τη λέμε στους γονείς μου, περιμένουμε. Κι όταν λύνεται, τότε το λέμε. Βέβαια, οι γονείς μου πάντα λένε: "Μα γιατί δεν μας το είπες;". Ίσως γιατί δεν θέλω να τους αναστατώνω με κάτι που λύνεται. Αλλά πάντα η "συνωμοσία" αρχικά είναι ανάμεσα σε εμένα και στον αδελφό μου. Γενικά έχουμε μια υπέροχη σχέση όλοι μεταξύ μας», περιγράφει.

Κατερίνα Παναγοπούλου/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

Για την Κατερίνα Παναγοπούλου, όμως, η τηλεοπτική παρουσία δεν θα είχε αξία χωρίς το υπόβαθρο του ρεπορτάζ. Εκεί, πίσω από τις κάμερες, διαμορφώθηκαν οι βάσεις της ματιάς της και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει σήμερα την είδηση.

«Θεωρώ ότι το ρεπορτάζ είναι, κυρίως, αυτό που σου δίνει τις βασικές ιδιότητες ενός δημοσιογράφου. Η ετοιμότητα στην αντίδραση, για παράδειγμα, η έρευνα, η διασταύρωση της είδησης. Κατά τη διάρκεια ενός ρεπορτάζ μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε, στο στούντιο είσαι σε πιο προστατευμένο περιβάλλον. Άρα, έχοντας κάνει για χρόνια ρεπορτάζ, ένιωσα μεγάλη ασφάλεια όταν μου προτάθηκε η παρουσίαση του δελτίου ειδήσεων. Το ρεπορτάζ στην τηλεόραση με προετοίμασε στο 100%. Το δύσκολο είναι το ρεπορτάζ. Να είσαι στον δρόμο, να φέρνεις την είδηση, να τη μεταφέρεις με υπευθυνότητα. Θυμάμαι τότε τις ολονυχτίες με την τρόικα όταν έκανα εργατικό ρεπορτάζ. Είναι πολύ πιο δύσκολο από την παρουσίαση. Είχε ατελείωτο διάβασμα, αλλαγές στο ασφαλιστικό, στην εργατική νομοθεσία, ένιωθα ότι είχα γίνει εργατολόγος πια με όλα αυτά που μάθαινα. Το δύσκολο είναι αυτό: η εξειδίκευση, η μελέτη. Νομίζω πως αν έχεις κάνει ρεπορτάζ για χρόνια, είσαι απολύτως προετοιμασμένος για να παρουσιάσεις ένα δελτίο ειδήσεων. Απλώς η διαφορά είναι ότι εκεί εστιάζεις κυρίως σ’ ένα είδος ρεπορτάζ, ενώ τώρα πρέπει να είσαι ενημερωμένος για τα πάντα. Και πάλι όμως το θεωρώ πιο εύκολο, γιατί εμένα μου αρέσει έτσι κι αλλιώς να ενημερώνομαι για τα πάντα. Γι’ αυτό συχνά λέω ότι για μένα ένας καλός παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων πρέπει να έχει περάσει από το ρεπορτάζ: ουσιαστικά είναι ο "διαμεσολαβητής" ανάμεσα στον ρεπόρτερ και στον τηλεθεατή. Πρέπει να ξέρει πώς γίνεται η δουλειά του ρεπόρτερ για να μπορεί να τη μεταφέρει με τον βέλτιστο και πιο εύληπτο τρόπο».

Για τη σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό και τον ρόλο μιας σύγχρονης anchorwoman, σημειώνει: «Υπάρχουν μέρες που είμαι πολύ χαρούμενη όταν βλέπω ότι το δελτίο του MEGA κατακτά την κορυφή, ακόμη κι αν δεν έχει ευνοηθεί από το lead-in. Αυτό δείχνει και σε εμάς ότι το δελτίο του MEGA είναι επιλογή. Ότι ο τηλεθεατής γυρίζει συνειδητά στο MEGA για να μας δει, και αυτό με γεμίζει χαρά και ευγνωμοσύνη. Είναι ωραίο να διαπιστώνεις στην πράξη ότι το κοινό σε επιλέγει, όχι τυχαία ή από συνήθεια, αλλά επειδή σε εμπιστεύεται. Ότι συνειδητά γυρνάει στο MEGA στις 19.43 και όχι απλώς επειδή έμεινε εκεί παρακολουθώντας το προηγούμενο πρόγραμμα.

Κατά τη γνώμη μου, μια σύγχρονη anchorwoman πρέπει να είναι αληθινή, να μη νιώθει ο τηλεθεατής ότι του κάνει μάθημα, να μη νιώθει ότι έχει "προτεταμένο το δάχτυλο" ως εισαγγελέας που όλη την ώρα καταγγέλλει. Να νιώθει ότι εκφράζει τη φωνή του. Είναι όμως και φορές που οφείλεις να στηλιτεύσεις κάποια πράγματα. Όταν, για παράδειγμα, προβάλλεται μια είδηση με παιδιά που ασκούν bullying, νιώθω χρέος μου ως δημοσιογράφος όχι απλώς να παρουσιάσω καταγραφικά το γεγονός, αλλά να επισημάνω με σαφήνεια ότι πρέπει να υπάρξουν αυστηρές ποινές. Με ένταση, αλλά χωρίς κραυγές. Με ενσυναίσθηση, αλλά χωρίς λαϊκισμό. Διότι είναι τόσο λεπτές οι γραμμές σε κάποια θέματα, που μπορεί εύκολα κανείς να τις υπερβεί.

Κατερίνα Παναγοπούλου/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

Συνεπώς, θεωρώ ότι ο παρουσιαστής του δελτίου πρέπει να αποτελεί και τη φωνή του τηλεθεατή, χωρίς όμως -κι εδώ θέλω να βάλω έναν τεράστιο αστερίσκο- λαϊκισμό. Είναι άλλο το να λέω "να εξαλειφθούν τα κακώς κείμενα" και άλλο να λαϊκίζω για να κάνω νούμερα. Για μένα η χειρότερη "πληγή" αυτή τη στιγμή και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοσιογραφία είναι όταν πέφτει στην παγίδα του λαϊκισμού. Στέκομαι αδιαπραγμάτευτα απέναντι στον λαϊκισμό, προτιμώ να πω κάτι αντιδημοφιλές, να γίνω δυσάρεστη, να απευθυνθώ σε μικρότερο τμήμα του κοινού, να πάω κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά συν τω χρόνω να αποδειχθεί ότι έλεγα την αλήθεια. Είναι πολύ εύκολο να χαϊδεύεις αυτιά και, όπως συνηθίζω να λέω, να «στηρίζεις κάθε σηκωμένη γροθιά». Κάθε γροθιά που σηκώνεται δεν σηκώνεται δικαίως. Οπότε, θεωρώ απαράδεκτο λαϊκισμό να είμαι πάντα υπέρ κάθε σηκωμένης γροθιάς. Προτιμώ να πω κάτι αντιδημοφιλές, αλλά να νιώσει ο άλλος ότι στο τέλος της ημέρας έχω πει την αλήθεια και δεν προσπάθησα απλώς να του γίνω συμπαθής ακολουθώντας το περιρρέον κλίμα. Αυτό πιστεύω.

Από την άλλη, θεωρώ ότι πρέπει να είναι αυστηρά διαχωρισμένος ο ρόλος του παρουσιαστή από τον σχολιαστή. Ας πούμε νιώθω πολύ μεγαλύτερη άνεση να αναλύσω όλα όσα πιστεύω στη στήλη μου στα ΝΕΑ.

Η γραφή είναι μια άλλη αγάπη μου. Στα ΝΕΑ, επειδή είναι μια προσωπική στήλη, επίτηδες την έχω ονομάσει «Προσωπικά» -είναι στήλη της Κατερίνας Παναγοπούλου- είναι κείμενα που εκφράζουν απολύτως εμένα. Η διαδικασία και η δομή ενός δελτίου είναι διαφορετικά. Δεν καθορίζει ο παρουσιαστής το περιεχόμενο του δελτίου. Το συνδιαμορφώνει, αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι πρέπει να συμφωνεί με όλα. Και βέβαια ο παρουσιαστής ενός δελτίου ειδήσεων δεν πρέπει να ξεχνά στιγμή ότι κατά τη διάρκεια του δελτίου εκπροσωπεί ένα σύνολο, μια μεγάλη ομάδα ατόμων και ένα κανάλι. Συνεπώς, δεν μπορεί διαρκώς να εκφράζει προσωπικές απόψεις. Προφανώς, δεν είσαι ηθοποιός, εννοείται έχεις άποψη και μπορεί σε ένα θέμα να την καταθέσεις. Αλλά άλλος ο ρόλος ενός παρουσιαστή δελτίου και άλλος ενός σχολιαστή. Στα ΝΕΑ μπορώ να λέω ανοιχτά την άποψή μου, αυτό που με εκφράζει στον απόλυτο βαθμό. Στο γραπτό νιώθω ελευθερία να εκφράζω όλα όσα θέλω. Αλλά και στο δελτίο όταν τίθενται θέματα αρχής δεν θα συγκρατηθώ. Όταν για παράδειγμα κάποιοι "τα σπάνε" στην Αθήνα και βάζουν φωτιές στην Πλατεία Συντάγματος ή δέρνουν τουρίστες γιατί τους θεωρούν ανεπιθύμητους εξαιτίας της χώρας από την οποία προέρχονται, εννοείται ότι θα πω πως είμαι απέναντι σ’ αυτό και θα το καταδικάσω με έμφαση. Αλλά άλλο αυτό, άλλο το να μετατρέπεται ο παρουσιαστής σε σχολιαστή.

Η τηλεόραση, από την άλλη, σου δίνει την αμεσότητα. Λες κάτι και το ακούει και το βλέπει ο τηλεθεατής την ίδια στιγμή. Και βέβαια η τηλεόραση είναι και εικόνα. Καλώς ή κακώς πρέπει να σκέφτεσαι ταυτόχρονα και την εικόνα. Επίσης, δεν έχεις την πολυτέλεια του χρόνου που δίνει το γραπτό όπου μπορείς να κάτσεις, να το σκεφτείς, να το αναδιατυπώσεις. Στην τηλεόραση μπορεί να κάνεις ένα λάθος που να σε ακολουθεί για όλη σου τη ζωή. Διότι δεν είναι μόνο όσοι σε βλέπουν εκείνη τη στιγμή, αλλά και όσοι δυνητικά μπορεί να σε δουν μέσα από αναπαραγωγές. Η προσοχή και η αδρεναλίνη είναι στο 150%, πρέπει να είσαι απολύτως προσηλωμένος σ’ αυτό που συμβαίνει. Στο γραπτό υπάρχει ο χρόνος να δεις κάτι με μεγαλύτερη άνεση χρόνου.

Τα νούμερα τηλεθέασης με κινητοποιούν, δεν με αγχώνουν. Και, επίσης, ούσα αρκετά χρόνια στην τηλεόραση, αλλά και όλοι όσοι είμαστε στον χώρο ξέρουμε πώς μπορούμε να κάνουμε πιο εύκολα νούμερα. Και είναι συνειδητή επιλογή πολλές φορές να προτάξουμε ένα θέμα που μπορεί να ξέρουμε ότι δεν θα κάνει τόσο ψηλά νούμερα, αλλά το βάζουμε πρώτο διότι νιώθουμε ότι δημοσιογραφικά οφείλουμε να το προτάξουμε. Όταν συμβαίνει αυτό και βγαίνει και πάλι πρώτο το δελτίο, τότε η χαρά είναι διπλή. Από εκεί και πέρα, τα νούμερα με κινητοποιούν γιατί είμαι άνθρωπος που του αρέσει ο "πρωταθλητισμός". Θέλω η ομάδα στην οποία ανήκω να κάνει πρωταθλητισμό. Γενικότερα όμως νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος αυτή τη στιγμή που κάνει τηλεόραση και θα πει "δεν με ενδιαφέρουν τα νούμερα". Δεν το πιστεύω. Μπορεί να μην αγχώνουν όλους το ίδιο, αλλά δεν γίνεται να μη σε ενδιαφέρουν».

Πίσω από τους αριθμούς και τα ρεκόρ τηλεθέασης, ωστόσο, υπάρχει πάντα ο άνθρωπος που καλείται να φιλτράρει τις ειδήσεις, να διαχειριστεί την ένταση της στιγμής και, κάποιες φορές, το ίδιο του το συναίσθημα.

Κατερίνα Παναγοπούλου/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

«Έχω ιδιαίτερη ευαισθησία σε ειδήσεις που αφορούν στα πιο απροστάτευτα μέλη της κοινωνίας μας: παιδιά, ΑμεΑ, ηλικιωμένοι. Υπάρχουν φορές που, την ώρα που παίζει το ρεπορτάζ, μπορεί να βουρκώσω. Αλλά πάντα και το υπογραμμίζω: πάντα φροντίζω πριν ακούσω το "3-2-1" στο ακουστικό μου να συνέλθω. Δεν θέλω να γίνω εγώ η είδηση.  Να βγει τίτλος "Βούρκωσε η Κατερίνα Παναγοπούλου". Δεν είναι η είδηση αν "βούρκωσε η Κατερίνα Παναγοπούλου". Είναι το θέμα αυτό καθαυτό. Όπως επίσης συμβαίνει συχνά και να τσαντιστώ πάρα πολύ με μια είδηση, υπάρχουν φορές που ωρύομαι εκτός αέρα την ώρα που παίζει το ρεπορτάζ! Με ακούνε στο κοντρόλ να φωνάζω. Κάποιες φορές μπορεί να νιώσω την ανάγκη να πω και κάτι όταν ολοκληρωθεί το βίντεο. Έχει να κάνει με αυτό που λέγαμε πριν, θεωρώ ότι ο τηλεθεατής έχει την ανάγκη να σε ακούσει να το πεις».

Οι στιγμές πίεσης, οι ζωντανές συνδέσεις και οι αντιπαραθέσεις είναι αναπόφευκτο κομμάτι της δουλειάς. Για την Κατερίνα Παναγοπούλου, η διαχείριση τέτοιων στιγμών δεν εξαρτάται από το φύλο, αλλά από τον επαγγελματισμό και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς τον ρόλο του.

«Αγενείς μπορεί να γίνουν απέναντι και σε έναν άνδρα και σε μια γυναίκα. Κάποιοι, για να αποφύγουν να απαντήσουν, προσπαθούν να σε απονομιμοποιήσουν ηθικά: να δείξουν ότι ιδεολογικά μπορεί να πρόσκεισαι σε "άλλον χώρο", άρα η ερώτηση έχει ιδιοτελή κίνητρα. Ο τρόπος που το αντιμετωπίζω είναι να αδιαφορήσω πλήρως γι’ αυτή την προσπάθεια και να επαναλάβω το ερώτημα. Δεν με αγγίζει καθόλου αυτή η συμπεριφορά. Δεν νιώθω ότι ως γυναίκα έχω υποστεί κάποια ιδιαίτερη προσβολή. Δεν έχει να κάνει με το φύλο, έχει να κάνει με την ιδιότητα. Τέτοιες συμπεριφορές τις βλέπουμε και προς άνδρες και προς γυναίκες, με τον ίδιο τρόπο».

Από τα ρεπορτάζ που συγκινούν και προκαλούν, η κουβέντα μας δεν θα μπορούσε να μη στραφεί στην πολιτική και στο πώς αντιλαμβάνεται σήμερα τη σχέση του πολίτη με όσους τον εκπροσωπούν.

«Στην Ελλάδα μετρούν περισσότερο οι πολιτικές. Πληρώσαμε ακριβά στην Ελλάδα και μάλιστα στο πρόσφατο παρελθόν τη γοητεία που μπορεί να ασκούσε η προσωπικότητα ενός πολιτικού. Έχει να κάνει με τον λαϊκισμό που λέγαμε πριν. Τον πληρώσαμε τον λαϊκισμό, καθυστερήσαμε να βγούμε από την οικονομική κρίση, πιστέψαμε σε "μαγικές λύσεις", σε "λεφτόδεντρα". Επειδή λοιπόν είδαμε, the hard way, πού οδηγεί, νομίζω ότι πλέον οι πολίτες ψηφίζουν τον πολιτικό που θα βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής τους. Δεν τους ενδιαφέρει αν είναι συμπαθής/αντιπαθής ή λαοπλάνος. Φυσικά χρειάζεται μια ισχυρή προσωπικότητα για να πείσει ότι μπορεί να υλοποιήσει την πολιτική, αλλά νομίζω ότι έχουμε φύγει από την εποχή που έπειθε μόνο η γοητεία του προσώπου. Ο κόσμος είδε ότι τελικά χρειάζεται αυτός που θα κάνει τη δουλειά, αυτός που θα βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του. Μπορεί πρόσκαιρα να παρασυρθούν από κάποιον που χαϊδεύει τα αυτιά, αλλά λίγο πριν την κάλπη επικρατεί μεγαλύτερη σύνεση. Έτσι ελπίζω τουλάχιστον».

Κατερίνα Παναγοπούλου/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

Πάντως, έπειτα από τόσα χρόνια σε έναν χώρο όπου το βλέμμα είναι στραμμένο στην επικαιρότητα, η Κατερίνα Παναγοπούλου δείχνει να έχει βρει την ισορροπία ανάμεσα στη δημόσια εικόνα και στην προσωπική της ζωή. Μιλάει για τις σχέσεις, τους φίλους της, το φλερτ στα social media και τη σημασία τού να νιώθει κανείς ασφαλής, όχι μόνο μπροστά στην κάμερα, αλλά και στις πιο προσωπικές του στιγμές.

«Σε καμία περίπτωση δεν είμαι ο άνθρωπος που λέει "η ζωή μου είναι η δουλειά μου", είμαι ο άνθρωπος που λέει "η ζωή μου είναι η ζωή μου". Και κρατάω μικρό καλάθι όταν ακούω ανθρώπους να λένε "είμαι ερωτευμένος/η με τη δουλειά μου". Προσωπικά μου αρέσει πολύ η δουλειά μου, αφιερώνω πάρα πολλές ώρες στη δουλειά μου, θέλω να βελτιώνομαι, αλλά δεν είναι όλη μου η ζωή η δουλειά μου. Η ζωή μου αποτελείται από τους δικούς μου ανθρώπους, οι οποίοι με κινητροδοτούν για να γίνομαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Η αλήθεια είναι ότι όταν ήμουν πιο μικρή, άφηνα λιγότερο χρόνο για τα υπόλοιπα. Όμως, όταν φτάνεις κάποια milestones και κατακτάς στόχους, ηρεμείς και το απολαμβάνεις.

Τα social media έχουν γίνει ένας απέραντος χώρος επικοινωνίας, με ό,τι καλό ή κακό αυτό συνεπάγεται. Να σου πω την αλήθεια, έχω απενεργοποιήσει τις ειδοποιήσεις. Αν δεις το κινητό μου, είναι αδιάβαστα. Πολλές φορές μπορεί να μπω και να τα διαβάσω όλα μαζί, αλλά είναι συγκεκριμένος ο χρόνος που θα αφιερώσω σε αυτό και πολλά χάνονται. Διαβάζω τα σχόλια που γράφουν κάτω από φωτογραφίες, κάποια είναι πολύ κολακευτικά, γενικά όμως προτιμώ τη φυσική επαφή, δεν μου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσω κάποιον μέσω social media.
Βέβαια, όσο πιο αναγνωρίσιμο γίνεται ένα πρόσωπο, τόσο λιγότερο προσβάσιμο μοιάζει: η ιδιότητα δημιουργεί ένα γυάλινο τείχος.

Για να τραβήξει την προσοχή μου κάποιος άνδρας, πρέπει να μου δημιουργήσει την αίσθηση της ασφάλειας. Η ασφάλεια  η πιο κομβική λέξη για εμένα. Να νιώθω ότι, ακόμη κι αν "καταρρεύσει ο κόσμος" θα είμαστε μαζί και θα πολεμήσουμε μαζί, να μου εκπέμπει τη σιγουριά ότι πατά γερά στα πόδια του. Και φυσικά θέλω να τον θαυμάζω. Θαυμασμός με βάση τα δικά μου κριτήρια. Ασφάλεια και θαυμασμός θεωρώ ότι είναι τα δύο πιο σημαντικά χαρακτηριστικά.

Έρχομαι από μια πολύ δεμένη οικογένεια. Βέβαια, κανείς δεν υπογράφει συμβόλαιο για το μέλλον, αλλά θεωρώ ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα μόνο όταν νιώσει ότι θα είναι "για πάντα"».

Παρότι μπροστά στην κάμερα η εμφάνιση παίζει τον δικό της ρόλο, η Κατερίνα Παναγοπούλου δεν εγκλωβίζεται σε αυτήν. Η σχέση της με τη μόδα είναι προσωπική και αυθόρμητη, δεν τη χρησιμοποιεί ως «πανοπλία», αλλά ως τρόπο να εκφράζει τη διάθεσή της. Η δημόσια εικόνα της, σταθερή και προσεγμένη, αντικατοπτρίζει τη στάση της απέναντι στα πράγματα.

Κατερίνα Παναγοπούλου/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

«Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι το ντύσιμο, η μόδα, το styling πρέπει να λειτουργούν σαν "πανοπλία". Άλλο "είμαι σοβαρός", άλλο "σοβαροφανής". Εάν από το ντύσιμο περιμένεις να φανεί ότι είσαι σοβαρή, τότε μάλλον καλύπτεις άλλες ανασφάλειες. Το ότι παρουσιάζω δελτίο δεν σημαίνει ότι στην προσωπική μου ζωή πρέπει να κυκλοφορώ με σακάκι. Στο μεταξύ, σχεδόν ποτέ δεν θα με δεις με σακάκι εκτός δουλειάς. Εκτός δελτίου δεν βάφομαι σχεδόν ποτέ, μάλιστα, όταν τελειώνει το δελτίο και πρόκειται να βγω, ξεβάφομαι γιατί το βάψιμο του δελτίου είναι βαρύ και με ενοχλεί, οπότε ξεβάφομαι για να βγω... Μάλιστα, οι μακιγιέζ γελάνε: αν με δουν μετά το δελτίο να ξεβάφομαι, ξέρουν ότι θα βγω. Αν βέβαια έχω να πάω σε κάποια επαγγελματική εκδήλωση θα μείνω βαμμένη, αλλιώς, με φίλους το στιλ μου είναι εντελώς χαλαρό.

Μου αρέσει η μόδα, χαζεύω κυρίως στο Instagram. Με αποφορτίζει να βλέπω λογαριασμούς με ρούχα, μακιγιάζ, styling. Ό,τι μου τραβήξει την προσοχή το προσαρμόζω στο στιλ μου, δεν ακολουθώ τυφλά. Μ’ αρέσει να σχεδιάζω στο μυαλό μου και ρούχα μόνη μου. Μάλιστα, τα ρούχα που φόρεσα σε φωτογράφιση ή ακόμα και το φόρεμα της βραδιάς των εκλογών ήταν δική μου έμπνευση στο σχέδιο. Φίλος με γνωστό brand μού κάνει πλάκα να σχεδιάσω. Ναι, έχω έφεση σ’ αυτό».

Κατερίνα Παναγοπούλου/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

Κάπως έτσι, χωρίς να επιδιώκει να γίνει σημείο αναφοράς για το στιλ της, έχει βρεθεί αρκετές φορές στο επίκεντρο σχολίων. Από τις εμφανίσεις της στις επίσημες εκδηλώσεις μέχρι την επιλογή της να στηρίζει σταθερά ελληνικά brands όπως η Zeus+Dione, οι δημόσιες τοποθετήσεις γύρω από το ντύσιμό της μοιάζουν συχνά να ξεπερνούν το ουσιαστικό πλαίσιο. Εκείνη, ωστόσο, δεν φαίνεται να επηρεάζεται.

«Και φέτος στη γιορτή της Δημοκρατίας το ίδιο brand φόρεσα. Αλίμονο αν αποφάσιζα τι θα φορέσω με βάση τι θα σχολιάσουν επώνυμοι ή ανώνυμα τρολ. Δεν το παίρνω πεισματικά, κάνω απλώς αυτό που μου αρέσει. Δεν κάνω χάρη σε κανέναν να χαλάσω τη διάθεσή μου επειδή θα σχολιάσει τη φούστα, τα παπούτσια, την τσάντα, το φόρεμά μου, ή το πόσο ξανθά είναι τα μαλλιά μου.

Κάποτε διάβαζα διαγώνια τα σχόλια για να ξέρω τι γράφουν και να μπλοκάρω όσους εξέφευγαν των ορίων. Πλέον δεν τα διαβάζω καν. Σε κακεντρεχείς και υβριστές δεν θα δαπανήσω ούτε λεπτό από τη ζωή και την ηρεμία μου. Αν το σχόλιο βέβαια γίνει συκοφαντικό, τότε μπορεί να κινηθώ νομικά. Τα άλλα τα θεωρώ πια γραφικά. Με λυπεί που κάποιοι έχουν τόσο ελεύθερο χρόνο για να κανιβαλίζουν άλλους ανθρώπους και να σχολιάζουν ρούχα ή μαλλιά».

Η μόδα, λοιπόν, για εκείνη δεν είναι ούτε εμμονή ούτε εργαλείο εντυπωσιασμού. Είναι ένας τρόπος να αισθάνεται άνετα και αληθινή μέσα στην ημέρα της. Όπως λέει, φορά ό,τι την κάνει να νιώθει ο εαυτός της είτε αυτό σημαίνει ένα τζιν και sneakers είτε ένα φόρεμα πιο θηλυκό και εφαρμοστό, όταν έχει διάθεση.

«Φοράω ό,τι με κάνει να νιώθω άνετα. Θα πάω στη δουλειά με τζιν, με φόρμα ή φορέματα. Υπάρχουν μέρες που θέλω να νιώσω πιο όμορφα και θα βάλω κάτι πιο θηλυκό. Δημόσια με ενδιαφέρει να προστατεύω τον ρόλο μου. Δεν θα ανεβάσω, ας πούμε, στο Instagram φωτογραφία με μαγιό. Θεωρώ ότι δεν συνάδει με τον ρόλο μου σε ένα κεντρικό δελτίο ειδήσεων, αλλά και δεν μου αρέσει να εκθέτω το σώμα μου σε κοινή θέα. Θα ανεβάσω όμως κάτι χαλαρό, κοριτσίστικο, άνετο. Άλλο σοβαρότητα, άλλο σοβαροφάνεια» αναφέρει.

Τη ρωτώ αν η μόδα τής φτιάχνει τη διάθεση. Το απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: «Ναι, μου φτιάχνει τη διάθεση. Εννοείται μου αρέσει να νιώθω όμορφη. Δεν χρειάζεται να δαιμονοποιούμε τη μόδα ή την εμφάνιση. Φυσικά θα βάλω ένα ωραίο ρούχο και θα νιώσω όμορφα με τον εαυτό μου. Το political correctness κάποιες φορές δαιμονοποιεί το να αισθανόμαστε όμορφα με την εμφάνισή μας, ας μην πάμε στο άλλο άκρο».

Στο τέλος της συζήτησής μας, επιλέγει να τη συνοψίσει με μια φράση που καθρεφτίζει τη στάση της απέναντι στη ζωή: «Τα καλύτερα έρχονται».

Η φωτογράφιση πραγµατοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Gatsby Athens (Λέκκα 18, Αθήνα)