Ήταν η τελευταία τριακονταετία του 1300 όταν ο αγιορείτης μοναχός Λαυρέντιος ο Τραπεζούντιος, αφήνει για πάντα την Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Περίπου 20 χιλιόμετρα μακρυά από την πόλη του Βόλου, σε μια αυτόνομη τοποθεσία στα 600 μέτρα υψόμετρο, ανακαλύπτει αυτό που πραγματικά αναζητά, ένα μέρος ήρεμο και με παρόμοια χαρακτηριστικά σε αυτά που είναι μαθημένος.
Το μοναστήρι το οποίο εικάζεται ότι κτίσθηκε για πρώτη φορά από ρωμαιοκαθολικούς βενεδικτίνους μοναχούς κατά την περίοδο των Σταυροφοριών (11ος αι.), είναι έρημο και γύρω από αυτό δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Στόχος του η ανακατασκευή της μονής, η οποία και ολοκληρώνεται αισίως το 1378.
Έπειτα δε από την ανακατασκευή της μονής, αρχίζει να κατοικείται και το χωριό, φέροντας επίσημα την ονομασία του μοναχού. Ωστόσο, η σχετική αυτονομία της περιοχής από τις κεντρικές εξουσίες, οδηγεί στην ανάπτυξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Με την πάροδο των χρόνων, καταφθάνουν στο χωριό λόγιοι, καλλιτέχνες, δάσκαλοι και μορφωμένοι ιερείς, δημιουργώντας μια κοσμοπολίτικη κοινωνία, ξεχωριστή για τα τότε δεδομένα.
Στον Άγιο Λαυρέντιο του σήμερα, πίσω από τα παλιά αναπαλαιωμένα αρχοντικά και τις κλειστές αυλές, το αξιόλογο δίκτυο των λιθόστρωτων καλντεριμιών, τις βρύσες και τους υπέροχους ανθρώπους του, αναγνωρίζει κανείς την αλλοτινή αυτή κοσμοπολίτικη κοινωνία που κρατά αναλλοίωτη αιώνες τώρα.