Πώς η μούσα του γαλλικού σινεμά, που έγινε το απόλυτο fashion icon της δεκαετίας του ’60, από μαχόμενη ακτιβίστρια κατέληξε σε ρατσιστικές επιθέσεις κατά των Μουσουλμάνων.
«Κι ο Θεός έπλασε την Μπαρντό» έλεγαν για χρόνια οι θαυμαστές της ΜπεΜπε, παραφράζοντας τον τίτλο της ταινίας του Ροζέ Βαντίμ που την έκανε διάσημη. Η πανέμορφη ξανθιά του γαλλικού σινεμά, όμως δεν έδινε ποτέ σημασία σε αυτές τις εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπό της, ίσως γιατί είχε προβλέψει πως κάποτε θα γυρνούσαν εναντίον της, όπως κι έγινε, μετά από το ρατσιστικό της παραλήρημα κατά των Μουσουλμάνων. Σήμερα πια στα 87 της χρόνια, απομονωμένη στη βίλα της στο Σεν Τροπέ, μοιάζει να μην έχει πει την τελευταία της λέξη.
Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της ήταν μηχανικός και δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών αερίων. Η μητέρα της, Μαρί Μισέλ, ασχολούνταν με τον χορό και την ποίηση και έτσι από μικρή η Μπριζίτ πήρε μαθήματα μπαλέτου, το οποίο και λάτρευε. Μάλιστα εξαιτίας αυτή της αγάπης, αργότερα, όταν θα γίνει μεγάλη σταρ, θα πείσει μια σχεδιάστρια να φτιάξει ένα ζευγάρι μπαλαρίνες, τις Cendrillon Ballerina, που θα μπορούσε να φοράει στις εξόδους της. Και κάπως έτσι ένα από τα πιο διαχρονικά παπούτσια της γυναικείας ντουλάπας έγιναν θεσμός.
Το 1947 έγινε δεκτή στο Conservatoire de Paris και για τρία χρόνια παρακολουθεί μαθήματα κλασικού μπαλέτου, όταν σε ηλικία 15 ετών έκανε το πρώτο της εξώφυλλο για το περιοδικό ELLE. Έτσι γνώρισε τον πρώτο της σύζυγό και διάσημο Γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ. Οι γονείς της αρχικά δεν ενέκριναν τη σχέση τους, όμως τελικά συμφώνησαν να τον παντρευτεί, όταν ενηλικιώθηκε. «Οι γονείς μου δεν με άφηναν να δω τον Βαντίμ, τον φίλο μου εκείνη την εποχή και μελλοντικό σύζυγό μου, οπότε αποφάσισα να βάλω το κεφάλι μου στο φούρνο» έχει εξομολογηθεί σε συνέντευξή της στο γαλλικό περιοδικό «Paris Match», εξηγώντας πώς κατάφερε τελικά να τους αλλάξει γνώμη.