Οι μέρες των Χριστουγέννων πλησίαζαν και ολόκληρος ο κόσμος στόλιζε σπίτια και δρόμους, άναβε λίγα περισσότερα φωτάκια από πριν, αν και ήξερε πως δεν θα έπρεπε, και έψαχνε απεγνωσμένα να βρει λίγη χαρά.
Τα πράγματα όμως στο βασίλειο των Γιορτών δεν πήγαιναν καθόλου καλά: από την ξωτικοχώρα είχαν φτάσει στο παλάτι της Βασίλισσας δυο βοηθοί, που κόντευαν να την τρελάνουν. Πραγματικά, αυτά τα δυο περίεργα πλάσματα, είχαν τη μανία να τσακώνονται συνέχεια. Εκεί που δούλευαν, τυλίγοντας δώρα και δέματα, εκεί ξαφνικά άρχισαν οι καβγάδες. Κι εκεί που κάθονταν ήσυχα ήσυχα το ένα δίπλα στο άλλο, πίνοντας μια ζεστή σοκολάτα, εκεί έριχναν κάτω τα φλιτζάνια τους και κατέστρεφαν τις όμορφες φλοκάτες των μεγάλων δωματίων με τους τετρακόσιους καθρέφτες.
Το Α και το Α: ναι επίσης, είχαν ακριβώς το ίδιο όνομα, γεγονός που μπέρδευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα- δεν έμοιαζαν καθόλου. Το ένα ήταν μεγαλόσωμο και δυνατό, το άλλο μικρό και εύθραυστο, κι αν δεν ήξερε κανείς πως κατάγονταν από την ίδια χώρα, κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ανήκαν στην ίδια μυστικιστική φατρία, που ξέρει τα μυστικά των μεταμορφώσεων και μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις, ακόμα κι αυτές που κρύβονται στις πιο απόκρυφες γωνιές του νου.
Αυτά τα δύο όμως, αν και εντελώς αντίθετα, είχαν κάτι που δεν συνέβαινε συχνά ούτε στα ξωτικά, ούτε και σε κανένα άλλο πλάσμα: οι χτύποι της καρδιάς τους συγχρονίζονταν. απόλυτα. Ακόμα και στους πιο μεγάλους από τους μεγαλύτερους τσακωμούς, εκείνα είχαν πάντα το ίδιο τέμπο. Μαζί έπαιρναν φωτιά, μαζί καταλάγιαζαν, μαζί φώναζαν, μαζί ψιθύριζαν, μαζί έτρεχαν και μαζί κάθονταν...
Η Βασίλισσα που τόσα είχε να οργανώσει, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους. «Δεν ξέρω τι μου ξημερώνει η μέρα», έλεγε στους συμβούλους της, τρώγοντας τα υπέροχα μπισκότα της, που μύριζαν κάρδαμο και κανέλα. Κι εκείνοι άλλοτε την παρότρυναν να τα ξαποστείλει, άλλοτε να τα επιπλήξει και κάποιοι- οι πιο τολμηροί- να τους βάλει τιμωρία. Όμως εκείνη δεν μπορούσε με τίποτα να παραβεί τον ιερό κανόνα των προγόνων της, που της απαγόρευε να τιμωρεί οποιονδήποτε την εορταστική περίοδο.
Οι μέρες περνούσαν μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο και οι δουλειές αυξάνονταν. Το Α και το Α ήταν νυχθημερόν στο πόδι, κι όμως πάντα έβρισκαν χρόνο να μαλώσουν, και μετά να αγκαλιαστούν στιγμιαία, να ακούσουν τις καρδιές τους να χτυπούν σαν μία, μέχρι να αρχίσουν ξανά τις φωνές. Η Βασίλισσα, που πάντα την τάραζαν οι δυνατοί ήχοι, είχε αποκτήσει αϋπνία. Τα μεγάλα της μάτια έμοιαζαν κουρασμένα διαρκώς, συχνά την έπιανε πονοκέφαλος και τα ροδοκόκκινα μάγουλά της είχαν χλομιάσει. Όλοι ανησυχούσαν για την εξέλιξη των Χριστουγέννων. Αν η Βασίλισσα δεν κοιμόταν, πώς θα έφερναν εις πέρας την πιο σημαντική διοργάνωση της χρονιάς; Από το βασίλειο των Νέων Χρόνων, έφτασε αντιπροσωπεία έξαλλη για να ανακοινώσει πως το Καινούργιο Έτος αρνιόταν να μπει υπό αυτές τις συνθήκες. Και πάνω που οι μέγιστοι διπλωμάτες είχαν ανοίξει τα κιτάπια τους και έψαχναν να τα συμβιβάσουν κάπως τα πράγματα, αυτά τα δύο παρορμητικά και πεισματάρικα Α όρμησαν στην αίθουσα και αναποδογύρισαν το τραπέζι μαζί με όλα τα συγγράμματα και τα ξόρκια.